γλαύξ

From LSJ
Revision as of 20:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαύξ Medium diacritics: γλαύξ Low diacritics: γλαυξ Capitals: ΓΛΑΥΞ
Transliteration A: glaúx Transliteration B: glaux Transliteration C: glafks Beta Code: glau/c

English (LSJ)

Att. γλαῦξ, γλαυκός, ἡ, Euphronius ap. Sch.Ar.V.1081, cf. Hdn.Gr.2.947:—

   A the little owl, Athene noctua, so called from its glaring eyes, Epich.166, Arist.HA488a26, al.; freq. as emblem of Athena, Ar.Av.516, Eq.1093, etc.: prov., γλαῦκ' Ἀθήναζε, γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας, 'carry coals to Newcastle', Ar.Av.301, Antiph.175.2; γλαῦξ ἐν πόλει 'Jack's as good as his master', Hsch., etc.; γλαῦκες Λαυρειωτικαί, of Athenian coins, from the type, Ar.Av.1106; so of figures of owls, IG2.678B76.    2 γ. θαλαττία, an unknown bird, Thphr. Sign.52.    II a kind of dance, Ath.14.629f.    III wart cress, Coronopus procumbens, Dsc.4.138, Gal.11.857:—also γλάξ, Hdn. Gr.1.395, al.

Greek (Liddell-Scott)

γλαύξ: Ἀττ. γλαῦξ, γλαυκός, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1081, Λοβ. Φρύν. 76·‒ ἡ γλαύξ, «κουκουβάγια», κληθεῖσα οὕτως ἐκ τῆς ἀγριότητος τῶν ἀκτινοβολούντων αὐτῆς ὀφθαλμῶν (ἴδε γλαυκός), Ἐπίχ. 116 Ahr., κτλ.· συχν. τῆς Ἀθηνᾶς ἡ γλαύξ ὡς σύμβολον αὐτῆς (πρβλ. γλαυκῶπις), Müller Ἀρχαιολ. d. Kunst § 371. 9. Παροιμία, γλαῦκ’ Ἀθήναζε, γλαῦκ’ εἰς Ἀθήνας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 301, πρβλ. Ἀντιφ. Ὁμοπ. 1.‒ ἐπὶ τῶν μάτην ἐπισωρευόντων τινὰ τοῖς προϋπάρχουσιν, ἐπὶ τῶν μάτην τι πραττόντων, Ἡσύχ., Σουΐδ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 301.‒ Ἀθηναϊκὰ νομίσματα ἐκαλοῦντο γλαῦκες Λαυρεωτικαί, ἐκ τῆς εἰκόνος ἣν ἔφερον, αὐτόθι 1106. ‒ γλαῦξ ἦτο πιθ. ὄνομα γένους, καθ’ ὅσον τὰ ἰδιαίτερα εἴδη αὐτῆς εἶναι σκὼψ (τὸ μόνον παρ’ Ὁμήρῳ μνημονευόμενον εἶδος), βύας, ἐλεός, αἰγωλιός, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 2. 2) ἀγγεῖον τὸ σχῆμα ὅμοιον πρὸς γλαῦκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 8345b. ΙΙ. εἶδος χοροῦ, Ἀθήν. 629F· πρβλ. ἀλώπηξ VI. ΙΙΙ. εἶδος φυτοῦ, ἴδε ἐν λ. γλάξ.

French (Bailly abrégé)

γλαυκός (ἡ) :
att. γλαῦξ;
chouette, oiseau.
Étymologie: R. Γαλ, briller ; v. γλαυκός.

Greek Monolingual

η
βλ. γλαύκα.

Greek Monotonic

γλαύξ: Αττ. γλαῦξ, γεν. γλαυκός, , κουκουβάγια· αποκαλείται έτσι εξαιτίας των άγρια αστραφτερών, εκθαμβωτικών οφθαλμών της (βλ. γλαυκός και πρβλ. σκώψ)· παροιμ., γλαῦκ' Ἀθήναζε, γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας = κάνω κάτι περιττό, μάταιο και ωστόσο καμαρώνω γι' αυτό, όπως όταν κάποιος φέρνει κουκουβάγιες στην Αθήνα, γιατί έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα υπάρχουν πολλές (στα νομίσματα), σε Αριστοφ.· τα αθηναϊκά ασημένια νομίσματα λέγονταν γλαῦκες Λαυρεωτικαί, επειδή ως εικόνα τους είχαν μια κουκουβάγια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

γλαύξ: атт. γλαῦξ, γλαυκός
1) сова Arst., Plut.: γλαῦκ᾽ Ἀθήναζε Arph. и εἰς Ἀθήνας (sc. φέρειν) погов. Luc. нести сову в Афины (ср. «морю воды добавлять») (сова была посвящена Афине и служила ее эмблемой);
2) «сова» (афинская четырехдрахмовая монета, с изображением совы); γλαῦκες Λαυριωτικαί Arph. четырехдрахмовики из лаврийского серебра (см. Λαύρειον).

Middle Liddell


the owl, so called from its glaring eyes (v. γλαυκός, and cf. σκώψ); γλαῦκ' Ἀθήναζε, γλαῦκ' εἰς Ἀθήνας = "carry coals to Newcastle, " Ar.: Athen. silver coins were called γλαῦκες, because they were stamped with an owl, Ar.