περιηχέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A ring all round, περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός Il.7.267, cf. Iamb.Myst.2.8: c. acc. loci, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Plu.2.720c:—Pass., τηγάνοισι περιηχούμενοι Com.Adesp.140; νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.VH1.6.
II Pass., περιηχοῦμαι to be noised abroad, to be celebrated, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10: c. inf., περιηχήθησάν τινα κατέχειν δημόσια Cod.Just.10.11.8 Intr.
2 get wind of a fact, POxy.1119.7 (iii A. D.), PFlor.36.24 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 576] ringsumher tönen; περιήχησεν δ' ἄρα χαλκός, Il. 7, 267; u. in späterer Prosa, wie Plut. Symp. 8, 3.
French (Bailly abrégé)
περιηχῶ :
retentir tout autour : τὴν οἰκίαν PLUT autour de la maison, dans toute la maison.
Étymologie: περί, ἠχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ηχέω, ook med. rondom klinken, weergalmen.
Russian (Dvoretsky)
περιηχέω:
1 раздаваться вокруг, звучать, звенеть (περιήχησεν χαλκός Hom.);
2 оглашать или наполнять шумом, звоном (τὴν οἰκίαν Plut.): νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc. остров, оглашаемый шумом волн.
English (Autenrieth)
only aor., περιήχησεν, rang all over, Il. 7.267†.
Greek Monotonic
περιηχέω: μέλ. -ήσω, ηχώ παντού ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιηχέω: ἠχῶ ὁλόγυρα, περιήχησεν δ’ ἄρα χαλκὸς Ἰλ. Η. 267· - μετ’ αἰτ. τόπου, θόρυβος π. τὴν οἰκίαν Πλούτ. 2.720D· ἐντεῦθεν παθ., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1.6. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, φημίζομαι πανταχοῦ, δοξάζομαι, Φίλων Ἀκαδημ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 39D. 2) κατηχοῦμαι, μανθάνω, ἀκούω, Ὠριγέν. Ι, 1017Β, 1312C, 933C, κλ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to ring all round, Il.:—so in Mid., νῆσος περιηχουμένη τῷ κύματι Luc.