διαπέτομαι

From LSJ
Revision as of 10:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπέτομαι Medium diacritics: διαπέτομαι Low diacritics: διαπέτομαι Capitals: ΔΙΑΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: diapétomai Transliteration B: diapetomai Transliteration C: diapetomai Beta Code: diape/tomai

English (LSJ)

(διΐπταμαι Hdn., v.infr.), aor.-επτάμην (v. infr.): aor. Act.
A -έπτην Luc.DMeretr.9.4: pres. διαπέταται S.OT1310 (lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through, διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99; ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp.860; δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217: c. acc., E.Med.1, Ar.V.1086.
II fly away, vanish, διαπτομένη οἴχεσθαι Pl.Phd. 70a, 84b, etc.; of time, E.HF507.
III of a report, fly in all directions, διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. atem. διέπτατο Il.15.83, act. διέπτη Emp.B 17.5, tem. διέπτετο Ar.V.1086]
1 volar διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός (tm.) Il.5.99, cf. E.Supp.860, διέπτατο ὠκέα Ἶρις Il.15.172, cf. 83, Ar.Au.1217, ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο Od.1.320, γλαῦκα δ' ὀφθῆναι διαπετομένην ἐπὶ δεξιᾶς Plu.Them.12, (τὸν κάνθαρον) εἰς τὴν ἤπειρον διαπτάσθαι Aesop.86
c. ac. volar sobre γλαῦξ ... τὸν στρατὸν διέπτετο Ar.l.c., αἱ δὲ (μέλισσαι) διαπετόμεναι λειμῶνας Plu.2.41f, (τοὺς χῆνας) τὸ ὄρος ... διαπτῆναι D.P.Au.2.19
atravesar, traspasar πυλεῶνα διαπτάμενος θανάτοιο el icneumón pasando a través de las fauces del cocodrilo, Opp.C.3.419
pasar volando por encima de c. ac. οὐκ ἂν αὐτὴν (Ἀχερουσίαν λίμνην) διαπταίη de aves, Luc.Luct.3
fig. τὸ ἀγαπώμενον διέπτη τῶν λογισμῶν τὴν λαβήν Gr.Nyss.Hom in Cant.181.16
frec. en metáf. de un barco navegar velozmente Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος ... κυανέας Συμπληγάδας E.Med.1
de pers. ir o venir corriendo ἐγὼ δὲ πεμπταῖος ἐκ Πυλῶν διέπτην Luc.DMeretr.9.4, τὸ στάδιον εἴθ' ἥλατο εἴτε διέπτη AP 16.53.
2 fig. de abstr. volar, disiparse, escaparse del ser ἡ δὲ πάλιν διαφυομένων θρεφθεῖσα διέπτη Emp.l.c., ὁ χρόνος ... διέπτατο E.HF 507, τὰ μεγάλα οὕτως προσδοκώμενα διέπτατο Pl.Lg.686a, (ψυχή) ὥσπερ πνεῦμα ἢ καπνὸς ... οἴχηται διαπτομένη Pl.Phd.70a, 84b, ἐς αἰθέρα ψυχὴ διέπτη GVI 881.4 (Atenas III d.C.?), ἡ νίκη ... διέπτη App.Mith.66, διέπτη τῶν ὀφθαλμῶν ἅπαντα todo desapareció de su vista Philostr.VA 4.25.
3 fig. traspasar los aires, de noticias divulgarse φήμη δὲ διέπτατο δώματος εἴσω Orph.A.594
del rayo fulminar (κεραυνός) ἀνθρώπου ... καθεύδοντος διαπτάμενος Plu.2.665b.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πέτομαι) durchfliegen, hinfliegen; Homer: Odyss. 1, 320 ἀπέβη Ἀθήνη, ὄρνις δ' ἃς ἀνοπαῖα διέπτατο; Iliad. 15. 83. 172 ἃς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο πότνια Ἥρη (ὠκέα Ιρις); Iliad. 5, 99 διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός. – Folgende: διαπέταται v.l. bei Soph. O. R. 1310; διέπτην, Luc D. Mer. 9, 4; – 1) durchfliegen, διὰ τῆς πόλεως Ar. Av. 1217; vom Blitze, Eur. Suppl. 860. – Von einem Gerüchte, sich verbreiten, Hdn. 2, 8, 12. – 2) hinschwinden, ταῦτα διέπτατο ταχύ Plat. Legg. III, 685 a; vgl. Phaed. 70 a.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέπτην;
1 voler à travers;
2 s'envoler, càd se dissiper, s'évanouir.
Étymologie: διά, πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πέτομαι door... (heen) vliegen, ellipt.:; διὰ δ’ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός de scherpe pijl vloog er doorheen (nl. door het pantser) Il. 5.99; εἴθ’ ὤφελ’ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος... Συμπληγάδας ach was het schip de Argo maar niet door de Symplegaden gevlogen Eur. Med. 1; γλαῦξ... τὸν στρατὸν διέπτατο een uil vloog door het leger heen Aristoph. Ve. 1068; met gen. of met διά + gen.:; οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς πόλεως τῆς ἀλλοτρίας... vlieg jij (Iris) zo in stilte door andermans stad Aristoph. Av. 1217; νέφους διαπτάσθαι door een wolk heen vliegen Plut. Rom. 28.9; abs. wegvliegen (van de ziel); (ver)vliegen (van de tijd).

Russian (Dvoretsky)

διαπέτομαι: (aor. 2 διέπτην - med. διεπτόμην и διεπτάμην)
1 перелетать, пролетать, проноситься (κραιπνῶς διέπτατο Ἶρις, ὀϊστός - in tmesi Hom.; αἱ μέλισσαι διαπετόμεναι λειμῶνας Plut.);
2 пролетать сквозь, миновать (Συμπληγάδας Eur.; διὰ τῆς πόλεως Arph.);
3 прилетать, быстро прибывать: πεμπταῖος ἐκ Πυλῶν διέπτην Luc. на пятый день я примчался из Пил;
4 пронзать, поражать (τὸ βέλος διέπτατό τινος Eur.);
5 улетать, уноситься, aor. умчаться (о времени) (ὥσπερ καπνός Plat.; ὁ χρόνος διέπτατο Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι, ἀόρ. -επτάμην καὶ -επτόμην, ἀόρ. ἐνεργ. -έπτην Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 9. 4. Ἵπταμαι διὰ μέσου, διὰ δ᾿ ἔπτατο πικρὸς ὀϊστὸς Ἰλ. Ε. 99· ὁρᾷς τὸ δῖον οὖ βέλος διέπτατο Εὐρ. Ἱκέτ. 860· μετ᾿ αἰτ., Εὐρ. Μηδ. 1, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1086· δ. διὰ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. Ὄρν. 1217. ΙΙ. ἀφίπταμαι, πετῶ μακράν, ἐξαφανίζομαι, Πλάτ. Φαίδωνι 70Α, 84Β, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 507. ΙΙΙ. ἐπὶ φήμης, πετῶ καθ᾿ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, ἐν τῷ τύπῳ διιπταμένη Ἡρῳδιαν. 2. 8.

English (Autenrieth)

aor. διέπτατο: fly through, fly away out, Od. 1.320.

Greek Monolingual

διαπέτομαι (Α) πέτομαι
1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας
2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι
3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού.