νεφρικός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ή, όν, A f.l. for νεφριτικός, Dsc. 1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νεφρικός: -ή, -όν, = νεφριτικός, Διοσκ. 1, 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεφρικός, -ή, -όν) νεφρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεφρούς
νεοελλ.
φρ. α) «νεφρική ανεπάρκεια»
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία οι νεφροί δεν μπορούν να απεκκρίνουν από τον οργανισμό όλες τις τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τον μεταβολισμό
β) «νεφρικός αδένας»
ζωολ. ο πρωτόγονος νεφρός τών μαλακίων
γ) «νεφρικές αρτηρίες» — δύο κλάδοι της κοιλιακής αορτής που εισέρχονται στους νεφρούς και φέρνουν αίμα σε αυτούς
δ) «νεφρικοί κάλυκες» — ινομυώδεις προσεκβολές της νεφρικής πυέλου προς το νεφρικό παρέγχυμα για τη συγκέντρωση τών ούρων στην πύελο
ε) «νεφρική φλέβα» — αγγείο που απάγει το αίμα από τον νεφρό
στ) «νεφρικό πλέγμα»
ανατ. σύμπλεγμα κλάδων του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εξαπλώνεται και νευρώνει τους νεφρούς και τα εξαρτήματά τους
ζ) «νεφρική πύελος» — κοιλότητα που σχηματίζεται από διεύρυνση του ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσία
η) «νεφρικό συλλεκτικό σωληνάριο»
βιολ. καθένα από τα επιμήκη σωληνάρια τών νεφρών που συγκεντρώνουν και μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρώνες σε μεγαλύτερους αγωγούς οι οποίοι εκβάλλουν, με τους νεφρικούς κάλυκες, στη νεφρική πύελο και μέσω του ουρητήρα οδηγούν τα ούρα στην ουροδόχο κύστη, αλλ. αγωγός του Μπελίνι
θ) «νεφρικό σωληνάριο»
βιολ. σωληνοειδές τμήμα του νεφρώνα το οποίο αποτελείται από τέσσερα διαδοχικά μέρη, ένα από τα οποία είναι τα συλλεκτικά νεφρικά σωληνάρια
μσν.
(για φυτό) αυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για τα νεφρά («κορίζιον νεφρικόν», Ορνεοσ. αγρ.).