ἀπεικάζω

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεικάζω Medium diacritics: ἀπεικάζω Low diacritics: απεικάζω Capitals: ΑΠΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: apeikázō Transliteration B: apeikazō Transliteration C: apeikazo Beta Code: a)peika/zw

English (LSJ)

A fut. -άσομαι X.Mem.3.11.1, -άσω Plu.2.1135a:—Pass., aor. ἀπεικάσθην E.El.979, Pl.Cra.419d: fut. -ασθήσομαι Them.Or.2.33a: pf. ἀπείκασμαι Pl.Cra.420d (on the augment v. εἰκάζω):—form from a model, represent, express, copy, of painters, ἀ τὰ καλὰ τῶν ζῴων Isoc.1.11; τὸ σὸν χρῶμα καὶ σχῆμα Pl.Cra.432b, cf. Criti.107d, 107e; διὰ χρωμάτων ἀ. X.Mem.3.10.1; χρώμασι καὶ σχήμασιν Arist.Po.1447a19: metaph., ἀ. ἑαυτόν τινι conform oneself to.., Pl.R. 396d:—Pass., become like, resemble, τινί ib.563a, Cra.419c; ἀπεικασθεὶς θεῷ in a god's likeness, E.El.979.
2 express by a comparison, ἔχοιμ' ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι S.Fr.149.2, cf. Pl.Tht.169b; οἷος γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐγένετο ἀπεικάσειεν ἄν τις Βρασίδαν Id.Smp.221c; τὸ θάλλειν τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν τὴν τῶν νέων the word θάλλειν seems to express the growth... Id.Cra.414a; ἀ. διὰ τοῦ ῥῶ to express by the sound of , ib. 426e:—Pass., to be copied or expressed by likeness τοῖς ὑπὸ τῶν κάτω ἀπεικασθεῖσι Id.R.511a; τὰ ἄλλα ἀπείργαστο εἰς ὁμοιότητα ᾧπερ (sc. τούτου ᾧ ἀπεικάζετο Id.Ti.39e; ἀ. πρός τι to be copied in reference to... i.e. from... ib.29c.
3 liken, compare with, τινί τι E.Supp. 146, Pl.Phd. 76e, Grg.493b, Smp.221d, al.; οὐ τοιοῦτόν ἐστιν ᾧ σὺ ἀπεικάζεις not such [as that] to which you compare it, Id.Phd.92b:—Pass., to be likened or compared, ἄρχουσιν Id.Lg.905e, al.; [τὸ ἀναγκαῖον] ἀπείκασται τῇ πορείᾳ Id.Cra.420d; [τὸ ψεῦδος] ἀπείκασται τοῖς καθεύδουσι ib.421b.
II ὡς ἀπεικάσαι, = ὡς ἐπεικάσαι, as one may guess, to conjecture, S.OC16, Tr.141, E.Or.1298.
III imagine, ἀ. χειρώσεσθαι (-ασθαι codd.) τὴν Σπάρτην D.S.15.65.

Spanish (DGE)

I 1representar, retratar, imitar de pintores τὸ σὸν χρῶμα καὶ σχῆμα Pl.Cra.432b, διὰ τῶν χρωμάτων X.Mem.3.10.1, χρώμασι καὶ σχήμασιν Arist.Po.1447a19, τὰ καλὰ τῶν ζῴων Isoc.1.11
en v. pas., de las imágenes terrenas de las ideas ser copiado o imitado εἰκόσι ... τοῖς ὑπὸ τῶν κάτω ἀπεικασθεῖσιν Pl.R.511a, πρὸς ... ἐκεῖνο Pl.Ti.29c
de las cosas creadas, en rel. c. las ideas, c. dat. estar o ser hecho a semejanza Pl.Ti.39e.
2 asemejar ἑαυτὸν τῷ χείρονι Pl.R.396d.
3 describir, expresar ἔχοιμ' ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι S.Fr.149.2, τὸ «θάλλειν» τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν la palabra θάλλειν me parece representar el crecimiento por la falsa etimología sobre θεῖν y ἅλλεσθαι Pl.Cra.414a, ἀ. διὰ τοῦ ῥῶ ... describir por la ῥ Pl.Cra.426e, πάντα τὰ πράγματα ... τοῖς ἀριθμοῖς Pythag.B 2.
4 expresar mediante una comparación o paralelo, ejemplificar τὴν νόσον μου Pl.Tht.169b, οἷος γὰρ Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπεικάσειεν ἄν τις καὶ Βρασίδαν Pl.Smp.221c
comparar c. ac. y dat. E.Supp.146, Pl.Phd.76e, 92b, Plu.2.188d, Ath.20c, Μειδίαν Ἀλκιβιάδῃ D.21.143, εἰκόνας αὐτοῖς Luc.Sacr.11.
5 abs. conjeturar S.Tr.141, E.Or.1298
c. inf. imaginar βίᾳ χειρώσασθαι τὴν Σπάρτην D.S.15.65.
II en v. med.-pas. parecerse, asemejarse, imitar c. dat. πρεσβυτέροις Pl.R.563a, ἄρχουσι Pl.Lg.905e, (τὸ ἀναγκαῖον) ἀπείκασται τῇ ... πορείᾳ Pl.Cra.420d, (τὸ ψεῦδος) ἀπείκασται τοῖς καθεύδουσιν Pl.Cra.421b, ἀπεικασθεὶς θεῷ E.El.979.

German (Pape)

[Seite 283] abbilden, nachbilden, οἱ γραφεῖς – τὰ καλὰ ζῷα Isocr. 1. 11; σώματα διὰ τῶν χρωμάτων Xen. Mem. 3, 10, 1; von Worten, ἀπεικασμένον τὸ ὄνομα τῷ τῆς φορᾶς βάρει Plat. Crat. 419 c, u. öfter in demselben Gespräche, durch den Laut, das Wort die Sache darstellen; τοῦ πρὸς ἐκεῖνο ἀπεικασθέντος Tim. 29 b; nachgebildet u. auf den Geist übertragen, sich vorstellen, Epinom. 980 a ff. – Übh. vergleichen, τινά τινι Plat. Conv. 221 d, u. öfter auch Folgd.; Dem. 21, 143. – Med., sich vergleichen, Plat. Rep. VIII, 558 a; Xen. Mem. 3, 11, 1 fut. med., wie akt., vom Maler; – ἀπεικαστέον, man muß nachbilden, Xen. Mem. 3, 10, 8; vergleichen, Plat. Phaedr. 270 e.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀπείκαζον, f. ἀπεικάσομαι, ao. ἀπείκασα, pf. inus.
Pass. ao. ἀπεικάσθην, pf. ἀπείκασμαι;
I. représenter d'après un modèle, copier ; Pass. être l'image de, ressembler à, τινι;
II. fig. 1 se représenter par l'imagination, conjecturer;
2 assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre ; τινί τι une chose à une autre.
Étymologie: ἀπό, εἰκάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεικάζω:
1 воспроизводить, изображать (τινά и τι Isocr., Plat.; διὰ χρωμάτων Xen. и χρώμασι Arst.): ἀπεικασθεὶς πρός τι Plat. являющийся образом или отображением чего-л.;
2 уподоблять (ἑαυτόν τινι Plat.): ἀπεικασθεὶς θεῷ Eur. принявший подобие бога;
3 выражать, представлять, обозначать (τι διά τινος Plat.): ὡς ἀπεικάσαι Soph., Eur. как можно догадаться;
4 сопоставлять, сравнивать (τινί τι Eur., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεικάζω: μέλλ. -άσομαι Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 1· -άσω, Πλούτ. 2. 1135Α: ― Παθ. ἀόρ. ἀπεικάσθην, Εὐρ., Πλάτ.: ― οἱ μετ’ αὐξήσεως χρόνοι ἀπείκαζον, ἀπείκασα, γράφονται ἀπῃκ- ὑπὸ τοῦ Βεκκήρου ἐν τῷ Πλάτ. Σχεδιάζω τι ἀπομιμούμενος τὸ πρώτοτυπον, ἀπεικονίζω, ζῳγραφῶ, ἀντιγράφω εἰκόνα, ἐπὶ ζῳγράφων, τοὺς μὲν γραφεῖς ἀπεικάζειν τὰ καλὰ τῶν ζῴων Ἰσοκρ. 4Β· τὸ σὸν χρῶμα καὶ σχῆμα Πλάτ. Κρατ. 432Β· πρβλ. Κριτί. 107D, Ε· διὰ χρωμάτων ἀπ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· χρώμασι καὶ σχήμασιν Ἀριστ. Ποιητ. 1. 4· μεταφ. ἀπ. ἑαυτόν τινι, συμμορφοῦμαι πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 396D: ― Παθ., γίνομαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, τινι αὐτόθι 563Α, Κρατ. 419C· ἀπεικασθεὶς θεῷ Εὐρ. Ἠλ. 979. 2) ἐκφράζω, παριστάνω διὰ παραβολῆς, συγκρίσεως, ἔχοιμ’ ἂν αὐτὸ μὴ κακῶς ἀπεικάσαι (ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ σύγκρισις) Σοφ. Ἀποσπ. 162, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167Β· οἷος γὰς Ἀχιλλεὺς ἐγένετο, ἀπεικάσειεν ἂν τις καὶ Βρασίδαν ὁ αὐτ. Συμπ. 221C· τὸ θάλλειν τὴν αὔξην μοι δοκεῖ ἀπεικάζειν τὴν τῶν νέων, ἡ λέξις θάλλειν μοὶ φαίνεται ὅτι ἐκφράζει τὴν αὔξησιν…, ὁ αὐτ. Κρατ. 414Α· ἀπ. διὰ τοῦ ῥῶ, ἐκφράζω διὰ τοῦ ἤχου τοῦ -ῥ, αὐτόθι 426Ε: ― Παθ., ἀναπαρίσταμαι, παριστάνομαι δι’ ὁμοιώματος, τοῖς ὑπὸ τῶν κάτω ἀπεικασθεῖσι ὁ αὐτ. Πολ. 511Α· εἰς ὁμοιότητα ᾧ ἀπεικάζετο (δηλ. τούτου ᾧ) ὁ αὐτ. Τίμ. 39Ε· ἀπ. πρὸς τι, ἀναπαρίσταμαι ἐν σχέσει πρός…, ἢ κατὰ ὁμοιότητα τοῦ…, αὐτόθι 29C. 3) ὁμοιάζω, παρομοιάζω, παραβάλλω πρός τι, τινί τι, Εὐρ. Ἱκ. 146, Πλάτ. Φαίδων 76Ε, Γοργ. 493Β, Συμπ. 221D, κ. ἀλλ.· οὐ τοιοῦτόν ἐστιν ᾧ σὺ ἀπεικάζεις, οὐχὶ τοιοῦτον (ὡς ἐκεῖνο) πρὸς τὸ ὁποῖον τὸ παραβάλλεις, ὁ αὐτ. Φαίδων 92Β: ― Παθ., παραβάλλομαι, παρομοιάζομαι, ὁ αὐτ. Νόμ. 905Ε, κ. ἀλλ. ἀπροσώπως, ἀπείκασται τῇ πορείᾳ, ἡ παρομοίωσις γίνετια ἐν σχέσει πρὸς τὸ βάδισμα, ὁ αὐτ. Κρατ. 420D· ἀπείκασται τοῖς καθεύδουσι αὐτόθι 421Β· ―Αἱ σημασίαι αὗται εἶναι συχναὶ παρὰ Πλάτωνι. ΙΙ. ὡς ἀπεικάσαι = ὡς ἐπεικάσαι, καθ’ ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, νὰ συμπεράνῃ ἐξ είκασίας, Σοφ. Ο. Κ. 16, Τρ. 141, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1298· ἴδε ἐπεικάζω.

Greek Monolingual

(AM ἀπεικάζω) [< απ(ο) + εικάζω]
1. απεικονίζω, αναπαριστάνω
2. κάνω εικασία, υποθέτω
3. συμπεραίνω
4. αντιλαμβάνομαι, εννοώ
νεοελλ.
1. αναγνωρίζω, διακρίνω κάτι από μακριά
2. γνωρίζω, ξέρω
αρχ.
1. συγκρίνω, παραβάλλω
2. φρ. «ὡς ἀπεικάσαι» — όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει.

Greek Monotonic

ἀπεικάζω: μέλ. -άσομαι — Παθ. αόρ. αʹ ἀπεικάσθην ή ἀπῃκ-, παρακ. ἀπείκασμαι ή ἀπῃκ-·
I. 1. σχεδιάζω κάτι βάσει προτύπου, απεικονίζω, αναπαριστώ, αντιγράφω, λέγεται για ζωγράφους, σε Ξεν. κ.λπ.· Παθ., γίνομαι όμοιος, μοιάζω· ἀπεικασθεὶς θεῷ, μοιάζοντας με θεό, σε Ευρ.
2. εκφράζω, απεικονίζω, αναπαριστώ μέσω σύγκρισης, μέσω παραβολής, σε Πλάτ. — Παθ., αναπαρίσταμαι ή απεικονίζομαι μέσω ομοιώματος, στον ίδ.
3. προσομοιάζω, παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τί τινι, σε Ευρ., Πλάτ.
II. ὡς ἀπεικάσαι, όπως μπορεί να εικάσει, να συμπεράνει κάποιος βάσει υποθέσεων, σε Σοφ.

Middle Liddell

I. to form from a model, to express, copy, of painters, Xen., etc.:—Pass. to become like, resemble, ἀπεικασθεὶς θεῶι in a god's likeness, Eur.
2. to express by a comparison, Plat.:— Pass. to be copied or expressed by likeness, Plat.
3. to liken, compare with, τί τινι Eur., Plat.
II. ὡς ἀπεικάσαι as one may guess, to conjecture, Soph.