προχωρέω

Revision as of 12:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A go or come forward, advance, πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my hand guides thee, S.Ph.148 (anap.), etc.; of troops, Th.2.12,3.111, etc.; of excrement, to be voided, Arist.HA594b22 (later Pass., Alex. Trall.9.3); οἶκος εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, Lat. vergens ad . ., Luc. Hipp.7: of Time, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος X.Cyr.8.7.1, cf. Hdn.2.2.2, etc.; προὐχώρει ὁ πότος X.An.7.3.26, cf. Luc.DMeretr.15.2: of Degree, προχωρεῖ καὶ οὐ μένει τό τε θερμότερον ἀεὶ καὶ τὸ ψυχρότερον ὡσαύτως Pl.Phlb.24d.    2 of coin, pass current, Peripl.M.Rubr.47, S.E.M.1.178; of funds, to be allocated or expended, εἰς τὴν τῶν τειρώνων συντέλειαν IGRom.4.1763 (Tira), cf. IG42(1).91.10 (iii A.D.), PSI4.285.4 (iv A.D.).    3 to be imported, Peripl.M.Rubr.6, al.    b find a market, sell, οὐ προχωρεῖ ὁ πυρὸς εἰ μὴ ἐκ δραχμῶν ἑπτά PAmh.2.133.18 (ii A.D.).    II metaph., of states, wars, enterprises, etc., proceed, freq. with some word denoting a good or bad issue, δόξας εὖ προχωρῆσαι δόμος E.Heracl.486 (nisi leg. δρόμος) ; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε Hdt.7.50; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Th.1.16; οὕτως ὠμὴ <ἡ> στάσις π. Id.3.81; αὐτῷ π. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο Id.1.74; τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο X.HG5.2.1, cf. 7.2.1, Cyr.2.3.16: abs., go on well, prosper, οὔ τι προχωρέειν οἷον τε ἔσται τῶν πρηγμάτων Hdt.8.108; ἐπεί τέ σφι . . οὐ προεχώρεε [κάτοδος] Id.5.62; ἤν τινά γε προχωρῇ Hp.Fract.15 (v.l. προσ-) ; τὸ ἔργον π. Th.8.68; τὰ πλείω αὐτοῖς προὐκεχωρήκει Id.4.73, cf. 6.103; τὰ νῦν προχωρήσαντα your present successes, Id.4.18; of auguries and the like, τὰ διαβατήρια αὐτοῖς οὐ π. Id.5.54; ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ μᾶλλον προχωροίη ἡμῖν X.An.6.4.21: rarely of ill success, turn out, παρὰ δόξαν αὐτοῖς π. τῶν πραγμάτων Plb.5.29.1; τὸ δ' ἐς τοὐναντίον π. Luc.Alex.36.    2 impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I have success, commonly with neg., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε when he could not succeed by craft, Hdt.1.205, cf. 84, Th.1.109, etc.; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο things did not succeed as... Id.3.18: c.inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἴσον ἑκάστῳ ἔχοντι ἀπελθεῖν if it be not possible . ., Id.4.59; ἐὰν τοῖς γεωργοῖς προχωρῇ πωλεῖν κτλ. PCair.Zen.723.8 (iii B.C.); ῥίψαντες, ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (sc. ῥῖψαι) . . Arr.An.1.1.12; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ π. X.Cyr.1.2.4; ὁπόσα σοι προχωρεῖ as much as is convenient, ib.3.2.29, cf. An.1.9.13: abs. in part., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις ὥστε . .when things went on so well for them that... Id.HG5.3.27.    3 later, of persons, advance, ἐπὶ μέγα π. Luc. DMort.12.2; of excess, ἐς πᾶν τρυφῆς π. D.C.39.37, cf. 48.1; ἐς τοῦτο, ὥστε . . Id.73.3; ἐς τοσοῦτον μανίας, ὡς . . Hdn.1.15.8.    III come forward to speak, π. τῶν ἄλλων come out in front of the rest, v.l. in Din.3.14.

German (Pape)

[Seite 800] vorwärtsgehen, fortschreiten, Her. 7, 50, 2; vorrücken, πρὸς ἐμὴν χεῖρα, Soph. Phil. 148; προκεχωρηκότες ἄπωθεν τῆς Ὄλπης, Thuc. 3, 111; εἰς τὴν χώραν, 2, 12; προχωρεῖ ὁ πότος, Xen. An. 7, 3, 26; προχωρεῖ γὰρ καὶ οὐ μένει, Plat. Phil. 24 d; νῦν σοι προχωρεῖ δαιμόνων κατάστασις, Eur. Phoen. 1272; Fortgang haben, von Statten gehen, gedeihen, Her. 1, 84. 5, 62. 8, 102; οὕτως στάσις προὐχώρησε, Thuc. 3, 82; τὸ ἔργον προὐχώρησε, 8, 68, u. öfter; τοῦ ἔργου προχωρήσαντος, Hdn. 7, 5, 1, u. oft, bes. κατὰ γνώμην; so τὰ νῦν προχωρήσαντα, Thuc. 4, 18; auch ἱερά, fallen günstig aus, Xen. An. 6, 2, 21 (aber ib. 1, 9, 13 ἔχοντι ὅτι προχωροίη ist nach Krüger = er hat einen Grund, warum er reis't; nach Andern = mit sich führend, was ihm beliebt); dah. imperson. ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, da es ihm mit der List nicht gelang, Her. 1, 205; ὡς οὐ προὐχώρει αὐτῷ, Thuc. 1, 109, vgl. 2, 56; Plat. Conv. 220 c; ὁπόσα σοι προχωρεῖ, so viel du kannst, Xen. Cyr. 3, 2, 29; ἡνίκ' ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ, 1, 2, 4, wenn es Jedem seine Zeit und Geschäfte erlauben, u. öfter; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, sc. τῶν πραγμάτων, Hell. 5, 3, 27; vgl. προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, als ihre Macht zu einem hohen Grade gediehen war, Thuc. 1, 16; κατὰ λόγον προχωρεῖ σφίσι τὰ πράγματα, Pol. 1, 20, 3, u. A.; seltener im schlimmen Sinne, παρὰ δόξαν αὐτοῖς προχωρούντων τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 29, 1; ὥςπερ γὰρ ἐν πόλει νομίσματος προχωροῦντος, S. Emp. adv. gramm. 178, die Münze kursirt, hat Geltung.

Greek (Liddell-Scott)

προχωρέω: χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, πρὸς ἐμὴν χεῖρα προχωρῶν, πρὸς τὸ μέρος ὅπου σε ὁδηγεῖ ἡ χείρ μου, Σοφ. Φιλ. 148, κτλ.· ἐπὶ στρατευμάτων, Θουκ. 2. 12., 3. 111, κτλ.· πρ. καὶ οὐ μένει Πλάτ. Φίληβ. 24D· ἐπὶ περιττωμάτων, ἐκκενοῦμαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 6· οἶκος εἰς βορρᾶν προκεχωρηκώς, τετραμμένος πρὸς βορρᾶν, Λατ. vergens ad..., Λουκ. Ἱππ. 7· ― ἐπὶ χρόνου, τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Ξενοφ. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 2. 2, 3, κτλ.· οὕτω, προὐχώρει ὁ πότος Ξεν. Ἀν. 7. 3. 26, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 15. 2· ― ἐπὶ νομισμάτων, κυκλοφορῶ, «περνῶ», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ πολιτειῶν, πολέμων, ἐπιχειρήσεων, κτλ., προβαίνω, προχωρῶ, φθάνω, συχνάκις μετ’ ἄλλης τινὸς λέξεως δηλούσης καλὴν ἢ κακὴν ἔκβασιν, δόξας εὖ προχωρῆσαι δόμος Εὐρ. Ἡρακλ. 486 τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμενος προκεχωρήκεε Ἡρόδ. 7. 50, 2· προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Θουκ. 1. 16· οὕτως ὠμὴ πρ. ἡ στάσις ὁ αὐτ. 3. 81· αὐτῷ πρ. τὰ πράγματα ᾗ ἐβούλετο ὁ αὐτ. 1. 74· τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλετο Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 1, πρβλ. 7. 2, 1, Κύρ. 2. 3, 16· ― ἀπολ., πηγαίνω καλά, εὐτυχῶ, οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται Ἡρόδ. 8. 108· ἐπεί τέ σφι... οὐ προεχώρεε ἡ κάτοδος ὁ αὐτ. 5. 62, πρβλ. 7. 50, 2· τὸ ἔργον πρ. Θουκ. 8. 68· τὰ πλείω αὐτοῖς προκεχωρήκει ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. 6, 103· τὰ νῦν προχωρήσαντα, αἱ παροῦσαι ἐπιτυχίαι ὑμῶν, ὁ αὐτ. 4. 18· ἐπὶ οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, τὰ διαβατήρια αὐτοῖς οὐ πρ. ὁ αὐτ. 5. 54· ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ μᾶλλον προχωροίη ἡμῖν Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 21· ― σπανίως ἐπὶ ἀποτυχίας, παρὰ δόξαν αὐτοῖς πρ. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 5. 29, 1· τὸ δ’ εἰς τοὐναντίον πρ. Λουκ. Ἀλέξ. 36 (ἔνθα ὁ Cobet περιεχώρει). 2) ἀπροσ., προχωρεῖ μοι, «πάει καλὰ ἡ δουλειά», ἐπιτυγχάνω, συνήθως μετ’ ἀρνήσ., ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρει, ὅτε δὲν ἠδύνατο νὰ ἐπιτύχῃ διὰ δόλου, Ἡρόδ. 1. 205, πρβλ. 81, Θουκ. 1. 109, κτλ.· οὐ προὐχώρει, ᾗ προσεδέχοντο, τὰ πράγματα δὲν ἀπέβαινον ἐπιτυχῶς καθὼς περιέμενον, Θουκ. 3. 18· μετ’ ἀπαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ... ἑκάστῳ... ἀπελθεῖν, ἂν δὲν εἶναι δυνατόν..., ὁ αὐτ. 4. 59· ῥίψαντες ὡς ἑκάστοις προὐχώρει (ἐξυπακ. ῥίψαι)... Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12· οὕτω, ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ πρ. Ξενοφ. Κύρ. 1. 2, 4· ὁπόσα σοι προχωρεῖ, ὅσα σοι εἶναι εὔκολον, ὁ αὐτ. 3. 2, 29, πρβλ. Schneid. An. 1. 9, 13· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις, ὅτε τὰ πράγματα εἶχον προχωρήσῃ καλῶς δι’ αὐτούς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 3, 27. 3) μεταγεν. ἐπὶ προσώπων, προβαίνω, προχωρῶ, ἐπὶ μέγα πρ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2· ἐπὶ ὑπερβολῆς, ἐς πᾶν τροφῆς πρ. Δίων Κ. 39, 37, πρβλ. 48. 1· ἐς τοῦτο ὥστε…, ὁ αὐτ. 73. 3· εἰς τοσοῦτον μανίας, ὡς…, Ἡρῳδιαν. 1. 15. ΙΙΙ. προχωρῶ, προβαίνω, ὅπως λαλήσω, προκεχωρηκότα (ἔνθα νῦν προκεχειρικότα) τῶν ἄλλων Δείναρχ. κατὰ Φιλοκλ. 110 (14).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. s’avancer, s’approcher ; en parl. du temps s’avancer, s’écouler, passer;
II. avancer, faire des progrès : οὕτως ὠμὴ στάσις προὐχώρησε THC tant la sédition fut atroce ; προχωρεῖν ἐπὶ μέγα LUC faire de grands progrès ; εἴς τι δυνάμιος HDT parvenir à un certain degré de puissance ; p. suite
1 prospérer, réussir : τὰ ἱερὰ προχωρεῖ XÉN les sacrifices sont favorables : ἢν μὴ προχωρήσῃ ἑκάστῳ avec l’inf. THC s’il n’est pas possible à chacun de ; • impers. ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε HDT comme la ruse ne lui réussissait pas ; abs. au part. : προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις XÉN les affaires marchant bien pour les Lacédémoniens;
2 convenir : ἡνίκ’ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ XÉN quand cela convient à chacun.
Étymologie: πρό, χωρέω.

Greek Monotonic

προχωρέω: μέλ. -ήσω,
I. πηγαίνω ή έρχομαι προς τα εμπρός, προχωρώ, πρὸς ἐμὴν χεῖρα, προς το μέρος που το χέρι μου οδηγεί σε, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, σε Θουκ.· λέγεται για χρόνο, προχωρώ, περνάω, σε Ξεν.
II. 1. μεταφ., λέγεται για πολιτείες, πολέμους, επιχειρήσεις κ.λπ., προβαίνω, προχωρώ, συνεχίζω, συχνά με λέξεις που δηλώνουν καλή ή κακή έκβαση, εὖ προχωρῆσαι, σε Ευρ.· προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων, σε Θουκ.· τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο, σε Ξεν.· απόλ., πηγαίνω καλά, βαίνω ευτυχώς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. απρόσ., προχωρεῖ μοι, μου πάει καλά, έχω επιτυχία, ὡς οἱ δόλῳ, οὐ προεχώρει, δεν μπορούσε να επιτύχει με δόλο, στον ίδ.· με απαρ., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἀπελθεῖν, αν δεν είναι δυνατό να απομακρυνθεί, σε Θουκ.· απόλ. με μτχ., προκεχωρηκότων, όταν τα πράγματα είχαν προχωρήσει καλά, σε Ξεν.
3. μεταγεν. λέγεται για πρόσωπα, προβαίνω, προχωρώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προχωρέω: 1) идти вперед, проходить, продвигаться (εἰς τὴν χώραν Thuc.): π. καὶ οὐ μένειν Plat. безостановочно двигаться; προκεχωρηκότες ἄπωθεν τῆς Ὄλπης Thuc. удалившись от Ольпы;
2) направляться, быть обращенным (οἶκος εἰς Βορρᾶν προκεχωρηκώς Luc.);
3) (о деньгах) иметь хождение, быть в обращении (νόμισμα προχωροῦν Sext.);
4) (во времени) проходить, протекать: ἐπεὶ δὲ προὐχώρει ὁ πότος Xen. во время попойки; τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος Xen. с наступлением старости; εὖ π. Eur. протекать благополучно, благоденствовать; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Thuc. с усилением могущества ионян; ταῦτα μὲν δὴ οὕτω προὐκεχωρήκει Xen. вот так это и произошло;
5) благополучно протекать, удаваться: ἄγοντι ἡσυχίην οὔ τι προχωρέειν οἷόν τε ἔσται Her. у того, кто предается бездействию, никакого успеха не будет; καὶ τἆλλα προὐχώρει αὐτοῖς ἐς ἐλπίδας Thuc. все остальное также шло у них благополучно, в соответствии с (их) надеждами; π. ἔς τι δυνάμιος Her. достигнуть известного могущества; τὰ νῦν προχωρήσαντα Thuc. достигнутые ныне успехи; ὡς δ᾽ αὐτῷ οὐ προὐχώρει impers. Thuc. так как ему (это) не удалось; προκεχωρηκότων τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen. в то время как лакедемонянам везло; τὰ ἱερὰ προχωρεῖ Xen. жертвоприношение складывается благоприятно, т. е. сулит успех;
6) impers. подходить, быть выгодным, удобным: ἡνίκ᾽ ἂν ἑκάστῳ προχωρῇ Xen. когда кому будет удобно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-χωρέω voorwaarts gaan: met bep. v. richting; πρὸς ἐμὴν αἰεὶ χεῖρα προχωρῶν telkens op mijn teken voorwaarts gaand Soph. Ph. 148; milit. oprukken:; προυχώρει ἐς τὴν γῆν αὐτῶν hij marcheerde hun land binnen Thuc. 2.12.4; abs. van tijd voortgaan:. τοῦ αἰῶνος προκεχωρηκότος toen zijn leven ver was voortgeschreden Xen. Cyr. 8.7.1; προὐχώρει ὁ πότος het drinkgelag vorderde Xen. An. 7.3.26. overdr. met bep. v. richting voortgang maken, vorderingen maken, vooruitgaan:; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς ὃ δυνάμιος προκεχώρηκε tot welk een macht het Perzische rijk is gekomen Hdt. 7.50.3; Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων toen de Ioniërs tot grote welvaart waren gekomen Thuc. 1.16; οὐ προὐχώρει ᾗ προσεδέχοντο het liep niet zoals zij verwachtten Thuc. 3.18.1; van pers.. ἐπὶ μέγα π. het ver brengen Luc. 77.25. abs. succes hebben:; τὸ ἔργον... προυχώρησε de onderneming was een succes Thuc. 8.68.4; τὰ νῦν προχωρήσαντα de huidige successen Thuc. 4.18.5; ἴσως ἂν τὰ ἱερὰ προχωροίη ἡμῖν misschien zouden de offers gunstig voor ons uitvallen Xen. An. 6.4.21; onpers..; ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε toen hij met list geen succes had Hdt. 1.205.2; onpers. met inf.. ἢν ἄρα μὴ προχωρήσῃ... ἀπελθεῖν als het niet lukt te weg te gaan Thuc. 4.59.4; ἡνίκ ’ ἂν ἑκάστῳ προχώρῃ wanneer dat ieder goed uitkomt Xen. Cyr. 1.2.4.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to go or come forward, advance, πρὸς ἐμὴν χεῖρα as my hand guides thee, Soph.; of troops, Thuc.:—of Time, to go on, Xen.
II. metaph. of States, wars, enterprises, etc., to proceed, advance, go on, often with some word to denote a good or bad issue, εὖ προχωρῆσαι Eur.; προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν πραγμάτων Thuc.; τούτων προκεχωρηκότων ὡς ἐβούλοντο Xen.:—absol. to go on well, prosper, Hdt., etc.
2. impers., προχωρεῖ μοι it goes on well for me, I have success, ὡς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε when he could not succeed by craft, Hdt.; c. inf., ἢν μὴ προχωρήσῃ ἀπελθεῖν if it be not possible to depart, Thuc.:—absol. in part., προκεχωρηκότων when things went on well, Xen.
3. later, of persons, to advance, Luc.