μαιμάω
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
(redupl., cf. Μάω), Ep. 3pl. μαιμώωσι, part. μαιμώων, -ώωσα, Hom. (v. infr.); Aeol. part. μαιμάεντι· ἐνεργῶς κινουμένῳ, Hsch.: Ep. aor. μαίμησα Il.5.670:—Poet. Verb (Hom. only in Il.), to be very eager, quiver with eagerness, μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Il.l.c.; μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες 13.75; περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν ib.78; μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ 15.742: metaph., of a spear, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα 5.661, cf. 15.542; δεινὸν μαιμώοντα Orac. ap. Hdt. 8.77: c. inf., λὶς μαιμώων χροὸς ἆσαι Theoc.25.253, cf. Lyc.529, etc.: not common in Trag., μαιμᾷ ὄφις the snake rages, A.Supp.895 (lyr.): c. gen., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου eager for murder, S.Aj.50 (unless φ. goes with ἐπέσχε) ; μαιμώωσαι ἐδητύος A.R.2.269: in late Prose, μαιμῶσα ἐπιθυμία Ph.1.305, cf. 1.391 (ap.POxy.1173):—Pass., ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο, prob. rushed into, were suddenly changed into, iron, D.P.1156.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. part. et 3ᵉ pl. ind. épq. μαιμώωσι et ao. poét. 3ᵉ sg. μαίμησε;
1 bondir, s'élancer ou s'agiter impétueusement;
2 fig. être agité d'un désir violent, bondir de désir : μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ IL et son cœur fut agité d'un désir violent ; αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα IL et la javeline s'enfonça impétueuse dans sa poitrine ; χεὶρ μαιμῶσα φόνου SOPH main avide de carnage.
Étymologie: R. Ma, tâter, chercher, avec redoublement ; cf. μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μαιμάω:
1 бушевать, вскипать, волноваться (μαίμησε δέ οἱ φιλον ἦτορ Hom.);
2 гореть желанием, жаждать (χεὶρ μαιμῶσα φόνου Soph.; λῖς αἰνὸς μαιμώων χροὸς ἆσαι Theocr.): αἰχμὴ μαιμώωσα Hom. стремительное копье.
Greek (Liddell-Scott)
μαιμάω: (κατ’ ἀναδιπλ. ἐκ τῆς √ΜΑ, μάω, πρβλ. παιφάσσω)· Ἐπικ. γ΄ πληθ. μαιμώωσι, μετοχ. μαιμώων, -ώωσα, Ὅμηρ.· Ἐπικ. ἀόρ. μαίμησα Ἰλ. Ε. 670· πρβλ. ἀναμαιμάω· - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν Ἰλ., εἶμαι λίαν πρόθυμος, προθυμοῦμαι, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, κινοῦμαι μετ’ ἀκράτου ἐπιθυμίας πρὸς ἐκεῖνο ὅπερ ἐπιθυμῶ, «λαχταρῶ», μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Ε. 670· μαιμώωσι πόδες καὶ χεῖρες, «μετὰ προθυμίας ὁρμῶσιν» (Σχόλ.), Ν. 75· περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσιν αὐτόθι 78· μαιμώων ἔφεπ’ ἔγχεϊ Ο. 742· καὶ μεταφ. ἐπὶ λόγχης, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα, ὡς τὸ λιλαιομένη, Ε. 661, πρβλ. Ο. 542· δεινὸν μαιμώοντα Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· καὶ οὕτως ὁ Θεόκρ. 25. 253 χρῆται αὐτῷ μετ’ ἀπαρ., λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, πρβλ. Λυκόφρ. 529, κτλ.· - σπάνιον παρὰ Τραγ., μαιμᾷ ὄφις, μαίνεται ἐξ ὀργῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 895· μετὰ γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, ὁρμῶσαν πρὸς φόνον, πρόθυμον εἰς..., Σοφ. Αἴ. 50· οὕτω, μαιμώωσαι ἐδητύος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 269. - Παθ., ἐς σίδηρον θύρσοι μαιμώοντο, πιθ., ὥρμησαν εἰς..., αἴφνης μετετράπησαν εἰς σίδηρον, Διον. Π. 1156.
English (Autenrieth)
μαιμώωσι, part. μαιμώωσα, aor. μαίμησα: strive or desire madly, rage; fig., αἰχμή, Il. 5.661.
Greek Monotonic
μαιμάω: (αναδιπλ. του *μάω), Επικ. γʹ πληθ. μαιμώωσι, μτχ. μαιμώων, -ώωσα, Επικ. αόρ. αʹ μαίμησα, είμαι πολύ ένθερμος, ασθμαίνω ή πάλλομαι από ζήλο, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, χέρι πρόθυμο για φόνο, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
verg. μωμαι, μαιομαι
Grammatical information: v.
Meaning: be eager, quiver with eagerness, rage (Il.),
Other forms: (μαιμάει, μαιμώωσι etc.), aor. μαιμῆσαι (E 670); enlarged form μαιμάσσω (LXX, AP), also μαιμώσσω (Nic.) and μαιμάζω (Ph.).
Compounds: also with ἀνα-, περι-, ἐπι-.
Derivatives: μαῖμαξ ταραχώδης H., μαιμάκτης, -ου m. "boisterous, stormy", of Zeus as god of the wind in Athens (Plu., Harp., H.; opposite μειλίχιος), also Μαιμακτήρ name of a month (Phocaia), with Μαιμακτηριών, -ῶνος m. id. (Att.; prob. first from *Μαιμακτήρια pl. name of a feast, s. v. Wilamowitz Glaube 1, 227 w. n. 2, Nilsson Gr. Rel. 1,111 w. n. 5, 396 w. n. 4); μαιμάχης ὑβριστής (Zonar.). Reduplicated intensive μαι-μά-ω with analogical aor. μαιμῆσαι. The original quantity of the middle syllable is not certain, cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 361 a. 2 and Bechtel Lex. s. v. The late μαιμάσσω can have a purely enlarging -(α)σσω (Schwyzer 733), but it can also contain the velar in μαι-μά-κ-της etc. (Debrunner IF 21, 217).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: With μαι-μά-ω one connects partly the short-vowel yot-present μά-ιο-μαι strive, partly the long-vowel verb μῶ-μαι, μῶ-σθαι; s. vv. with further connections. - Here also the semantically unclear ἀ-μαιμάκετος (with pleonastic(?) privative like ἀβέλ-τερος)?; cf. s. v. The reuplication can hardly be of IE origin; also the suffix -ακ- will be Pre-Greek.
Middle Liddell
[redupl. from*μάω]
to be very eager, pant or quiver with eagerness, Il.; c. gen., χεῖρα μαιμῶσαν φόνου a hand eager for murder, Soph.
Frisk Etymology German
μαιμάω: {maimáō}
Forms: (μαιμάει, μαιμώωσι usw.), Aor. μαιμῆσαι (Ε 670), erweiterte Form μαιμάσσω (LXX, AP), auch μαιμώσσω (Nik.) und μαιμάζω (Ph.).
Grammar: v.
Meaning: heftig verlangen, toben, stürmen (ep. poet. seit Il., auch sp. Prosa),
Composita: auch mit ἀνα-, περι-, ἐπι-,
Derivative: Davon μαῖμαξ· ταραχώδης H., μαιμάκτης, -ου m. "der Tobende", von Zeus als Gott des Windes in Athen (Plu., Harp., H.; Gegensatz μειλίχιος), auch Μαιμακτήρ N. eines Monats (Phokaia), mit Μαιμακτηριών, -ῶνος m. ib. (att.; wohl zunächst von *Μαιμακτήρια pl. Festname, s. v. Wilamowitz Glaube 1, 227 m. A. 2, Nilsson Gr. Rel. 1,111 m. A. 5, 396 m. A. 4); μαιμάχης· ὑβριστής (Zonar.). Redupliziertes Intensivum μαιμάω mit analogischem Aor. μαιμῆσαι. Die urspr. Quantität der Mittelsilbe ist nicht mit Sicherheit festzustellen, vgl. die Lit. bei Chantraine Gramm. hom. 1, 361 A. 2 und Bechtel Lex. s. v. Das späte μαιμάσσω kann ein rein erweiterndes -(α)σσω enthalten (Schwyzer 733) aber auch mit der Gutturalbildung in μαιμάκ-της usw. in Verbindung stehen (Debrunner IF 21, 217).
Etymology: Zu μαιμάω zieht man teils das kurzvokalische Jotpräsens μάιομαι streben, teils das langvokalische μῶμαι, μῶσθαι; s. dd. mit weiteren Anknüpfungen. — Hierher noch das semantisch unklare ἀμαιμάκετος (mit pleonastischem Privativ wie ἀβέλτερος) ?; vgl. s. v.
Page 2,159-160
German (Pape)
(*μάω, mit redupliziertem Stamm, wie παιφάσσω von φάω), heftig verlangen, trachten, streben; Hom. absol., μαίμησε δέ οἱ φίλον ἦτορ Il. 5.870, ἐμοὶ περὶ δούρατι χεῖρες ἄαπτοι μαιμῶσι, 13.78, greifen begierig nach dem Speere, μαιμώωσι δ' ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθεν, 75, μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ, 15.742, und von der Lanze selbst, αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα, 542, wie 5.661; wüten, μαιμᾷ πέλας δίπους ὄφις, Aesch. Suppl. 872, χεῖρα μαιμῶσαν φόνου, Soph. Aj. 50, und einzeln bei sp.D.; von der jagenden Artemis, δεινὸν μαιμώσαις ἐγκονέουσα κυσίν, Mnasalc. 5 (VI.268); μαιμώοντας, Opp. Hal. 5.375; μαιμώωσαι, Ap.Rh. 2.269; ἐς δὲ σίδηρον θύρσοι μαιμώωντο, sie strebten zum Eisen hin, verwandelten sich in Eisen, Dion.Per. 1156. – Auch bei Her. 8.77 steht δεινὸν μαιμώοντα im Orak. für »heftig begehren«, λῖς μαιμώων χροὸς ἆσαι, Theocr. 25.253. – Die Vetera Lexica erkl. ὀρέγεσθαι, ἐπιθυμεῖσθαι.