φιλώ

From LSJ
Revision as of 13:51, 5 November 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

(I)
φιλάω, Ν
βλ. φιλώ (II).
(II)
φιλῶ, φιλέω, ΝΜΑ, και φιλώ, φιλάω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α φίλος
1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῖν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.)
2. μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι και φιλοῦμαι, φιλέομαι
ανταλλάσσω φιλί ή φιλιά με κάποιον (α. «φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη» β. «ἢν δ' ἦ οὕτερος ὑποδεέστερος ὁλίγῳ τὰς παρειὰς φιλέονται», Ηρόδ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφιλημένος, -η, -ο(ν)
(λόγιος τ.) αγαπητός, προσφιλής
νεοελλ.
1. (ενεργ. και μέσ.) α) συνευρίσκομαι ερωτικά, συνουσιάζομαι («όπου βρίσκει και φιλεί, μούντζες του κι αν παντρευτεί», παροιμ.)
β) (για ερπετό, ιδίως φίδι) δαγκάνω
γ) μτφ. i) έρχομαι σε επαφή, εφάπτομαι με κάτι («ο δρόμος ήταν στενός και έτσι τα αυτοκίνητα φιλήθηκαν»)
ii) ναυτ. φέρνω κάτι σε τέλεια επαφή με κάτι άλλο, εφαρμόζω κάτι με κάτι άλλο
2. φρ. «φιλώ κατουρημένες ποδιές» — βλ. ποδιά
3. παροιμ. «χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις φίλα το» — να υποκύπτεις στον εχθρό σου, όταν είσαι ανίσχυρος να τον βλάψεις
αρχ.
1. συμπαθώ, αγαπώ κάποιον («μάλα τους γε φιλεῖ ἑκάεργος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. επιθυμώ, θέλω («ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος», Μεν.)
3. φέρομαι με φιλοφροσύνη, με ευγένεια
4. (ιδίως) περιποιούμαι, φιλοξενώ κάποιον («ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι... φιλέειν καὶ τιέμεν», Ομ. Οδ.)
5. τρέφω έρωτα για κάποιον, είμαι ερωτευμένος με κάποιον («οὐκ ἔστ' ἐραστής, ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ», Ευρ.)
6. (σχετικά με πράγμ.) αποδέχομαι με ευχαρίστηση, επιδοκιμάζω, εγκρίνω («σχέτλια ἔργα φιλεῖν», Ομ. Οδ.)
7. (για πράγμ.) μού αρέσει κάτι («ἁσυχίαν δὲ φιλεῖ συμπόσιον», Πίνδ.)
8. (με απρμφ.) α) αγαπώ, αρέσκομαι να...
β) συνηθίζω να κάνω κάτι («φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις... ὕβριν», Αισχύλ.)
γ) (για πράγμ., γεγονός κ.λπ.) έχω την συνήθεια να... («αὔρα φιλέει πνέειν», Ηρόδ.)
δ) (με το γίγνεσθαι) συνηθίζω να συμβαίνω, συνήθως γίνομαι («ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποις φιλέει γίγνεσθαι», Ηρόδ.).