εὐπηγής

From LSJ
Revision as of 06:50, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπηγής Medium diacritics: εὐπηγής Low diacritics: ευπηγής Capitals: ΕΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: eupēgḗs Transliteration B: eupēgēs Transliteration C: efpigis Beta Code: eu)phgh/s

English (LSJ)

ές, = εὔπηκτος, once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής wellbuilt, stout, Od. 21.334 ; μῆτραι Hp. Mul. 1.47 ; δικλίδες ARh. 3.236 ; Dor. perhaps εὐπαγής, v. εὐπάξ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

German (Pape)

ές, = εὔπηκτος, ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής, groß und von kräftigem, gedrungenem Körperbau, Od. 21.334; δικλίδες Ap.Rh. 3.236; δίφρος 3.1235; auch Hippocr., μῆτραι.

Russian (Dvoretsky)

εὐπηγής: Hom. = εὐπαγής 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β, Od. 23.41.

Greek Monolingual

εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός
2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός
3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περιπηγής].

Greek Monotonic

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, καλοχτισμένος, συμπαγής, δυνατός, ισχυρός, γερός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐ-πηγής, ές = εὐπαγής,]
well-built, stout, Od.