μελαγχολία

Revision as of 15:07, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A atrabiliousness, melancholy, freq. in pl., Hp.Aër.10, Ti.Locr.103a, Phld.Ir.p.28 W., Man.2.366: sg., Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 118] ἡ, Schwarzgalligkeit, Melancholie, Tiefsinn, durch die ins Blut sich ergießende Galle entstehend, Tim. Locr. 103 a; im plur., Hippocr. u. Sp., wie Luc. Mort. D. 20, 4. Vit. auct. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγχολία: ἡ, κυρίως τὸ ἔχειν τὴν χολὴν μέλαιναν· νόσος τις, μελαγχολία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, κτλ.· πρβλ. Foës. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. πικροχολία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
humeur noire, mélancolie.
Étymologie: μελάγχολος.

Greek Monolingual

η (ΑM μελαγχολία, Α ιων. τ. μελαγχολίη)
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με αίσθημα ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική αναστολή
νεοελλ.-μσν.
βαριά δυσθυμία που συνοδεύεται από τάση προς απομόνωση, μεγάλη και συνεχής λύπη, έντονη ακεφιά
αρχ.
1. ασθένεια που προέρχεται όταν εγχυθεί η χολή στο αίμα, είδος παραφροσύνης, υποχονδρία («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)
2. οργή, θυμός
3. αφροσύνη, απερισκεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος (< μέλας, -ανος + χόλος / χολή). Η λ. μελαγχολία εντάσσεται σε μια ομάδα λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου αναφορικά προς ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η αντίληψη της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο οποίος πρώτος διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την ανάμιξη σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι εξής τύποι: αιματώδης «ενθουσιώδης, πληθωρικός» (πρβλ. και θερμόαιμος, ψύχραιμος), φλεγματικός «ψύχραιμος, απαθής» (πρβλ. «αγγλικό φλέγμα»), χολερικός «ευερέθιστος, οξύθυμος» και μελαγχολικός «δύσθυμος, άκεφος». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. humor (χιούμορ) «εύθυμη κριτική διάθεση» προέρχεται από λατ. humor «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, τέλος, της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών είναι νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η χολή», «μού έπρηξε το συκώτι», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το αίμα», «μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι», που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. μελαγχολία δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholy, γαλλ. melancholie), ενώ ως ιατρικός όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. melancholia].

Russian (Dvoretsky)

μελαγχολία: ἡ тж. pl. разлитие черной желчи, т. е. меланхолия, душевная угнетенность Plat., Luc., Plut.