περιτροπέω

From LSJ
Revision as of 16:51, 25 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτροπέω Medium diacritics: περιτροπέω Low diacritics: περιτροπέω Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΠΕΩ
Transliteration A: peritropéō Transliteration B: peritropeō Transliteration C: peritropeo Beta Code: peritrope/w

English (LSJ)

Ion. and Ep. form of περιτρέπω : I intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.2.295. II trans., turn from all sides to a centre, round up, drive in, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od. 9.465; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων shepherding them about, h.Merc. 542.

German (Pape)

[Seite 597] ep. Nebenform von περιτρέπω, intrans., sich im Kreise drehen, ἡμῖν δ' εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς ἐνθάδε μιμνόντεσσι, Il. 2, 295, = περιπλόμενος, das neunte Jahr im Kreislaufe der Zeit umrollend; μῆλα πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, Od. 9, 465, uns vielfach nach allen Seiten wendend, viele Umwege machend, trieben wir die Schaafe fort; u. so c. accus., περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, sich nach allen Seiten hinwendend zu den Geschlechtern der Menschen, H. h. Merc. 542, u. einzeln bei sp. D., vgl. Lob. zu Phryn. 590.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροπέω: Ἰων. καὶ Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ περιτρέπω· Ι. ἀμεταβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, περοδικῶς ἐπανερχόμενος, Ἰλ. Β. 295. ΙΙ. μεταβ., τρέπω τι ἐκ τῶν πέριξ πρός τι κέντρον, περισυνάγω, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Ὀδ. Ι. 465· περιτροπέων φῦλ’ ἀνθρώπων, ἐλαύνων τῇδε κἀκεῖσε, περιπλέκων αὐτούς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542· πρβλ. περιτροπάδην.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés. περιτροπέων;
1 tourner tout autour, accomplir sa révolution en parl. du temps;
2 tourner en tous sens ou à travers, parcourir.
Étymologie: περίτροπος.

English (Autenrieth)

only part., intrans., revolving, Il. 2.295; turning often about, Od. 9.465.

Greek Monotonic

περιτροπέω: Επικ. τύπος του περιτρέπω·
I. αμτβ., περιτροπέων ἐνιαυτός, ανακυκλούμενος χρόνος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., συγκεντρώνω από παντού ολόγυρα, πολλὰ (μῆλα) περιτροπέοντες ἐλαύνομεν, σε Ομήρ. Οδ.· περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων, τους μπερδεύω, τους περιπλέκω, σε Ομήρ. Ύμν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτροπέω [περιτρέπω] ep. ptc. praes. περιτροπέων met acc. van alle kanten bijeendrijven:. τὰ μῆλα... πολλὰ περιτροπέοντες ἐλαύνομεν ze telkens bijeendrijvend dreven wij de schapen in groten getale weg Od. 9.465. intrans. ronddraaien:. εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός het is het negende jaar dat verstrijkt Il. 2.295.

Russian (Dvoretsky)

περιτροπέω: (только part. praes.) совершать обход, кружить: πολλὰ περιτροπέοντες Hom. совершая много обходов, т. е. сильно кружа; περιτροπέων φῦλ᾽ ἀνθρώπων HH вращаясь в кругу людей; εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτός Hom. совершающий свое круговращение девятый год.

Middle Liddell

[epic form of περιτρέπω
I. intr., περιτροπέων ἐνιαυτός a revolving year, Il.
II. trans. to gather from all round, πολλὰ [μῆλα] περιτροπέοντες ἐλαύνομεν Od.; περιτροπέων φῦλ' ἀνθρώπων driving about, perplexing them, Hhymn.