ανεβαίνω
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Greek Monolingual
(AM ἀναβαίνω)
1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω
2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ.
3. κατευθύνομαι προς τον Θεό
4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά
5. φυτρώνω
6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι
7. (για ποτάμι) ξεχειλίζω
8. παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον ανώτερό μου
9. (για αρσενικά ζώα) καβαλώ, οχεύω
μσν.- νεοελλ.
1. (για ουράνια σώματα) ανατέλλω
2. προάγομαι
νεοελλ.
1. (για ζύμη) φουσκώνω
2. (για στάθμη νερού) υψώνομαι
3. φρ. «μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι» οργίστηκα
«ανεβαίνει στη σκηνή» γίνεται ηθοποιός
«το έργο ανεβαίνει απόψε» παρουσιάζεται για πρώτη φορά, έχει πρεμιέρα
αρχ.
1. προχωρώ απ’ την παραλία προς το εσωτερικό της χώρας
2. ταξιδεύω με κατεύθυνση προς τον Βορρά
3. ανέρχομαι στο βήμα για να εκφωνήσω λόγο
4. (για αξίωμα) μεταβιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + βαίνω. Ο νεώτ. τυπος < πρτ. ανέβαινα, διατηρώντας στη σύνθεσή του την εσωτερική αύξηση -ε-.
ΠΑΡ. αναβαθμός, ανάβασις (-η), αναβάτης, αναβατικός, αναβατός
αρχ.
αναβάδην, αναβαδόν
νεοελλ.
αναβατήρας, αναβατός, ανέβα (το), ανέβαση, ανέβασμα, ανεβατός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ανεβοκατεβαίνω].