τηλαυγής

From LSJ
Revision as of 19:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλαυγής Medium diacritics: τηλαυγής Low diacritics: τηλαυγής Capitals: ΤΗΛΑΥΓΗΣ
Transliteration A: tēlaugḗs Transliteration B: tēlaugēs Transliteration C: tilavgis Beta Code: thlaugh/s

English (LSJ)

ές, (τῆλε, αὐγή) A far-shining, far-beaming, πρόσωπον, of the sun, h.Hom.31.13; εἵματα, of the moon, ib.32.8; φάος, φέγγος, Pi.P.3.75 (Comp.), N.3.64; ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας, Ar.Av.1092 (lyr.), 1711; στέφανοι Pi.P.2.6; πρόσωπον θέμεν τ. to make it beam from afar, Id.O.6.4: metaph., τ. νοῦς luminous meaning, D.H.Th. 30; σαφεῖς καὶ τ. αἰτίαι Jul.Or.5.174d; λέξεις ἐπὶ τὸ -έστερον ἀχθεῖσαι Erot.Prooem. II of distant objects, far-seen, conspicuous, σκοπιή Thgn.550; κορυφά Pi.Pae.7.12; φᾶρος B.16.5; ὄχθος S.Tr. 524 (lyr.); of leprosy, LXX Le.13.4, al. III far-seeing, αἴσθησις, ψυχή, Hp.Ep.17,22 (Comp.). Adv. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρᾶν to see more clearly, D.S.1.50, cf. Str.17.1.30, Ph.1.540, Ev.Marc.8.25.--Poet. word, used in late Prose: δηλαυγῶς seems to be a different word.

German (Pape)

[Seite 1105] ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου πρόσωπον τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; φέγγος, N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον φάος, P. 3, 75; ὄχθος, Soph. Tr. 521; ἀκτίς, Ar. Av. 1092; ἀκτίνων σέλας, 1709; sp. D., δαλός, Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.

Greek (Liddell-Scott)

τηλαυγής: -ές, (τῆλε, αὐγὴ) ὁ λάμπων μακρὰν ἢ μακρόθεν, ἀκτινοβολῶν, τ. πρόσωπον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ὕμν. Ὁμ. 31. 13· τηλαυγέα εἵματα, ἐπὶ τῆς σελήνης, αὐτόθι 32. 8· φάος, φέγγος Πινδ. Π. 3. 135, Ν. 3. 113· ἀκτίς, ἀκτίνων σέλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1092, 1711· στέφανοι Πινδ. Π. 2. 10· ἀρχομένου δ’ ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, ἤτοι τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ ἐπίσημον» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 5· - μεταφορ., τ. νοῦς, πεφωτισμένος, διαυγής, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 30. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων μακρὰν κειμένων, μακρόθεν λάμπων, μακρόθεν φαινόμενος, σκοπιὴ Θέογν. 550· ὄχθος Σοφ. Τρ. 524, πρβλ. τηλεφανής. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -γῶς, τηλαυγέστερον ὁρῶ, βλέπω εἰς μακροτέραν ἀπόστασιν, Διόδ. 1. 50, πρβλ. Στράβ. 807· - σαφῶς, φανερῶς, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. η΄, 25. Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τηλαυγές· τηλέσκοπον. καθαρόν», - «τηλαυγές, λίαν λαμπρὸν» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille au loin ou de loin.
Étymologie: τῆλε, αὐγή.

English (Slater)

τηλαυγής
   1 far shining ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.4) ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν (P. 3.75) τηλαυγέσιν στεφάνοις (P. 2.6) τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν (N. 3.64) τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν (Pae. 7.12)

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που φέγγει σε μεγάλη απόσταση, αυτός που ακτινοβολεί, μακριά, που εκπέμπει το φως του από μακριά (α. «τηλαυγής φάρος» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον φάος», Πίνδ.
γ. «πρόσωπον τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. Ομ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. καθαρός, σαφής, καταφανής (α. «σαφεῑς καὶ τηλαυγεῑς αἰτίαι», Iουλ.
β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῦς οὕτως ἄν ἦν», Διον. Αλ.)
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται από μακριά, περίβλεπτος («ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκοπιῆς», Θέογν.)
2. αυτός που βλέπει κάτι από μακριά, που αισθάνεται κάτι από μακριά (α. «αἴσθησις τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.
β. «ψυχή τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)
3. φρ. «τηλαυγής λευκή» — στιλπνό στίγμα στο δέρμα ως σύμπτωμα της λέπρας (ΚΔ).
επίρρ...
τηλαυγῶς ΜΑ
καθαρά, με διαύγεια (α. «ἐὰν εἴπωμεν βασιλεύς, οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.
β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῡθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής).

Greek Monotonic

τηλαυγής: -ές (τῆλε, αὐγή
I. αυτός που λάμπει από μακριά, που ακτινοβολεί, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.
II. λέγεται για μακρινά πράγματα, αυτός που φαίνεται από μακριά, που λάμπει από μακριά, σε Θέογν., Σοφ.
III. επίρρ. τηλαυγῶς, σαφώς, φανερά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τηλαυγής:
1) далеко бросающий свой свет (πρόσωπον, sc. τοῦ Ἡλίου HH);
2) светлый, сияющий, лучезарный (φάος Pind.; ἀκτίνων σέλας Arph.);
3) далеко видный, ясный (ὄχθος Soph.).

Middle Liddell

τηλ-αυγής, ές τῆλε, αὐγή
I. far-shining, far-beaming, Hhymn., Ar.
II. of distant objects, far-seen, conspicuous, Theogn., Soph.
III. adv. -γῶς, clearly, distinctly, NTest.