βασκαίνω

From LSJ
Revision as of 11:15, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκαίνω Medium diacritics: βασκαίνω Low diacritics: βασκαίνω Capitals: ΒΑΣΚΑΙΝΩ
Transliteration A: baskaínō Transliteration B: baskainō Transliteration C: vaskaino Beta Code: baskai/nw

English (LSJ)

fut.

   A -ᾰνῶ LXX De.28.56: aor. ἐβάσκηνα Philostr. (v. infr.), -ᾱνα Arist.Pr.926b24:—Pass., aor. ἐβασκάνθην (v. infr.):—bewitch by the evil eye, etc., Arist. l.c., LXX De.28.56: metaph., Ep.Gal.3.1; ἐβάσκηνε πάντα… τύχη Hdn.2.4.5:—Pass., ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr.347; ὡς μὴ βασκανθῶ τρὶς ἔπτυσα Theoc.6.39.    II c. acc., malign, disparage, Pherecr.174, D.8.19; ἄν τι δύσκολον συμβαίνῃ τοῦτο βασκαίνει Id.18.189; εἰσίν τινες… οὓ τὸ βασκαίνειν τπέφει Dionys.Com.11:—Pass., ὑπὸ τῶν ἀντιτέχνων βασκανθῆναι Str.14.2.7.    2 c. dat., envy, grudge, D.20.24, etc.; τινί τινος grudge one a thing, D.Chr.78.37, Philostr.VA6.12; τινὶ ἐπί τινι D.Chr. 78.25: abs., Luc.Nav.17: τινός keep to oneself, Id.Philops.35.    3 c. acc. et inf., μὴ βασκήνας γελάσαι καὶ ἄλλον Ael.VH14.20.

German (Pape)

[Seite 438] (vgl. βάζω, βάσκω), 1) Einem Uebles nachreden, verläumden, τινά Dem. 8, 19. 18, 189; D. Sic. 4, 6; VLL. μέμφεται, αἰτιᾶται; häufig bei Sp. – 2) Einem Uebles anreden, ihn beschreien, beheren, τινά, vgl. bes. Arist. Probl. 34, 20; ὡς μὴ βασκανθῶ Theocr. 6, 39; Plut. Sympos. V, 7. Die Alten leiten es fälschlich von φάεσι καίνω ab, weil man bes. den bösen Blick als Mittel des Beherens fürchtete. Ueberh. – 3) beneiden, τινί Dem. 20, 24; Sp. τινί τινος, ἐπί τινι, Luc. Navig. 17; τινός Philops. 35.

Greek (Liddell-Scott)

βασκαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· ἀόρ. ἐβάσκηνα, ᾱνα, Ἀριστ. Προβλ. 20.34. –Παθ. ἀόρ. ἐβασκάνθην.
1) μ. αἰτιατ., ὀνειδίζω, ψέγω, κακολογῶ, συκοφαντῶ,αἰτιῶμαι, μέμφομαι, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Δημ. 94.19· ἄν τι δύσκολον συμβῇ τοῦτο βασκαίνει ὁ αὐτ. 291.21· εἰσί τινες …οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει Διονύσ. ἐν Ἀδήλ. 1.6. 2) μ. δοτ., φθονῶ, φειδωλεύομαι να παράσχω, Δημ. 464.11, κτλ. τινί τινος, φθονῶ τινα διά τι, Φιλόστρ. 250, πρβλ. Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπί τινι ὁ αὐτ. Πλοί. 17. ΙΙ. μεταχειρίζομαι κακὰς λέξεις, μαγεύω τινὰ διὰ μαγείας, κακοῦ οφθαλμοῦ, κτλ., Ἀριστ. Προβλ. 20.34· ἐβάσκηνε πάντα…τύχη Ἡρῳδιαν. 2.4. – Παθ., ἵνα μὴ βασκανθῶσι Ἀριστ. Ἀποσπ. 271· - ἡ μαγικὰ ἐνέργεια κατεστρέφετο ἄν τις ἔπτυε τρίς, Θεόκρ. 6.39
(Ἡ συγγένεια τῆς λέξεως πρὸς τὸ Λατ. fascino, ὡς ἐκ PΦΑΣ αμφιβάλλεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου).

French (Bailly abrégé)

f. βασκανῶ;
1 jeter un sort, fasciner, ensorceler;
2 regarder d’un œil jaloux, porter envie;
3 décrier, dénigrer, acc..
Étymologie: βάσκανος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἐβάσκηνα CEG 455 (Amorgos VI a.C.), Hdn.2.4.5, Ael.VH 14.20, ἐβάσκανα Arist.Pr.926b4, Ep.Gal.3.1, en v. pas. ἐβασκάνθην Arist.Fr.347, Str.14.2.7]
1 echar mal de ojo c. ac., gener. de pers. νιν CEG l.c., ἵνα μὴ βασκάνῃς με Arist.Pr.l.c., αὑτὸν βάσκαινεν ... ἀνήρ un hombre se echó mal de ojo a sí mismo Euph.190v.G.
dar mal agüero ὁ (ἅρπασος) βασκα[ί] νει πύργον ἐ[γειρόμεν] ον Call.Fr.43.63
abs. ἐγὼ δὲ καὶ ὑπονοῶ τὸν μᾶλλον βασκήναντα Hld.4.5.4
en v. pas. ser objeto de mal de ojo ὡς μὴ βασκανθῶσι Arist.Fr.l.c., ὡς μὴ βασκανθῶ δέ, τρίς εἰς ἐμὸν ἔπτυσα κόλπον Theoc.6.39, cf. Plu.2.682a
fig. fascinar, hechizar c. ac. de pers. τίς ὑμᾶς ἐβάσκανεν; Ep.Gal.l.c., abs. τὰ δὲ τῆς ψυχῆς, ὧν ἐστι καὶ τὸ βασκαίνειν Plu.2.681d.
2 mirar con malos ojos, mirar con envidia, envidiar c. dat. de pers. τούτῳ D.20.24, οἱ γοῦν Σκιπίωνι βασκαίνοντες Plu.2.806a
c. dat. de pers. y gen. de abstr. envidiar a alguien por algo βασκαίνων αὐτοῖς τῆς τρυφῆς D.Chr.78.37, οἱ βασκαίνοντες ἡμῖν τῆς φιλίας Aristaenet.2.14.5, βασκήναντες αὐτῷ τῆς εὐτυχίας Agath.3.12.6
c. dat. de pers. y ἐπί c. dat. βασκαίνειν ἐπ' αὐτῷ τοῖς ἔχουσιν (τὸν ἔπαινον) D.Chr.77.25
c. giro prep. μὴ καὶ βασκαίνειν ἐν ταῖς κοιναῖς εὐτυχίαις δοκῶ Luc.Nau.17
c. ac. de pers. οὐδέποτε ἐβασκάνατε οὐδένα Ign.Rom.3, c. ac. de pers. y dat. instrum. βασκανεῖ τῷ ὀφθαλμῷ αὐτῆς τὸν ἄνδρα mirará con malos ojos al marido LXX De.28.56
c. ac. de cosa ἐβάσκηνε πάντα ... τύχη Hdn.2.4.5
c. inf. y ac. μὴ βασκήνας διὰ φιλανθρωπίαν γελάσαι καὶ ἄλλον Ael.VH 14.20
abs. Μοῖρ' ἕλε βασκήνασ' en un epitafio TAM 3.810 (Termeso), cf. Luc.Philops.35
fig. escatimar, negar c. dat. de pers. y gen. de abstr. σοὶ μὲν οὐδενὸς ἂν ... βασκήναιμι ἐγὼ λόγου ni una sola palabra te escatimaría Philostr.VA 6.12.
3 criticar, calumniar c. ac. de abstr. ἄν τι δύσκολον συμβῇ, τοῦτο βασκαίνει D.18.189, cf. Hsch., βασκαίνειν τὰ τῶν ἄλλων Isoc.15.62, cf. 12.155
c. ac. de pers. δύναμιν ... ταύτην βασκαίνειν criticar este ejército D.8.19, βασκαίνειν γὰρ εἰώθασί με Men.Asp.153
en v. pas. ὑπὸ τῶν ἀντιτέχνων βασκανθῆναι Str.14.2.7
abs. εἰσίν τινες νῦν οὗς τὸ βασκαίνειν τρέφει hay ahora algunos a los que alimenta el calumniar Dionys.Com.9
fig. ofender ὁ λαγώς με βασκαίνει τεθνηκώς la liebre al morir me ofende Pherecr.189.

English (Abbott-Smith)

βασκαίνω, [in LXX: De 28:54, 56 (רעע), Si 14:6, 8*.]
1.to slander (Dem.).
2.to blight by the evil eye, to fascinate, bewitch: Ga 3:1.†

English (Strong)

akin to φάσκω; to malign, i.e. (by extension) to fascinate (by false representations): bewitch.

English (Thayer)

1st aorist ἐβασκανα, on which form cf. Winer s Grammar, (75 (72)); 83 (80); (Buttmann, 41 (35); Lob. ad Phryn., p. 25f; Paralip., p. 21 f); (βάζω, βάσκω (φάσκω) to speak, talk); τινα (Winer's Grammar, 223 (209));
1. to speak ill of one, to slander, traduce him (Demosthenes 8,19 (94,19); Aelian v. h. 2,13, etc.).
2. to bring evil on one by feigned praise or an evil eye, to charm, bewitch one (Aristotle, probl. 20,34 (p. 926{b}, 24); Theocritus, 6,39; Aelian nat. an. 1,35); hence, of those who lead away others into error by wicked arts (Diodorus 4,6): Lightfoot) at the passage; Lob. ad Phryn., p. 462.

Greek Monolingual

(AM βασκαίνω) βάσκανος
1. προξενώ σε κάποιον κακό με το βλέμμα, ματιάζω
2. φθονώ
αρχ.
1. κακολογώ, κατηγορώ
2. κάνω σε κάποιον κακό από φθόνο.

Greek Monotonic

βασκαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. ἐβάσκηνα, -ᾱνα — Παθ. αόρ. αʹ ἐβασκάνθην.
I. 1. με αιτ., ονειδίζω, ψέγω, κακολογώ, μέμφομαι, σε Δημ.
2. με δοτ., ζηλεύω, φθονώ, εχθρεύομαι, κρατώ κακία, στον ίδ.
II. μαγεύω με ξόρκια — Παθ., ὡς μὴ βασκανθῶ (υποτ. αόρ. αʹ), ώστε να μη μαγευθώ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βασκαίνω:
1) околдовывать Arst., Theocr., Plut.;
2) завистливо глядеть, завидовать (τινί Dem.; τινί τινος и ἐπί τινι Luc.);
3) клеветать, поносить, чернить (τινά Dem., Diod.).

Middle Liddell


I. c. acc. to slander, malign, belie, disparage, Dem.
2. c. dat. to envy, grudge, Dem.
II. to bewitch, by means of spells: Pass., ὡς μὴ βασκανθῶ (aor1 subj.) that I be not bewitched, Theocr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βασκαίνω βάσκανος
1. beheksen :. ὡς μὴ βασκανθῶ opdat ik niet behekst werd Theocr. Id. 6.39.
2. belasteren :. βασκαίνειν γὰρ εἰώθασί με ἐπὶ παντί zij zijn gewoon mij om alles te belasteren Men. Asp. 153.
3. benijden, misgunnen :. ἐτάκευ βασκαίνων jij smolt van afgunst Theocr. Id. 5.13; οἱ βασκαίνοντες de rivalen Plut. Pomp. 29.1.