δόμος
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
ὁ, (δέμω, cf. Lat.
A domus): 1 house, Il.2.513, Sapph.1.7, etc.; also, part of a house, room, chamber, Od.8.57, 22.204: freq. in pl. for a house, Hes.Op.96, etc.; freq. in Trag., A.Supp.433, etc.: chiefly poet., οἶκος or οἰκία being used in Prose. 2 house of a god, temple, Διὸς δόμος Il.8.375; δ. Ἀρτέμιδος Ar.Ra.1273; Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον the building of Erechtheus, i.e. the temple of Athena, Od.7.81; Ἄϊδος δ., of the nether world, Il.3.322, etc.; δ. δίκας A. Eu.516 (lyr.); μυστοδόκος δ., of the temple at Eleusis, Ar.Nu.303: so in pl., εἰν Ἀΐδαο δόμοισι Il.22.52; δόμων τῶν Λοξίου A.Eu.35, cf. E.Ion249; chamber in a temple, χρύσεος δ. ἐν Διὸς οἴκῳ Theoc.17.17. 3 abode of animals, e.g. sheepfold, Il.12.301; κοῖλος δ. wasps' or bees' nest, ib. 169; serpent's hole, Ael.NA2.9. 4 ξύλινος δ. pyre, B.3.49. 5 κέδρινοι δόμοι closet or chest of cedar, E.Alc. 160. II in Trag., household, family, A.Ch.263, S.OC370, E.Or. 70, Med.114 (anap.); one's father's house, ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν ἐμέ A.Pr.665, etc. III course of stone or bricks in a building, ὑποδείμας τὸν πρῶτον δ. λίθου Αἰθιοπικοῦ Hdt.2.127; διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου at every thirtieth layer of bricks, Id.1.179, cf. LXX 1 Es.6.24, D.S.1.64; καθ' ἕνα δόμον Plb.10.22.7. 2 ply or strand of gut in the τόνοι of a torsion-engine, Ph.Bel.65.42, Hero Bel.82.1.
German (Pape)
[Seite 656] ὁ (δέμω), Gebäude, Haus, Wohnung; Sanskrit damas, Latein. domus, Kirchenslav. domŭ, Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 1, 200, Griech. Nebenform δῶμα. Bei Homer erscheint δόμος oft im sing. und im plural., im dual. nicht; den plural. gebraucht Homer auch statt des sing. Er bezeichnet durch δόμος das ganze Haus und die einzelnen Zimmer, z. B. Odyss. 22, 204 den Männersaal, οἱ μὲν ἐπ' οὐδοῦ τέσσαρες, οἱ δ' ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί, plural. δόμων statt des sing. An manchen Stellen ist es zweifelhaft, ob mit δόμοι die einzelnen Zimmer oder das ganze Haus gemeint sei, plural. statt des sing., z. B. Odyss. 8, 57 βάν ῥ' ἴμεν Ἀλκινόοιο δαΐφρονος ἐς μέγα δῶμα. πλῆντο δ' ἄρ' αἴθουσαί τε καὶ ἕρκεα καὶ δόμοι ἀνδρῶν. Iliad. 24, 673 heißt das Zelt des Achill δόμος, οἱ μὲν ἄρ' ἐν προδόμῳ δόμου αὐτόθι κοιμήσαντο, was Aristarch für eine Katachrese ansah, Scholl. Aristonic. Iliad. 24, 572 καταχρηστικῶς τὴν κλισίαν δῶμα, οἶκον, δόμον εἶπεν. Iliad. 2, 701 ist δόμος die Familie, das Hauswesen, τοῦ δὲ καϊ ἀμφιδρυφὴς ἄλοχος φυλάκῃ ἐλέλειπτο καὶ δόμος ἡμιτελής. Iliad. 12, 301 bezeichnet πυκινὸς δόμος den Stall (ἔπαυλις) von μήλοις, s. Scholl. Aristonic.; Iliad. 12, 169 heißt die Wohnung von Wespen oder Bienen κοῖλος δόμος. Von den Tempeln der Götter wird δόμος ebenfalls gebraucht, Iliad. 6, 89 θύρας ἱεροῖο δόμοιο, Tempel der Athene in Troja, Odyss. 7, 81 ἀπέβη Ἀθήνη, ἵκετο δ' ἐς Μαραθῶνα καὶ εὐρυάγυιαν Ἀθήνην, δῦνε δ' Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον. Auch von den eigentlichen Wohnungen der Götter, vom Hause des Zeus auf dem Olymp Iliad. 8, 375 Διὸς δόμον, vom Hause des Hephästos Odyss. 8, 268 ἐν Ἡφαίστοιο δόμοισιν. So Iliad. 3, 322 δόμον Ἄιδος, Odyss. 10, 175 εἰς Ἀίδαο δόμους u. Aehnl. = die Unterwelt, das Todtenreich. – Folgende: δόμος Δίκας Aesch. Eum. 516; Ἀρτέμιδος Ar. Ran. 1283; Σταγιος Soph. O. C. 1560; δόμος Φερσεφόνας Pind. Ol. 14, 20; – Zimmer, Theocr. 17, 17 χρύσεος δόμος ἐν Διὸς οἴκῳ δέδμηται. – Vom Schlupfwinkel der Schlange Ael. H. A. 2, 9; von einer Kleiderkiste Eur. Alc. 161. – Familie, Hauswesen, gew. im plur.; Tragg. oft, ὦ Παλλάς, ὦ σώσασα τοὺς ἐμοὺς δόμους Aesch. Eum. 750; τὸν σὸν ἄθλιον δόμον Soph. O. C. 371; νοσοῦντας δόμους Eur. I. T. 930. Auch = die Heimath, Aesch. Prom. 660; vgl. Soph. Phil. 496. – Alles Aufgebaute, Zusammengefügte, wie δόμοι πλίνθου , Reihen od. Lagen von Ziegeln, Her. 1, 179; vgl. 2, 127; D. Sic. 1, 64; Pol. 10, 22, 7. Nur in dieser Bdtg in Prosa üblich.
Greek (Liddell-Scott)
δόμος: ὁ, (δέμω), Λατ. domus, 1) οἰκία, Ὅμ., κλπ.· ὡσαύτως, μέρος τῆς οἰκίας, δωμάτιον, θάλαμος, Ὀδ. Θ. 57., Χ. 204. - ἐντεῦθεν συχνάκις κατὰ πληθ. ἐπὶ οἰκίας, Ὅμ., καὶ οὕτω συνήθως παρὰ Τραγ., μάλιστα ὁ Σοφ. ἔχει τὸν ἑνικὸν μόνον δίς· σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ποιητικόν· ἀντ' αὐτοῦ δὲ παρὰ πεζοῖς ὑπάρχει οἶκος ἢ οἰκία. 2) ἡ κατοικία θεοῦ, ναός, Διὸς δόμος, δ. Ἀρτέμιδος, κτλ., Ὅμ., Τραγ., κτλ.· Ἐρεχθῆος πυκινὸν δόμον, τὸν οἶκον τοῦ Ἐρεχθέως, δηλ. τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀδ. Η. 81· Ἄϊδος δ., ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, Ἰλ. Γ. 322, κτλ.· ὡσαύτως, εἰν Ἀΐδαο δόμοισι Χ. 52, καὶ οὕτω παρὰ Τραγ., μυστοδόκος δ., ἐπὶ τοῦ ἐν Ἐλευσῖνι ναοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 303· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ ἑνικὸς εἶναι κοινότατος· ἀλλ' ὁ πληθ. εἶναι ὡσαύτως συχνὸς παρὰ τοῖς Τραγ.· θάλαμος ἐντὸς ναοῦ, χρύσεος δόμος ἐν Διὸς οἴκῳ Θεόκρ. 17. 17. 3) ἐπὶ ζῴων, μάνδρα, Ἰλ. Μ. 301· σφηκὼν ἢ μελισσών, σίμβλος, αὐτόθι 169. 4) ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 160 κέδρινοι δόμοι εἶναι θήκη ἢ κιβώτιον ἐκ κέδρου. ΙΙ. παρὰ Τραγ. ὡσαύτως, ὁ οἶκος, δηλ. ἡ οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Χο. 263, Σοφ. Ο. Κ. 370, Εὐρ. Ὀρ. 70, Μηδ. 114· - ὡσαύτως, ὁ πατρικὸς οἶκός τινος, Αἰσχύλ. Πρ. 665. κλπ. ΙΙΙ. ἐπιβολή, σειρὰ λίθων ἢ πλίνθων ἐν οἰκοδομίᾳ, ὑποδείμας τὸν πρῶτον δ. λίθου Αἰθιοπικοῦ Ἡρόδ. 2. 127· διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου, καθ' ἑκάστην τριακοστὴν σειρὰν πλίνθων, ὁ αὐτ. 1. 179, πρβλ. Ἑβδ. (1 Ἔσδρ. Ϛ', 25)· οὕτως, ἐπιβολαὶ πλίνθων Θουκ. 3. 20.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 maison ou palais ; particul. chambre, appartement;
2 temple;
3 demeure des dieux;
4 abri pour les animaux (bergerie, ruche, trou de serpent);
5 construction en gén. : δόμοι πλίνθων HDT rangées de briques ; κέδρινοι δόμοι EUR chambre boisée en cèdre;
6 οἱ δόμοι demeure, particul. palais, en gén. résidence, patrie;
7 famille.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δέμας.
English (Autenrieth)
(δέμω): house, home, denoting a dwelling as a whole; usually sing. of temples, and when applied to the abodes of animals, but often pl. of dwellings of men; (Ἀθηναίης) ἱεροῖο δόμοιο, Il. 6.89, Il. 7.81; Ἄιδος δόμος, also Ἀίδᾶο δόμοι, (μήλων) πυκινὸν δόμον, Il. 12.301; οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον (σφῆκες), Il. 12.169.
English (Slater)
δόμος (δόμον; -οι, -ων, -οις(ιν), -ους.)
1 house, home
a of deities. of the temple of Apollo: ἀστῶν, Ἄπολλον, οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν (Wil.: τεόν τε δόμον codd.: πρόδομον Schr.: γε δόμον Mosch.) (P. 7.11) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) of Hades: μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (O. 14.20) εἰς Ἀίδα δόμον (P. 3.11) of Olympos: “οὐρανοῦ ἐν χρυσέοις δόμοισιν” (N. 10.88)
b of mortals. Πύρρα Δευκαλίων τε δόμον ἔθεντο πρῶτον (O. 9.44) Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους i. e. Cyrene (P. 5.29) ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι (P. 8.14) ἐπεὶ ἀμφ' Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος (P. 11.34) ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (N. 7.94) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον (I. 1.19) ]ποι ζυγέντες ἐρατᾷ δόμον[ Δ. 1. . ἀσκὸς δ' οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4. pl. pro sing. σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ, Ζεφυρία πρὸ δόμων Λοκρὶς παρθένος ἀπύει. (P. 2.18) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοι” (P. 4.117) θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί (N. 1.23) Φιλύρας ἐν δόμοις in Cheiron's cave (N. 3.43) καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων, ὦ Θρασύβουλ, ἐρατῶν, οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.30) καί τοί ποτ' Ἀνταίου δόμους ἦλθ ἀνήρ (I. 4.52) εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις dwellings, city fr. 172. 7.
2 met., house, family Θέρσανδρος Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις (O. 2.45) [σεμνὸν αἰνήσειν δόμον (v. 1. νόμον) (N. 1.72) ]