ἐννέωρος

From LSJ
Revision as of 09:00, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννέωρος Medium diacritics: ἐννέωρος Low diacritics: εννέωρος Capitals: ΕΝΝΕΩΡΟΣ
Transliteration A: ennéōros Transliteration B: enneōros Transliteration C: enneoros Beta Code: e)nne/wros

English (LSJ)

(cf. ὧρος), Ep. Adj. A in the ninth season: hence, 1 Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς . . ὀαριστής perhaps at nine years old or after nine years, Od.19.179, cf. Apollon.Lex.; Pl.Min.319b couples ἐ. ὀαριστής taking counsel with Zeus every ninth year. 2 nine years old, of the Aloidae, Od.11.311; βοῦς 10.19 (unless, = πενταέτηρος, ὧρος meaning a season, i.e. half-year, cf. Arist.HA575b6); σίαλοι Od.10.390; ἄλειφαρ Il.18.351. (Perh. = of full age, ἐννέα being taken as a round number, cf.Sch.Il.l. c.) 3 (ὥρα) nine hours long, νύκτες Herod.8.5.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἐννάωρος Ast.Soph.Hom.29.13
1 que tiene nueve años, de nueve años de edad ἐννέωροι ... ἦσαν los Alóadas Od.11.311, βοῦς Od.10.19, cf. Arist.HA 575b6, ἄλειφαρ Il.18.351, σίαλοι Od.10.390.
2 que dura nueve años, en uso pred. durante nueve años Μίνως ἐ. βασίλευε Od.19.179
fig. que dura mucho tiempo τὸν ἐννέωρον ἐν νήσῳ χρόνον μίμνειν Lyc.571, irón. αἱ δὲ νύκτες ἐννέωροι las noches duran mucho, e.d., se hacen muy largas Herod.8.5.
3 de nueve horas νύξ Ach.Tat.Intr.Arat.25.5, ἡμέρα Ast.Soph.l.c.

German (Pape)

[Seite 847] neunjährig; ἐνν. βασίλευε, er herrschte neun Jahre lang, Od. 19, 179; βοῦς 10, 19; ἀλείφατος Il. 18, 351; σιάλοισι Od. 11, 311, wo einige alte Ausleger, ὥρα als Jahreszeit auffassend (χρόνος Lycophr. 571), neun Vierteljahre, also zwei und ein viertel Jahr alt erklärten, oder es gar für einjährig nahmen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. âgé de neuf ans ; en gén.
1 vieux;
2 qui a pris tout son développement, qui a toute sa taille, fort, robuste;
II. qui dure neuf ans : ἐννέωρος βασίλευε OD il régna pendant neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ὥρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐννέωρος: (εω односложно)
1 девятилетний: ἐ. βασίλευε Hom. он царствовал девять лет;
2 (о животных), достигший зрелого возраста, взрослый, (βοῦς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐννέωρος: Ἐπικ. ἐπίθ., ἐννεαετὴς ἢ ἐπὶ ἐννέα ἔτη, («ὧρος γὰρ ὁ ἐνιαυτὸς» Εὐστ. 1146. 44, πρβλ. Ἀπολλωνίου Λεξ. ἐν λέξει, σ. 262, ἔκδ. Η. Tollius), ἀλλ’ ἐν τῇ χρήσει αὐτῆς ἡ λέξις παρουσιάζει δυσκολίας: 1) ἐν Ὀδ. Τ. 179, λέγεται περὶ τοῦ Μίνω, ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὁαριστής, δηλ. ἢ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ἐννέα ἔτη, ἢ ἐβασίλευσεν, ἀφοῦ ἐπὶ ἐννέα ἔτη ὑπῆρξε τοῦ Διὸς φίλος καὶ σύντροφος, ἴδε Ἀπολλών. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλ’ ὁ Πλάτ. ἐν Νόμ. 624Β ἐνόει τὸ χωρίον ὡς σημαῖνον ὅτι κατὰ πᾶν ἔνατον ἔτος μετέβαινεν εἰς τὸν Δία, μῶν οὖν καθ’ Ὅμηρον λέγεις, ὡς τοῦ Μίνω φοιτῶντος πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς ἑκάστοτε συνουσίαν δι’ ἐνάτου ἔτους καὶ κατὰ τὰς παρ’ ἐκείνου φήμας ταῖς πόλεσιν ὑμῖν θέντος τοῦς νόμους; 2) ἐν Ὀδ. Λ. 311 λέγεται περὶ τῶν Ἁλωιαδῶν, ἐννέωροι γάρ τοί γε καὶ ἐννεαπήχεις ἦσαν εὖρος, ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι, δηλ. ὅτε ἦσαν ἐννεαετεῖς εἶχον ἐννέα πήχεων πλάτος, μῆκος δὲ ἐννέα ὀργυιῶν· ὥστε ἐνταῦθα εἶναιἔννοια σαφής. 3) ἐν Ὀδ. Κ. 19 ἀναγινώσκομεν, ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο, ὅπερ διὰ παραβολῆς πρὸς τὸ τοῦ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 434 (βόε δ’ ἐνναετήρω ἄρσενε..., τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνὸν) φαίνεται ὅτι οὐδὲν ἄλλο σημαίνει ἢ ἐννέα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, συμφώνως τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ Εὐσταθίου, ἀλλ’ ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 5) παρατηρεῖ ὅτι πενταέτηρος (ἐν Ὀδ. Ξ. 419) καὶ ἐννέωρος (ἔνθ’ ἀνωτ.) ἔχουσι τὴν αὐτὴν σημασίαν, ὅπερ δεικνύει ὅτι ὑπέλαβε τὴν λέξιν ὧρον ὡς σημαίνουσαν οὐχὶ ἓν ἔτος ἀλλ’ ἥμισυ· καὶ οἱαδήποτε ἑρμηνεία ἂν ἐπικρατήσῃ περὶ τούτου, ἡ αὐτὴ θὰ ἐφαρμοσθῇ καὶ εἰς τὸ σίαλοι ἐννέωροι ἐν Ὀδ. Τ. 390, καὶ εἰς τὸ ἄλειφαρ ἐννέωρον ἐν Ἰλ. Σ. 351· ἴσως ἐν τοῖς τρισὶ τούτοις χωρίοις τὸ ἐννέα πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς στρογγύλος ἀριθμὸς (ἴδε ἐν λ. ἐννέα), οὕτω δὲ τὸ ἐννέωρος σημαίνει ἀκμαῖος, καὶ τοιαύτη φαίνεται ἡ ἐξήγησις τῶν Ἑνετ. Σχολ. Β ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἔνθα τὸ ἀλείφατος ἐννεώροιο ἑρμηνεύεται παλαιοῦ. Παρ’ Ὁμήωῳ τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν, ὥστε τὸ ἐννέωρος καθίσταται τρισύλλαβον.

English (Autenrieth)

nine years old, the number being a round one, Il. 18.351, Od. 10.19; in Od. 19.179 perhaps meaning ‘in periods of nine years.’

Greek Monolingual

(I)
ἐννέωρος, -ον (Α) (επικ. επίθ.)
1. αυτός που έχει ηλικία εννέα ετών
2. αυτός που διαρκεί εννέα έτη
3. αυτός που γίνεται κάθε ένατο έτος (ο στιχ. Ομ. Οδ. τ. 179 «Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής» κατά τον Πλάτ. σημαίνει: ο Μίνως βασίλευε, που συναντιόταν με τον Δία κάθε ένατο έτος)
4. παθ. (για ζώα) αυτός που βρίσκεται σε ώριμη ηλικία, ακμαίος, παλαιός
δηλ. το εννέα πρέπει να νοηθεί γενικώς ως στρογγυλός αριθμός («ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο» — ασκί από εννιάχρονο [δηλ. ακμαίο, ώριμο, μεγάλο] βόδι, Ομ. Οδ.)
5. αλλά κατά τον Αριστοτ. εννέωρος = πεντέτηρος, πέντε ετών, γιατί τη λ. ώρος θεώρησε ως σημαίνουσα όχι ένα έτος, αλλά μισό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ωρος < ώρα].
(II)
ἐννέωρος, -ον (Α) ώρα
αυτός που διαρκεί εννέα ώρες («ἐννέωροι νύκτες», Ηρωδιαν.).

Greek Monotonic

ἐννέωρος: -ον (ὥρα),·
1. εννιαετής ή εννιά χρόνων, σε Όμηρ.
2. αυτός που έχει ηλικία εννιά ετών, εννιάχρονος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐννέ-ωρος, ον [ὥρα]
1. of or for nine years, Hom.
2. nine years old. Od.