ὑβριστής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A violent, wanton, licentious, insolent man, ὑβριστῇσι . . τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Il.13.633; ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι ἠὲ φιλόξεινοι Od.6.120,9.175, 13.201; of the suitors (cf. ὕβρις 1.1), ὑ. καὶ ἀτάσθαλοι 24.282; στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων Thgn.775; Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑ. Hdt.1.89; ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταί Id.2.32; στρατὸν θηρῶν ὑ., of the Centaurs, S.Tr.1096: also in Prose, And.4.14, Lys.24.15, Ep.Rom.1.30, etc.; in a milder sense, sarcastic, Pl.Prt.355c. 2 esp., opp. σώφρων, lustful, lewd, Ar.Nu.1068 (anap.), X.Cyr.3.1.21, etc.; ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑ. Aeschin.1.17; ὑ. πενίης insolent towards... AP9.172b (Pall.). 3 of animals, wanton, restive, unruly, ταῦροι E.Ba. 743; ἵπποι X.Cyr.7.5.62, cf. Pl.Phdr.254c. 4 of natural forces, ὑβριστὴς Τυφάων Hes.Th.307; Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον A.Pr. 717. 5 of things, ὑ. οἶνος διὰ νεότητα Ael.Ep.8; μέλι Ἀττικὸν ποιεῖ ὑ. [τὸν πλακοῦντα] makes it proud, Archestr.Fr.62.18; νάρθηκας ὑ., of the Bacchae, E.Ba.113 (lyr.).—Cf. ὕβριστος fin.
German (Pape)
[Seite 1169] ὁ, der Gewaltthätige, Uebermüthige, Frevelhafte; Hom. bezeichnet die Troer Il. 13, 633 als ὑβρισταί, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι, u. vrbdt ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, ἠὲ φιλόξεινοι, Od. 6, 120. 9, 175; καὶ ἀτάσθαλοι ἄνδρες, 24, 282; auch ἄνεμος ὑβριστής, Hes. Th. 307; Aesch. Suppl. 30; μὴ ἐν θανοῦσιν ὑβριστὴς γένῃ, Soph. Ai. 107 1; Eur. öfter, Ar. u. in Prosa. – Uebh. der Ausgelassene, Unbändige, Her. 1, 89. 7, 32; auch von den Thieren, ταῦρος, ἵππος, Eur. Bacch. 743, Xen. Cyr. 7, 5, 62, Plat. Phaedr. 254 e; καὶ ἄδικοι, Legg. I, 630 b; Ggstz von σώφρων, der über das rechte Maaß, bes. in der Befriedigung seiner Leidenschaften hinausgeht, Ar. Nubb. 1068; ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑβριστής, Aesch. 1, 17; vgl. noch Xen. Cyr. 6, 1, 45 u. Lys. 24, 15 ff. S. auch ὑβριστός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβριστής: -οῦ, ὁ, (ὑβρίζω) ἄνθρωπος βίαιος, θρασύς, αὐθάδης, ἀναιδής, ὑβρισταί... τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οὐδὲ δύνανται φυλόπιδος κορέσασθαι Ἰλ. Ν. 633· ἐπὶ τῶν μνηστήρων (πρβλ. ὕβρις), ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι ἠὲ φιλόξεινοι Ὀδ. Ζ. 120, Ι. 175, Ν. 201· ὑβρ. καὶ ἀτάσθαλοι Ω. 281· στρατὸν ὑβριστὴν Μήηδων Θέογν. 775· Πέρσαι φύσιν ἐόντες ὑβρ. Ἡρόδ. 1. 89· ἀνδρῶν δυναστέων παῖδες ὑβρισταὶ ὁ αὐτ. 2. 32· στρατὸν θηρῶν ὑβριστήν, ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Σοφ. Τρ. 1096, πρβλ. Ἀνδοκ. 30. 41, Λυσί. 169. 32, κτλ. 2) μάλιστα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σώφρων, ἀκόλαστος, ἀσελγής, Ἀριστοφ. Νεφ. 1068, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 21, κλπ.· ὁ εἰς ὁτιοῦν ὑβρ. Αἰσχίν. 3. 24· ὑβρ. πενίης, αὐθάδης πρός..., Ἀνθ. Π. 9. 172. 3) ἐπὶ ζῴων, ὁρμητικός, ἀτίθασος, ἀκατάσχετος, ταῦροι Εὐρ. Βάκχ. 743· ἵππος Ξεν. Κύρ. 7. 5, 62, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 254C. 4) ἐπὶ φυσικῶν δυνάμεων, ὑβριστὴς ἄνεμος Ἡσ. Θεογ. 307· ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον Αἰσχύλ. Προμ. 723, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 189. 5) ἐπὶ πραγμάτων, οἶνος ὑβρ. διὰ τὴν νεότητα, μνημονεύεται ἐκ τῶν τοῦ Αἰλ. Ἐπιστ.· μέλι Ἀττικὸν ποιεῖ ὑβρ. [τὸν πλακοῦντα], καθιστᾷ αὐτὸν ἔξοχον, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 101Ε· νάρθηκας ὑβρ., ἐπὶ τῶν Βακχευόντων, Εὐρ. Βάκχ. 113. - Πρβλ. ὕβριστος ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
violent, fougueux, impétueux, emporté.
Étymologie: ὑβρίζω.
English (Autenrieth)
overbearing, insolent, wantonly violent person. (Od. and Il. 13.633.)
English (Strong)
from ὑβρίζω; an insulter, i.e. maltreater: despiteful, injurious.
English (Thayer)
ὑβριστοῦ, ὁ (ὑβρίζω), from Homer down, "an insolent Prayer of Manasseh , 'one who, uplifted with pride, either heaps insulting language upon others or does them some shameful act of wrong'" (Fritzsche, Ep. ad Romans , i., p. 86; (cf. Trench, Synonyms, § xxix.; Schmidt, chapter 177; Cope on Aristotle, rhet. 2,2, 5 (see ὕβρις))): 1 Timothy 1:13.
Greek Monolingual
ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, -ίστιδος, Α ὑβρίζω
νεοελλ.
πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος
μσν.-αρχ.
θρασύς, αναιδής ή βίαιος
αρχ.
1. ακόλαστος, ασελγής
2. (για ζώο) ατίθασος
3. (για φυσικά φαινόμενα) σφοδρός
4. σαρκαστικός, δηκτικός
5. το θηλ. (κατά το λεξ. Σούδα και το Μέγα Ετυμολογικόν) η ύβρις.
Greek Monotonic
ὑβριστής: -οῦ, ὁ (ὑβρίζω),
1. βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, αυθάδης, αναιδής, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. αντίθ. προς το σώφρων, ακόλαστος, ασελγής, σε Αριστοφ., Ξεν.
3. λέγεται για ζώα, ορμητικός, ατίθασος, αχαλίνωτος, ανυπότακτος, σε Ευρ., Ξεν.
4. λέγεται για φυσικές δυνάμεις, ὑβριστὴς ἄνεμος, σε Ησίοδ.· ὑβριστὴς ποταμός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑβριστής: οῦ adj. m
1) разнузданный, наглый, дерзкий (ὑβρισταί τε καὶ ἄγριοι Hom.; ὑ. καὶ βίαιος Lys.): ὑ. εἴς τινα Aeschin. и ὑ. τινος Anth. дерзостный по отношению к кому-л.;
2) буйный, строптивый, горячий (ταῦροι Eur.; ἵππος Xen.);
3) бурливый, стремительный, бешеный (ἄνεμος Hes.; ποταμός Aesch.).
Middle Liddell
ὑβριστής, οῦ, ὁ, ὑβρίζω
1. a violent, overbearing person, a wanton, insolent man, Hom., Hdt., attic
2. opp. to σώφρων, lustful, lewd, Ar., Xen.
3. of animals, wanton, restive, unruly, Eur., Xen.
4. of natural forces, ὑβριστὴς ἄνεμος Hes.; ὑβριστὴς ποταμός Aesch.