ὀλισθάνω
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
(also ὀλισθ-αίνω Arist.Pr.936a15, 939a26, A.R.1.377, etc., but never in good Att.): fut.
A ὀλισθήσω LXXPr. 14.19, Nonn.D.36.458 : pf. ὠλίσθηκα Hp.Art.57, 65 : plpf. ὠλισθήκειν (v. infr. 11.1) : aor. ὠλίσθησα AP9.125, Str.Chr.4.8 (p.476 Kr.), etc. ; 3pl. ὠλίσθησαν Nic.Fr.74.51 (codd. Ath., ὠλίσθηναν cj. Schn.) ; part. fem. ὀλισθήνασα Id.Al.89: but in classical Att. always aor. 2 ὤλισθον, part. ὀλισθών, inf. ὀλισθεῖν (Hom. only in Il., in Ep. 3sg. ὄλισθε, v. infr.) :—slip, fall upon a slippery path, ἔνθ' Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Il.23.774 ; ἐκ δέ οἱ ἧπαρ ὄλισθεν his liver fell from him, 20.470 ; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε he slipped from... S.El.746 ; ὀ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Arist.Mech. 854a19 ; νηὸς ὀλισθών AP9.267 (Phil.) ; ὐ. εἴσω, ἔξω, of a bone, slip out of the socket on one side or the other, Hp.Fract.14,37 ; θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει slips, loses its force, S.Fr.960 : metaph., ὀ. εἰς νοῦσον AP7.233 (Apollonid.); ἐς Ἅιδου IG14.1642 ; in moral sense, make a slip, Ar.Ra.690 ; in literary sense, εἰς τερατώδεις ὀ. ἀναπλασμούς Metrod.Herc.831.5. 2 slip or glide along, ὀ. ἐν τῷ λάβδα ἡ γλῶττα Pl.Cra.427b ; βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Theoc.25.230. II causal, sprain by slipping, ὠλισθήκει τὸν γλουτόν Philostr.V A3.39, cf. Gym.14. 2 make to slip, τὰς διανοίας LXXSi.3.24.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλισθάνω: (ὡσαύτως -αίνω Ἀριστ. Προβλ. 24. 1. 25. 11, Πολύβ., κλ., ἀλλ’. οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1398, Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 491, ἂν καὶ σποράδην εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων ὡς ἐν Πλάτ. Λύσ. 216C)· - μέλλ. ὀλισθήσω Ἑβδ. Νόνν.· -πρκμ. ὠλίσθηκα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823 ἐν τέλ. 829 ἐν τέλ.· - ἀόρ. α΄ ὠλίσθησα, Ἀνθ. Π. 9. 125, Στράβ., κτλ.· μετοχ. θηλ. ὀλισθήσασα, Νικ. Ἀποσπ. 2. 55 (ὅπερ πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ ὀλισθήνασα. ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 89), πρβλ. Λοβ. Φρύν. 742· ἀλλὰ τοῖς δοκίμοις ἀείποτε ἀόρ. β΄ ὤλισθον: μετοχ. ὀλισθών: ἀπαρ. ὀλισθεῖν· - ὁ Ὅμ. χρῆται τῇ λέξει μόνον ἐν τῇ Ἰλ., κατὰ γ΄ ἑν. πρόσωπον τοῦ ἀορ. β΄ ὄλισθε, ἄνευ αὐξήσ· (ἴδε ἐν τέλ.) «Γλιστρῶ», ἔνθ’ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων Ἰλ. Ψ. 774· ἐκ δὲ οἱ ἧπαρ ὄλισθε, ἔπεσε τὸ ἧπαρ ἐξ αὐτοῦ, Υ. 470· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, ἐγλύστρισεν ἐκ. Σοφ. Ἠλ. 746· οὕτως, ὀλ. τῆς χειρὸς ὁ σίδηρος Ἀριστ. Μηχαν. 21, 1.· νηὸς ὀλισθὼν Ἀνθ. Π. 9. 267· ὀλ. εἵσω, ἔξω, ἐπὶ ὀστοῦ ἐξερχομένου ἐκ τοῦ ἁρμοῦ πρὸς τὰ ἔσω ἢ πρὸς τὰ ἔξω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 762, 776· - θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει, «γλιστρᾷ», χάνει τὴν δύναμίν του, Σοφ. Ἀποσπ. 963· - μεταφορ., ὀλ. εἰς νοῦσον Ἀνθ. Π.7. 233· ἐς Ἅιδου Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 587· ἐκ ζωῆς αὐτόθ. 155· καὶ ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πίπτω, ἁμαρτάνω, Ἀριστοφ. Βάτρ. 690. 2) «γλιστρῶ», τρέχω εὐκόλως, ῥέω, ἡ γλῶττα ὀλ. ἐν τῷ λάβδᾳ Πλάτ. Κρατ. 427Β· βέλος διὰ σαρκὸς ὄλισθεν Θεόκρ. 25. 230. ΙΙ. Μεταβ. κατ’ ἐνεστ., ἐξαρθρῶ, στραγγουλίζω δι’ ὀλισθήματος, ὠλισθήκει τὸν γλουτὸν Φιλόστρ. 129. 2) κάμνω νὰ ὀλισθήσῃ τις, τινὰ Νείλου Παραινέσ. 50. (Ἴσως ἐκ τῆς √ΛΙΣ, λισσός, λεῖος, ὥστε τὸ ὁ- εἶναι εὐφων. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
French (Bailly abrégé)
f. ὀλισθήσω, ao.2 ὤλισθον, postér. ao. ὠλίσθησα, pf. ὠλίσθηκα;
glisser, tomber en glissant : ἐξ ἀντύγων SOPH glisser du rebord d’un char.
Étymologie: p. *ὀγλισθάνω, du th. ὀγλιτ-, γλιτ- ; cf. lat. glisco.
English (Autenrieth)
aor. 2 ὄλισθε: slip, slip and fall, fall. (Il.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω: αόρ. βʹ ὤλισθον, Επικ. ὄλισθον· μέλ. ὀλισθήσω, αόρ. αʹ ὠλίσθησα, παρακ. -ηκα είναι μεταγεν.·
1. γλιστρώ, γλιστρώ και πέφτω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐξ ἀντύγων ὤλισθε, γλίστρησε και έπεσε από το άρμα, σε Σοφ.· μεταφ., διαπράττω σφάλμα, αμαρτάνω, σε Αριστοφ.
2. γλιστρώ, τρέχω εύκολα, ρέω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθάνω: Plut. ὀλισθαίνω λίσπος и λισσός (fut. ὀλισθήσω, aor. 2 ὤλισθον - эп. ὄλισθον; поздн. aor. 1 ὠλίσθησα, pf. ὠλίσθηκα) скользить: ὄλισθε θέων Hom. (Эант) поскользнулся на бегу; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε Soph. (Орест) скатился с колесницы; ὀλισθεῖν ἐπ᾽ ἰσχίον Anth. (поскользнувшись), упасть на бедро; ὀλισθεῖν εἰς νοῦσον Anth. заболеть.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to slide, to slip, to glide (Att.).
Other forms: -αίνω (Arist., hell.), aor. ὀλισθ-εῖν (Il.), -ῆσαι (Hp., hell.), -ῆναι (Nic.), 2. sg. ὤλισθας (epigr. Ia--Ip), fut. ὀλισθήσω (hell.), perf. ὠλίσθηκα (Hp.).
Compounds: Often with prefix, e.g. ἀπ-, δι-, ἐξ-, κατ-, ὑπ-.
Derivatives: 1. Verbal subst.: ὀλίσθ-ημα n. fall, sprain (Hp., Pl.), -ησις (also ἀπ-, κατ-, περι-) f. slipping, spraining (medic., Plu.); on the meaning-difference between ὀλίσθ-ημα and -ησις Holt Les noms d'action en -σις 138; backformation ὄλισθος m. lubricity (Hp., hell.), also name of a slippery fish (Opp.; Strömberg Fischnamen 28). 2. Verbal adj.: ὀλισθ-ηρός slippery, (Pi., IA), -ήεις id. (AP; poet. formation cf. Schwyzer 527), -ανωτέρα id. (nom. f. sg.; Gal,; rather from ὀλισθάνω than with Thumb IF 14, 346 f. from ὄλισθος), ὀλισθός id. (Hdn. Gr. 1, 147; prob. first to ὄλισθος w. accentshift), -ητικός making slippery (Hp.). -- On its own stands ὀλισθράζω = ὀλισθάνω (Epich., Hp. ap. Gal. 19, 126) as if from *ὄλισθρος, cf. ὀλιβ(ρ)άξαι from ὀλιβρός (s.v.).
Origin: IE [Indo-European] [960] *s(h₃)lidʰ- glide
Etymology: The themat. root-aorist ὀλισθεῖν, from which all other forms derive, direct or indirectly, and whose function as aorist was perh. connected with the rise of the present in -άνω (to which later -αίνω; Schwyzer 748 with Brugmann Grundr.2 II: 3, 365), recalls -δαρθεῖν (: δαρ-θάνω), αἰσθέσθαι ( : αἰσθάνομαι) and can like this contain an enlarging IE dh-element with Gr. σθ from dh-dh. As source of σθ however, also IE dh-t can be considered, with βλαστεῖν ( : βλαστάνω), ἁμαρτεῖν ( : ἁμαρτάνω) as parallel (Schwyzer 703f.). -- Orig.. *ὀλιθ-, with prothet. ὀ- can well be sompared with a verb for glide, shove in Germ. and Balt., e.g. OE slīdan (NEngl. slide), MHG slīten, Lith. slýs-ti, pret. slýd-au (with second. y beside slidùs smooth, slippery). Here further isolated nouns in Slav. and Celt.: OCS slědъ, Russ. sled m. trace (IE *sloidh-o-), NIr. slaod gliding mass (formation unclear). Also the not certainly interpreted Skt. srédhati about stumble, make a mistake may belong here. When we analyse as sli-dh- (cf. Benveniste Origines 192) also ὀλιβρόν etc. may be connected, s. v. Furher forms w. lit. in WP. 2, 707f., Pok. 960f., Vasmer s. sled, Fraenkel s. slidùs. S. also 1. λοῖσθος.
Middle Liddell
1. to slip, slip and fall, Il.; ἐξ ἀντύγων ὤλισθε he slipped from the chariot, Soph.:—metaph. to make a slip, Ar.
2. to slip or glide along, Theocr.
Frisk Etymology German
ὀλισθάνω: (att.),
{olisthánō}
Forms: -αίνω (Arist., hell. u. sp.), Aor. ὀλισθεῖν (seit Il.), -ῆσαι (Hp., hell. u. sp.), -ῆναι (Nik.), 2. sg. ὤλισθας (Epigr. Ia—Ip), Fut. ὀλισθήσω (hell. u. sp.), Perf. ὠλίσθηκα (Hp. u.a.),
Grammar: v.
Meaning: ‘gleiten, aus-, weggleiten’.
Composita : oft mit Präfix, z.B. ἀπ-, δι-, ἐξ-, κατ-, ὑπ-,
Derivative: Davon 1. Verbalsubst. : ὀλίσθημα n. Fall, Verrenkung (Hp., Pl. u.a.), -ησις (auch ἀπ-, κατ-, περι-) f. das Ausgleiten, Verrenken (Mediz., Plu. u.a.); zur Bed.verschiedenheit zw. ὀλίσθημα und -ησις Holt Les noms d’action en -σις 138; Rückbildung ὄλισθος m. Schlüpfrigkeit (Hp., hell. u. sp.), auch als N. eines schlüpfrigen Fisches (Opp.; Strömberg Fischnamen 28). 2. Verbaladj.: ὀλισθηρός schlüpfrig, glatt (Pi., ion. att.), -ήεις ib. (AP; dichterische Bildung. vgl. Schwyzer 527), -ανωτέρα ib. (Nom. f. sg.; Gal,; eher von ὀλισθάνω als mit Thumb IF 14, 346 f. von ὄλισθος), ὀλισθός ib. (Hdn. Gr. 1, 147; wohl zunächst zu ὄλισθος m. Akz.-verschiebung), -ητικός glatt machend (Hp.). — Für sich steht ὀλισθράζω = ὀλισθάνω (Epich., Hp. ap. Gal. 19, 126) wie von *ὄλισθρος, vgl. ὀλιβ(ρ)άξαι von ὀλιβρός (s.d.).
Etymology : Der themat. Wz.-aorist ὀλισθεῖν, von dem alle übrigen Formen direkt od. indirekt ausgehen und dessen Funktion als Aorist vielleicht mit dem Aufkommen des Präsens auf -άνω (wozu später -αίνω) zusammenhing (Schwyzer 748 mit Brugmann Grundr.2 II: 3, 365), erinnert an -δαρθεῖν (: δαρθάνω), αἰσθέσθαι ( : αἰσθάνομαι) und kann wie diese ein erweiteredes idg. dh-Element enthalten mit gr. σθ aus dh-dh. Als Quelle von σθ kommt aber auch idg. dh-t in Betracht, wobei sich βλαστεῖν ( : βλαστάνω), ἁμαρτεῖν ( : ἁμαρτάνω) zum Vergleich melden (Schwyzer 703f.). — Urspr. *ὀλιθ- reiht sich mit prothet. ὀ- unschwer an ein Verb für ‘gleiten, rutschen im Germ. und Balt., z.B. ags. slīdan (nengl. slide), mhd. slīten, lit. slýs-ti, Prät. slýd-au (mit sekund. y neben slidùs glatt, schlüpfrig). Dazu isolierte Nomina im Slav. und Kelt.: aksl. slědъ, russ. sled m. Spur (idg. *sloidh-o-), nir. slaod gleitende Masse (Bildung unklar). Auch das nicht sicher gedeutete aind. srédhati etwa straucheln, fehlgehen mag hierhergehören. Bei Zerlegung in sli-dh- (vgl. Benveniste Origines 192) läßt sich auch ὀλιβρόν usw. einbeziehen, s. d. Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 707f., Pok. 960f., Vasmer s. sled, Fraenkel s. slidùs. S. auch 1. λοῖσθος.
Page 2,377