τραγῳδία

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ, (τραγῳδός)

   A tragedy, Ar.Ach.464, al., And.4.23, Arist. Po.1447a13, etc.; τ. ποιεῖν compose a tragedy, Ar.Ach.400, etc.; κωμῳδίαν καὶ τ. ποιοῦντες Pl.R.395a; τραγῳδιῶν ποιηταί OGI51.31 (Egypt, iii B. C.), cf. SIG 1079.3 (Magn. Mae., ii/i B. C.); ποιητὴς τραγῳδιῶν IG22.1132.38 = SIG 399.34 (Decr. Amphict., iii B. C.), OGI352.7 (Athens, ii B. C.), IG7.3197.28 (Orchom. Boeot.); π. τραγῳδίας ib. 416.27 (Oropus, i B. C.); τραγῳδίας διδάσκειν (cf. διδάσκω 111) D.L.1.59; τραγῳδίᾳ διδάξαντα τὴν Μιλήτου ἅλωσιν Plu.2.814b; ὀκτὼ τ. διαγωνίσασθαι to act in eight tragedies, ib.785c; τῇ τ. νικᾶν Pl.Smp.173a; expld. as 'goatsong', because a goat was the prize, Marm.Par.58, Sch.Hermog. in Rh.Mus.63.150; other explanations in EM764.1: cf. τρυγῳδία.    2 in a simile, μίμησις τοῦ καλλίστου καὶ ἀρίστου βίου, ὃ δή φαμεν . . ὄντως εἶναι τραγῳδίαν τὴν ἀληθεστάτην Pl.Lg.817b; ἡ τοῦ βίου τ. καὶ κωμῳδία Id.Phlb.50b.    II generally, any grave, serious poetry, opp. κωμῳδία, hence Homer is called a writer of tragedy, Id.Tht.152e; cf. τραγικός, τραγῳδοποιός.    2 an exaggerated speech, Hyp.Lyc.12 (prob.l.), Eux.26: hence of descriptions of horrors, Plb.6.56.11, D.S.19.8, etc.    3 outward grandeur, pomp, Plu.Demetr.41, Arat.15, Ps.-Zaleuc. ap. Stob.4.2.19(pl.), Luc.Gall. 24; τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασιπροσποιητήν D.H.6.70.

German (Pape)

[Seite 1133] ἡ, Tragödie, Trauerspiel, eigtl. Bocksgesang, entweder weil die älresten Tragödien bei einem Bocksopfer aufgeführt wurden, oder weil ein Bock der Lohn des Sieges war, oder nach Andern gar, weil die Darsteller sich mit Bocksfellen bekleideten; Ar, Plat. Rep. III, 394 c u. A. – Das Tragödienspielen, Luc. conscr. hist. 1. – Uebh. jedes ernste, erhabene Gedicht, wie die homerischen Gesänge, Ggstz der Comödie, Plat. Theaet. 153 e. – Uebertr., eine tragische, bes. pomphafte Erzählung, Darstellung, Pol. 6, 56, 11; gew. mit tadelnder Nebenbedeutung, Luc. Alex. 12; auch von den pomphaften Reden u. Grundsäven der Philosophen, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδία: ἡ, (τραγῳδὸς) ἡρωϊκὸν δρᾶμα ὅπερ ἐπενόησαν οἱ Δωριεῖς Ἀριστ. Ποιητ. 3. 5), καὶ ὅπερ παρ’ αὐτοῖς εἶχε λυρικὸν χαρακτῆρα (τραγικοὶ χοροὶ Ἡρόδ. 5. 67, πρβλ. Bentl. Phal. σελ. 285 κἑξ.)· ἔπειτα μετεφυτεύθη εἰς Ἀθήνας, ἔνθα καὶ βαθμηδὸν ἀναπτυχθὲν προσέλαβε τὴν τελείαν δραματικὴν μορφήν, Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14 κἑξ.· ― τρ. ποιεῖν, συνθεῖναι τραγῳδίαν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, κλπ.· διδάσκειν (ἴδε ἐν λ. διδάσκω)· ὀκτὼ τραγῳδίας διαγωνίσασθαι Πλουτ. 2. 785C· τῇ τρ. νικᾶν Πλάτ. Συμπ. 173Α· ― Ἡ λέξις πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 400, 564, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἀνδοκ. 32. 14. Τὸ ὄνομα κυρίως σημαίνει τράγων ᾠδήν, ἐκ τῶν τράγων εἰς οὓς διεσκευάζοντο οἱ τραγῳδοῦντες, ὡς παριστῶντες τὴν ἀκολουθίαν τοῦ θεοῦ Διονύσου, ἢ ἐκ τοῦ τράγου, ὃς ἐδίδετο ὡς ἔπαθλον εἰς τὸν νικητήν, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2374. 58, Bentl. εἰς Φάλαρ. σ. 209, 292, Christ. Ἑλλην. Λογοτεχν. (Μεταφρ. Κώνστα) τόμ. 1, σελ. 350, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ., πρβλ. καὶ τρυγῳδία. ΙΙ. καθόλου, πᾶσα σοβαρὰ ἢ σπουδαία ποίησις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κωμῳδίαν, ὅθενὍμηρος καλεῖται ποιητὴς τραγῳδίας, Πλάτ. Θεαίτ. 152Ε, πρβλ. Πολ. 605C. 2) παρ’ Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Λυκόφρ. 10 (πιθαν. γραφ.), λόγος ὑπερβολικὸς γινόμενος ἐκ μέρους κατηγόρου, ἴδε Babington ἐν τόπῳ, πρβλ. τὸν αὐτ. Ὑπὲρ Εὐξενίππου 37, Κικ. d. Orat. 1. 219, 2. 205· οὕτως ἐπὶ τραγικῶν μυθευμάτων καὶ τοιούτων, Πολύβ. 6. 56, 11, Διόδ. 19. 8, Πλουτ. Δημήτρ. 41, Ἄρατ. 15, κλπ.· ― καθόλου, πομπή, ἐπίδειξις, Ψευδοζάλευκ. ἐν Bentl. Φαλάρ. 353, Λουκιανοῦ Ἐνύπν. 24· τραγῳδίαν ἐπιθεῖναι τοῖς πράγμασι προσποιητὴν Διον. Ἁλ. 6. 70. 3) συμβὰν λυπηρόν, τραγικόν, ὃ δή φαμεν... ὄντως εἶναι τραγῳδίαν Πλάτ. Νόμ. 817Β· ἡ τοῦ βίου τρ. καὶ κωμῳδία ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50Β. 4) ᾆσμα, Βoiss. Ἀνέκδ. 4. 411, 892.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. litt. « chant du bouc », càd chant religieux dont on accompagnait le sacrifice d’un bouc aux fêtes de Bacchus ; p. suite :
1 chant ou drame héroïque, particul. tragédie;
2 événement tragique, càd événement malheureux et éclatant;
II. action de jouer la tragédie.
Étymologie: τραγῳδός.

Greek Monolingual

η / τραγῳδία, ΝΜΑ τραγῳδός
1. το τελειότερο και συνθετότερο είδος ποιητικού λόγου της ελληνικής αρχαιότητας, με ύψιστη παιδευτική σημασία, απαράμιλλος συνδυασμός του ποιητικού λόγου, της μουσικής και της όρχησης, η βάση και το αρχικό πρότυπο του νεώτερου ευρωπαϊκού δράματος, που, συνδεδεμένο αρχικά με τη λατρεία του Διονύσου και τον διθύραμβο τών δωρικών περιοχών, εξελίχθηκε αργότερα σε ένα θεατρικό δρώμενο, σε μίμηση, αναπαράσταση της ίδιας της ζωής, μια σύγκρουση της ανθρώπινης βούλησης και της μοίρας, διεγείροντας έτσι το δέος αλλά και τον οίκτο και τον έλεο του θεατή, ο οποίος ταυτίζεται και συμπάσχει με τον τραγικό ήρωα του δράματος για να βιώσει τελικά μέσα από αυτήν τη διαδικασία της ταύτισης την ψυχική ανακούφιση, την απαλλαγή δηλαδή από τα παραπάνω συναισθήματα, την κάθαρση, που επιτυγχάνεται με την τελική πτώση και την τιμωρία του τραγικού ήρωα
2. θλιβερό συμβάν, τραγικό γεγονός, κατάσταση που προκαλεί τον οίκτο και τη λύπη, συμφορά (α. «η τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής» β. «ἡ τοῡ βίου τραγῳδία καὶ κωμῳδία», Πλάτ.)
3. φρ. «η από της τραγωδίας ηδονή» — η ψυχική συγκίνηση και η ευχαρίστηση που βιώνει ο θεατής της τραγωδίας, κατά τον Αριστοτέλη, τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου, καθώς και η διαδικασία της κάθαρσης με την τελική πτώση του τραγικού ήρωα
νεοελλ.
θεατρικό έργο με θλιβερό θέμα και μή ευχάριστο τέλοςπροτιμώ τις κωμωδίες από τις τραγωδίες»)
μσν.-αρχ.
επίδειξη, κομπασμός
αρχ.
1. (γενικά) κάθε είδος σοβαρής ποίησης, σε αντιδιαστολή προς την κωμωδία
2. ομιλία κατηγόρου με πολλές υπερβολές
3. μύθευμα, μύθος («ἦν δ' ὡς ἀληθῶς τραγῳδία μεγάλη περὶ τὸν Δημήτριον», Πλούτ.)
4. τραγούδι, άσμα
5. φρ. α) «τραγῳδίαν ποιεῖν» — η συγγραφή τραγωδίας
β) «τραγῳδίαν διδάσκειν» — η προετοιμασία και η παρουσίαση τραγωδίας.