διανέμω

From LSJ
Revision as of 18:37, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανέμω Medium diacritics: διανέμω Low diacritics: διανέμω Capitals: ΔΙΑΝΕΜΩ
Transliteration A: dianémō Transliteration B: dianemō Transliteration C: dianemo Beta Code: diane/mw

English (LSJ)

late fut.    A -νεμήσω App.BC5.3: aor. διένειμα X.Cyr.4.5.45, etc.; aor. regul. -ένειμα, but inf. διανεμῆσαι Did.in D.9.21: pf. -νενέμηκα X.Cyr.4.5.45:—distribute, apportion, τοῖς μὲν τιμάς, τοῖς δὲ ἀτιμίας Pl.Lg.830e, etc.; ἐπὶ τὰ αὑτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα Id.Tht.194d; δ. μέρη divide into portions, Id.Lg.756c, cf. Ti.35b; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Id.Lg.758e; δ. ἑαυτόν distribute oneself among friends, Arist.EN1171a3; δ. ἴσον αὑτόν [ὁ Πλοῦτος] Ar.Pl. 510; ὁ διανέμων the distributor, Arist.EN1136b26; assign, Pl.Cra. 430b, Arist.Cael.306b31:—Med., divide among themselves, τὰ κοινά And.1.135; τὴν ἀρχήν Pl.Grg.523a; δ. τὰ τῶν πλουσίων Arist.Pol. 1281a15; also διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς Pl.Com.153.2:—Pass., δ. εἰς τὸν λαόν to be spread abroad, Act.Ap.4.17.    II set in order, govern, ἄστυ Pi.P.4.261, cf. 8.62.

German (Pape)

[Seite 592] (s. νέμω), 1) vertheilen, Plat. u. Folgde, bes. τινί τι, z. B. τὰ δίκαια καὶ ὅσια ὀρθῶς πᾶσι Polit. 301; auch ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα, auf, Theaet. 194 d; Min. 321 c; τριχῇ τὸ στράτευμα Gorg. 464 c; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Legg. VI, 758 e; εἴς τι, Tim. 55 d; auch γῆ δὲ καὶ οἰκήσεις ὡσαύτως τὰ αὐτὰ μέρη διανεμηθήτων, sollen in eben so viel Theile getheilt werden, Legg. V, 737 e; vgl. Tim. 35 b. – 2) verwalten, ἄστυ, ναόν, Pind. P. 4, 261. 8, 65. – Med., unter sich vertheilen, sich in etwas theilen, Her. 8, 128; Plat. Gorg. 523 a u. Folgde, z. B. Plut. Them. 4; aber διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς, sie theilten sich in zwei Theile, Plat. com. bei Schol. Blat. p. 314.

Greek (Liddell-Scott)

διανέμω: μέλλ. -νεμῶ· πρκμ. -νενέμηκα· - διαμοιράζω, κατ’ ἀναλογίαν παρέχω, τινί τι Ἀριστοφ. Πλ. 510, Πλάτ. Νόμ. 830Ε, κτλ.· τι ἐπί τι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 194D· δ. μέρη, διαμοιράζω εἰς μέρη, ὀ αὐτ. Νόμ. 756Β, πρβλ. Τιμ. 35C, καὶ ἴδε ἐν λ. διακρίνω· ἀλλ’ ὡσαύτως, δ. κατὰ μέρη ὀ αὐτ. Νόμ. 758Ε· δ. ἑαυτόν, διαμοιράζει ἑαυτὸν μεταξὺ πολλῶν φίλων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 10, 4· ὁ διανέμων, ὁ διανομεύς, ὁ αὐτ. 5. 9, 10. - Μέσ., διαμοιράζω ἀμοιβαίως· πληθ., μοιραζόμεθα μεταξύ μας, Ἀνδοκ. 17. 38, Πλάτ. Γοργ. 523Α, κτλ.· δ. τὰ τῶν πλουσίων Ἀριστ. Πολ. 3. 10, 2· ὡσαύτως, διανειμάμενοι δίχ’ ἑαυτούς Πλάτ. Κωμ. Συμμ. 2· πρβλ. ψῆφος Π. 4. - Παθ., δ. εἰς τὸν λαόν, διαδίδομαι μεταξὺ τοῦ λαοῦ, Πράξ. Ἀποστ. δ’ , 17. ΙΙ. βάλλω εἰς τάξιν, κυβερνῶ, ἄστυ Πίνδ. Π. 4. 465, πρβλ. 8. 90.

French (Bailly abrégé)

f. διανεμῶ, etc.
partager, distribuer : δ. τινί τι attribuer à qqn une part de qch ; fig. δ. ἑαυτόν ARSTT se partager (entre des amis);
Moy. διανέμομαι partager entre soi.
Étymologie: διά, νέμω.

English (Slater)

διανέμω
   1 govern ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας (P. 4.261) τὺ δ, Ἑκαταβόλε, πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων Πυθῶνος ἐν γυάλοις (P. 8.62)

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ind. tard. διανεμήσω Sm.Ps.59.8, part. διανεμήσων App.BC 5.3]
I tr., c. ac. de cosa y gener. dat. de pers.
1 distribuir entre τὸν σῖτον ... ἅπασιν Th.3.27, τοῖς μὲν τιμάς, τοῖς δὲ καὶ ἀτιμίας Pl.Lg.830e, ἀργύριον ... τοῖς Ἀθηναίοις Theopomp.Hist.99, cf. Isoc.4.153, 8.79, τὰ στρατιωτικὰ τοῖς οἴκοι μένουσι D.3.11, αὐτοῖς τὴν οὐσίαν D.43.19, cf. 14.21, Hdn.7.8.9, ἅπασιν ... τὸ ποτόν Luc.Icar.7, τήν τε γῆν αὐτοῖς App.l.c., τὰ ... ἄλλα κρέα ... τοῖς δραμοῦσι τὴν λαμπάδα ICos ED 145.60 (II a.C.), τὸν δὲ βοῦν ὅταν θύσωσιν διανεμέτωσαν τοῖς συμπομπεύσασιν IM 98.55 (II a.C.), κρεῶν συσσίτοισι ... μοίρας Babr.106.12, cf. D.S.2.16, τοῖς πολείταις ... δηνάριον ἕν IEphesos 21.1.29 (II d.C.), (φθόγγους) τοῖς μὲν τοῦ ζῳδιακοῦ τόποις διανέμοντες distribuyendo (los sonidos) entre las regiones del zodíaco Aristid.Quint.122.23
repartir c. ac. εἰ γὰρ ὁ Πλοῦτος ... διανείμειέν τ' ἴσον αὑτόν pues si Pluto (la riqueza) se repartiera a sí mismo por igual Ar.Pl.510, (τάδε) ref. un botín de guerra, X.Cyr.4.5.45, γῆν X.Mem.4.7.2, τὴν ὄρνιν Aesop.306, διανεμήσω Σίκιμα Sm.l.c., en v. pas., de unos prisioneros ληφθέντες διενεμήθησαν X.HG 7.4.27, cf. Plu.Fab.10, κοινὰ ταῦτ' οὐκ ἠξίουν διανέμεσθαι Did.in D.9.21
fig. ὅτι δ' οὐχ οἷόν τε πολλοῖς συζῆν καὶ διανέμειν αὑτόν, οὐκ ἄδηλον es evidente que uno no puede convivir ni repartirse entre muchos Arist.EN 1171a3, τὸ ἅγιον πνεῦμα ... διανενεμημένον κατὰ τὴν ... περιγραφὴν ἀπεριγράφως Clem.Al.Strom.6.15.120
c. gen. partit. hacer el reparto τῶν ἀνθῶν D.Chr.30.31, ὁ διανέμων el distribuidor Arist.EN 1136b26, εἱς ἃ (σχήματα) μάλιστα βλέψαντες οὕτω διένειμαν Arist.Cael.306b31
en v. med. c. ac. repartirse τὰ χρήματα Hdt.3.57, τὰ κοινά And.Myst.135, τὴν γῆν ... τὰ κτήματα ... καὶ τὸ ἀργύριον Is.7.31, τὰ τῆς πόλεως Isoc.8.13, cf. Anaximen.Rh.1422b15, τὴν ἀρχήν Pl.Grg.523a, cf. Arist.Rh.1365b32, τὰ τῶν πλουσίων Arist.Pol.1281a15, διανειμάμενοι δίχ' ἑαυτούς Pl.Com.168.2, τὴν ... χώραν Hyp.Epit.17, τὰς γυναῖκας Plb.28.14.4
en v. med. c. πρός y ac. de pers. repartirse con τὰς μὲν (πόλεις) Ἀκαρνάνων ... πρὸς Ἀλέξανδρον Plb.2.45.1
en v. med. c. διά y gen. ὅπως τὰ πατρῷα διὰ πλειόνων διανείμωμαι con el resultado de multiplicar los copartícipes de la herencia Is.12.4.
2 asignar ἔστι διανεῖμαι ... τὰ μιμήματα ... τοῖς πράγμασιν en la teoría semán., Pl.Cra.430b, cf. Philostr.VS 580, (τὰ σημεῖα) διανέμουσιν ἐπὶ τὰ αὑτῶν ἕκαστα ἐκμαγεῖα asignan las huellas a cada una de sus correspondientes improntas Pl.Tht.194d, ποιήσασαν τὰς δημοτελεῖς θυσίας καὶ διανείμασαν τῇ βουλῇ καὶ τῇ γερουσίᾳ IEphesos 987.20, 988.23 (ambas I a./d.C.), en v. pas. τοῖς φύλαξιν οἰκήματα διανενεμημένα Th.3.21.
3 propagar, difundir ὡς τροφὴν διανέμων τὸν Λόγον Ast.Am.Hom.8.20.3.
4 dividir c. indicación de las partes o la medida μέρη δ. τέτταρα dividir en cuatro partes Pl.Lg.756c, cf. 737e, c. dos ac. ὅλον τοῦτο μοίρας ὅσας προσῆκεν διένειμεν Pl.Ti.35b, τοὺς ἐπιβάλλοντας κατὰ τὸ πλῆθος ἴσους ἐπὶ πάντα τὰ μέρη διένειμαν Plb.6.24.4, c. εἰς y ac. τοὺς δὲ ... διανεμεῖν εἰς τὰς ... τάξεις D.S.19.25, τὸ ... πλῆθος εἰς πέντε φυλάς D.S.5.48, en v. pas. ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται Pl.Lg.758e, λίθοι ... διανεμηθέντες εἰς τέσσαρας στοίχους ἐκ τριῶν las piedras repartidas en cuatro filas de tres Ph.2.153.
5 administrar, regir, gobernar ἄστυ Pi.P.4.261, ναόν Pi.P.8.62.
II intr., en v. med.-pas. repartirse, propagarse c. εἰς y ac. ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν para que no se propague cada vez más entre el pueblo la noticia de un milagro Act.Ap.4.17, cf. Hsch.

English (Strong)

from διά and the base of νόμος; to distribute, i.e. (of information) to disseminate: spread.

English (Thayer)

1st aorist passive διενεμεθην; to distribute, divide, (Aristophanes, Xenophon, Plato, and following): passive εἰς τόν λαόν, to be disseminated, spread, among the people, Acts 4:17.

Greek Monolingual

(AM διανέμω) νέμω
1. μοιράζω, διανέμω, κατανέμω
2. επιδίδω, δίνω στους παραλήπτες (έγγραφα, προσκλητήρια κ.λπ.)
αρχ.
1. παρέχω κατ' αναλογίαν
2. διαιρώ, χωρίζω σε τμήματα
3. ταξινομώ, τακτοποιώ.

Greek Monotonic

διανέμω: μέλ. -νεμῶ, παρακ. —νενέμηκα· διαμοιράζω, καταμερίζω, τί τινι, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Μέσ., μοιραζόμαστε ανάμεσά μας, σε Πλάτ., Αριστ. — Παθ., απαρ. αορ. αʹ διανεμηθῆναι, μεταδίδομαι, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

διανέμω: (fut. διανεμῶ, aor. διένειμα)
1) разделять, распределять, раздавать (τινί τι Arph., Plat., Plut. и τι ἐπί τι Plat.; τὰς ἀρχὰς κατ᾽ ἀξίαν Arst.): δ. μέρη и κατὰ μέρη Plat. делить на части; med. делить или распределять между собой (τὴν ἀρχήν Plat.; τὰ δημόσια Arst.; τὴν χώραν καὶ τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλους Plut.);
2) управлять, править (ἄστυ Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-νέμω act. verdelen, toedelen, geven, met acc.; met acc. en dat. of πρός + acc.:; δ. τὰ μιμήματα τοῖς πράγμασιν de afbeeldingen met de dingen verbinden Plat. Crat. 430b; διανέμων... τὰς ἀρίστας τοῖς ἀρίστοις terwijl hij de beste vrouwen aan de beste mannen toedeelde Plut. Alex. 70.3; pass., met εἰς + acc.:; εἰς τούτους τοὺς κλήρους... ἅπαντες διενενέμηντο allen waren door het lot bedeeld met die plaatsen Plat. Crit. 119a; met κατά + acc.:; ἡ χώρα κατὰ δώδεκα μέρη διανενέμηται het land is in twaalf delen verdeeld Plat. Lg. 748e 3; abs., ptc. subst.: ὁ διανέμων de toedeler Aristot. EN 1136b26. verspreiden:. εἰς τὸν λαόν (een gerucht) onder het volk NT Act. Ap. 4.17. uitbr. besturen. med. (onder elkaar) verdelen; met ἐν + dat.: διενείμαντο τὴν σύμπασαν ἀρχὴν ὥσπερ οὐσίαν πατρῴαν ἐν ἀλλήλοις zij verdeelden het hele rijk onder elkaar alsof het hun erfenis was Plut. Ant. 19.2.

Middle Liddell

fut. -νεμῶ perf. -νενέμηκα
to distribute, apportion, τί τινι Ar., Plat.:—Mid. to divide among themselves, Plat., Arist.:—Pass., aor1 inf. διανεμηθῆναι to be spread abroad, NTest.

Chinese

原文音譯:dianšmw 笛阿-尼摩
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-適用的
字義溯源:散佈,分發,傳揚;由(διά)*=通過)與(νόμος)=律法,分出)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 傳揚(1) 徒4:17