φθείρ

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθείρ Medium diacritics: φθείρ Low diacritics: φθείρ Capitals: ΦΘΕΙΡ
Transliteration A: phtheír Transliteration B: phtheir Transliteration C: ftheir Beta Code: fqei/r

English (LSJ)

ὁ, later ἡ, Phryn.277: gen. φθειρός: dat. pl. φθειρσί:—
A louse, Archil.137, Heraclit.56, Hdt.2.37, 4.168, Ar.Pax740, al., IG 42(1).122.45 (Epid., iv B. C.), etc.: prov., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, i.e. to be close shaven, Eub.32; of the morbus pedicularis (φθειρίασις), τὴν σάρκα εἰς φθεῖρας μεταβάλλειν Plu.Sull.36; τοῦ σώματος διαλυθέντος εἰς φθειρῶν πλῆθος D.S.34/5.2.23; ὁ γευσάμενος.. φθειρσὶν ἐξέζεσεν Ael.NA9.19.
2 of lice that infest animals, Arist.HA556b22; birds, ib.557a11; fish, ib.557a22; also vegetables, μὴ ὁ σῖτος φθειρὶ ζέσῃ Luc.Ep.Sat.26, cf. Ctes.Fr.57.21, Gal.6.572; οὐ ποιήσει φθεῖρας ἡ ἄμπελος Gp.5.30.1.
II sea-fish attendant on the dolphin, Naucrates ductor, Arist.HA557a31, Marc.Sid.86, Ael.NA9.7.
III the seed of a kind of pine, Phot.
IV middle part of the rudder, Poll.1.89.

German (Pape)

[Seite 1270] φθειρός, ὁ, 1) die Laus; zuerst bei Her. 2, 37. 4, 168; oft bei Ar., z. B. Plut. 537; φθειρσὶ πολεμεῖν Pax 724; u. a. Comic., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, komisch, sich bis auf die Haut scheeren lassen, Eubul. bei Phot.; später auch ἡ, aber minder attisch, Lob. Phryn. 307. – 2) ein Seefisch, der sich an andere anhängt, Arist. H. A. 5, 31. – 3) die kleine Frucht von einer Fichtenart, πίτυς φθειροφόρος, Schol. Il. – 4) Nach Poll. 1, 89 ein Teil des Steuerruders.

French (Bailly abrégé)

φθειρός (ὁ) :
dat. pl. φθειρσί;
I. pou, vermine;
II.1 poisson de mer, proche du dauphin;
2 graine d'une sorte de pin;
3 partie médiane du gouvernail.
Étymologie: DELG φθείρω.

Russian (Dvoretsky)

φθείρ: φθειρός ὁ (dat. pl. φθειρσί)
1 вошь Her., Arph. etc.;
2 хлебный жучок, вредитель (σῖτος φθειρὶ ζεῖ Luc.);
3 «морская вошь» (предполож. Periderma cylindricum - рачок, паразитирующий, на глазу некоторых рыб) Arst.;
4 поздн., бот. шишка (ср. φθειροτραγέω).

Greek (Liddell-Scott)

φθείρ: ὁ, μεταγεν. ἡ, Λοβέκ εἰς Φρύνιχ. 307· γεν. φθειρός· δοτ. πληθ. φθειρσί· ― «ψεῖρα», Λατιν. pediculus, Ἀρχιλ. 125, Ἡρόδ. 2. 37., 4. 168, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, δηλ. κείρασθαι μέχρι τοῦ δέρματος, Εὔβουλ. ἐν «Δόλωνι» 3· ἐπὶ τῆς νόσου φθειριάσεως («ψείριασμα»), morbus pedicularis, τὴν σάρκα εἰς φθεῖρας μεταβάλλειν Πλουτ. Σύλλ. 36· τοῦ σώματος διαλυθέντος εἰς φθειρῶν πλῆθος Διοδ. Ἐκλογ. 529. 66. 2) ἐπὶ τῶν φθειρῶν τῶν ζῴων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 5, κ. ἀλλ.· τῶν πτηνῶν, αὐτόθι· τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 7· οὕτω καὶ ἐπὶ σίτου, κλπ., μὴ ὁ σῖτος φθειρὶ ζέσῃ Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 26, πρβλ. Κτησ. Ἰνδικ. 21, κλπ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ εἴδους ἐχενηίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 4., 5. 31, 8. ΙΙΙ. ὁ κῶνος εἴδους πίτυος, Φώτ.· πρβλ. φθειροποιός. IV. τὸ μέσον μέρος τοῦ πηδαλίου, Πολυδ. Α΄, 89.

Greek Monolingual

-ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν
(λόγιος τ.)
1. η ψείρα
2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα του πηδαλίου
νεοελλ.
φρ. «φθειρ του εφηβαίου» — ο φθείριος
μσν.-αρχ.
ο κώνος είδος πεύκου
αρχ.
1. φθειρίαση, ψείριασμα
2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο δελφίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φθείρ συνδέεται, ήδη από τους αρχαίους μελετητές, με το ρ. φθείρω σύμφωνα με τη γενική αντίληψη ότι το έντομο αυτό γεννιέται, αναπτύσσεται σε σάρκες που έχουν σαπίσει, φθαρεί (πρβλ. και τον τ. σάθραξ[< σαθρός που χρησιμοποιείται για το ίδιο έντομο). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η υπόθεση ότι η λ. φθείρ έχει σχηματιστεί απευθείας από τη ρίζα gzwher- του φθείρω και αποτελούσε αρχικά αφηρημένο ουσ. (με τη μορφή φθερ ή φθηρ) με σημ. «φθορά, σάπισμα», το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για το έντομο και έλαβε τη μορφή φθείρ, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. φθείρω. Η λ. φθείρ ήταν αρχικά αρσ., αλλά ήδη στην Αρχαία απαντά και ως θηλ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. ψείρα, κατ' επίδραση του ψύλλος.

Greek Monotonic

φθείρ: ὁ, γεν. φθειρός· δοτ. πληθ. φθειρσί·
1. ψείρα, Λατ. pediculus, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. σκουλήκι στα λαχανικά, σε Λουκ.
3. κουκουνάρι κωνοφόρου δέντρου.

Middle Liddell

1. a louse, Lat. pediculus, Hdt., Ar.
2. a worm in vegetables, Luc.
3. a fir-cone.

Frisk Etymology German

φθείρ: -ρός
{phtheír}
Grammar: m. (f.)
Meaning: Laus (ion. att.), auch als Bez. eines am Delphin schmarotzenden Fisches, Naucrates ductor (Arist. u.a.; Thompson Fishes s.v., Strömberg Fischn. 124); übertr. vom Samen der Fichte (Phot.), vom mittleren Teil des Steuerruders (Poll.).
Composita: Als Vorderglied u. a. in φθειροκτόνον n. Pfl.name (Ps.-Dsk.; Strömberg Pfi. 96).
Derivative: Davon φθειρίον n. Pfl.name (Ps.-Dsk.), -ώδης lausig (Arist.), -άριος ib. (Gloss.) und die Verba 1. -ιάω ‘an Läusen od. der Läusekrankheit leiden’ mit -ίασις f. Läusekrankheit (Kom. Adesp., Str., Mediz. u.a.); 2. -ίζομαι, -ίζω sich lausen (Arist., Thphr., LXX u.a.) mit -ιστικός lausend, Läuse suchend (Pl.; Chantraine Études 134), -ισμός m. das Lausen (Gloss.).
Etymology: Schon von Galenos zu φθείρω, φθεῖραι gestellt (vgl. κόρις zu κείρω u.a.), u. zw. als Rückbildung mit Beibehaltung des ει- Lautes. Nicht mit Specht Ursprung 44 A. 2 u.a. aus *φθερς mit analogischem φθειρός usw. für *φθερός. Zweifel an der herkömmlichen Etymologie bei Schwyzer 326 und bei Chantraine Form. 3, welch letzterer volksetymologische Angleichung erwägt. Merlingen Μνήμης χάριν 2, 58 möchte darin eine Nebenform von θήρ, φήρ wildes Tier sehen (?). Weiteres bei Gil Fernandez Nombres de insectos 118 f.; zu φθειρίασις noch Müller-Graupa Glotta 19, 60ff. m. Lit.
Page 2,1012-1013

Mantoulidis Etymological

-ός, ὁ (=ἡ ψεῖρα). Ἀπό τό φθείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.