ἄνοσος
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
Ion. and Ep. ἄνουσος, ον,
A without sickness, healthy, sound, of persons, ἀσκηθέες καὶ ἄνοσος Od.14.255; ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι Pi.Fr.143, cf. Pl.Ti.33a; ἄπηρος, ἄ. Hdt.1.32; λῶστον δὲ τὸ ζῆν ἄ. S.Fr.356. Adv. ἀνόσως, διάγειν Hp.Epid.1.1; ζῆν Ph.1.267; ἄ. ᾤχετ' ἐς ἡμιθέους IG 5(2).472.13 (Megalopolis, ii/iii A.D.).
2 c. gen., ἄνοσος κακῶν untouched by ill, E.IA982; ἄνοσος πρὸς τὰ ἄλλα ἀρρωστήματα, τῶν ἄλλων ἀρρωστημάτων, Arist.HA604a12,22.
3 of a season, free from sickness, ἔτος ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Th.2.49; ἕξις ἄνοσος, λόγος ἄνοσος, Plu.Cic.8,2.7b.
II of things, not causing disease, harmless, E.Ion1201.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. y ép. ἄνουσος
I 1libre de enfermedad, sano de pers. ἀσκηθέες καὶ ἄ. Od.14.255, τὰ δὲ ἄλλα διετέλεον ἄνοσοι Hp.Epid.1.14, ἄ. καὶ ἀγήραοι Pi.Fr.143, ἄπηρος δέ ἐστι, ἄ., ἀπαθὴς κακῶν, εὔπαις, εὐειδής Hdt.1.32, λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄ. S.Fr.356, ἐκεῖνοι Pl.Phd.111b, ἕξις Plu.Cic.8
•fig. ἕνα ὅλον ὅλων ἐξ ἁπάντων ... ἄνοσον αὐτὸν ἐτεκτήνατο Pl.Ti.33a, λόγος Plu.2.7a
•en gener. libre de c. gen. ἄ. κακῶν E.IA 982
•c. giros preposicionales: c. πρός: τοὺς δὲ ἐλέφαντας πρὸς μὲν τὰ ἄλλα ἀρρωστήματα ἀνόσους εἶναί φασιν Arist.HA 604a12, c. ἐς: ἔτος ... ἄ. ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Th.2.49.
2 que no causa mal, inofensivo λοιβὴ θεοῦ E.Io 1201.
II adv. ἀνόσως = sin enfermedad διάγειν Hp.Epid.1.1, ζῆν Ph.1.267, ὡς ἀ. ᾤχετ' ἐς ἡμιθέους IG 5(2).472.13 (Megalópolis II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 242] ohne Krankheit, v. Personen, Plat. Phaed. 111 b; übertr., κόσμος Tim. 33 a; Plut. de cduc. 9 λόγον οὐκ ἄνοσον μόνον ἀλλὰ καὶ εὔρωστον εἶναι δεῖ; Thuc. 2, 49 ἔτος ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας, das Jahr war frei von andern Krankheiten; allgemein, Eur. ἄνοσος κακῶν l. A. 982; unschädlich, θεοῦ λοιβή Ion. 1216; gesund, von Oertern. – Adv. ἀνόσως, s. ἄνουσος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
exempt de maladie ; ἄνοσος κακῶν EUR non atteint de maux.
Étymologie: ἀ, νόσος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνοσος: эп.-ион. ἄνουσος 2
1 свободный от болезней, не подверженный заболеваниям Hom., Pind., Soph., Her., Plat., Plut.: ἄ. ἐς ἀσθενείας τινάς Thuc., πρὸς ἀρρωστήματά τινα и τῶν ἀρρωστημάτων τινων Arst. не подверженный каким-л. заболеваниям;
2 невредимый, незатронутый (κακῶν Eur.);
3 безвредный (τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοσος: Ἰων. καὶ Ἐπ. ἄνουσος, ον, ὁ ἄνευ νόσου, ὑγιής, πλήρης ὑγείας, ἐπὶ προσώπων, ἀσκηθέες καὶ ἄν. Ὀδ. Ξ. 255· ἄν. καὶ ἀγήρασι Πινδ. Ἀποσπ. 107, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 33Α· ἄπηρος, ἄν. Ἡρόδ. 1. 32· λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄνοσον Σοφ. Ἀποσπ. 326· ἀγήρως καὶ ἄνοσ. Πλάτ. Τίμ. 33Α: - Ἐπίρρ. ἀνόσως διάγειν Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 939. 2) μετὰ γεν., ἄνοσος κακῶν, ἀπρόσβλητος ὑπὸ κακῶν, Εὐρ. Ι. Α. 982· ἄν. πρὸς τὰ ἄλλα ἀρωστήματα ἢ τῶν ἄλλων ἀρωστημάτων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 22, 2., 24, 1. 3) ἐπὶ χρονικῆς περιόδου, ἔτος ἄνοσον ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείας Θουκ. 2. 49· ἕξις, λόγος ἄνοσος Πλουτ. Κικ. 8, κτλ. - Ἐπίρρ. ἀνόσως, τὸ δ’ ἀνόσως τοῦτο πάσχειν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 12. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ μὴ προξενῶν ἀσθένειαν, ἀβλαβής, Εὐρ. Ἴων 1201.
English (Slater)
ᾰνοσος without sickness κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι (sc. θεοί) fr. 143. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνοσος κ. ἄνουσος, -ον)
νεοελλ.
αρχ.
1. ο χωρίς νόσο, ασθένεια, υγιής
2. (με γεν.) απρόσβλητος από ασθένεια, αβλαβής
3. (για χρονική περίοδο) ο χωρίς ασθένεια, ελεύθερος από ασθένεια.
Greek Monotonic
ἄνοσος: Ιων. και Επικ. ἄ-νουσος, -ον,
I. 1. αυτός που δεν έχει ασθένεια, υγιής, ασφαλής, σώος, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
2. με γεν., ἄνοσος κακῶν, ανέπαφος από το κακό, σε Ευρ.
3. λέγεται για εποχή, απαλλαγμένη από ασθένεια, σε Θουκ.
II. λέγεται για πράγμα, αυτό που δεν προκαλεί ασθένεια, αβλαβές, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. without sickness, healthy, sound, Od., Hdt., Attic
2. c. gen., ἄνοσος κακῶν untouched by ill, Eur.
3. of a season, free from sickness, Thuc.
II. of things, not causing disease, harmless, Eur.
English (Woodhouse)
free from sickness, in good health, not producing sickness, sound
Translations
harmless
Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed