ὑπόγυιος
English (LSJ)
or (v. sub fin.) ὑπόγῠος, ον, A nigh at hand, imminent, ὑ. μοι τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης Isoc.15.4, ὑπόγυον ἐνδείκνυται θάνατον Gal.18(2).69; ὑπόγυον, used abs., near the end, at the approach of death, Hp.Epid.7.51,52; εἴ τινων ὑ. ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν Thphr. CP1.13.10; τοῦτ' ἐστὶν ὑπογυιότατον (v.l. -γυώτατον) πρὸς αὐτάρκειαν the readiest means, Arist.Pol.1321b16; ὑπογύου οὔσης τῆς ἑορτῆς Id.Oec.1347a28, cf. IG5(2).265.10 (Mantinea, i B. C.); τῶν χρόνων ὑ. ὄντων D.28.17; ἡ ὑπόγυος πρόσταξις the immediate command (i.e. that something shall be done immediately), A.D.Synt.253.2; ἡ ἐκεῖνος καὶ ἡ οὗτος . . τὴν ὑπόγυιον γνῶσιν τοῦ προσώπου παριστᾶσιν Id.Pron.61.4. Adv. ὑπογύως immediately, in the immediate future, ἐὰν γένηται ἡμᾶς μὴ ὑ. ἀναπλεῖν PAmh.2.135.10 (ii A. D.). II recent, ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος Isoc.14.17; ὑπογυωτέροις παραδείγμασι χρῆσθαι D.61.46; τὰ ὑπογυιότατα Ps.-Philipp. ap. eund.12.12; ὑπογυώτερα τοῖς χρόνοις D.60.9; ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ . . it is a very short time since... Isoc.18.29; ἐν τοῖς ὑ. λόγοις, opp. τοῖς ἄνω, Arist.GA757a28; ταῖς ὑ. ἀπεψίαις Gal.6.195; ὑπόγυοι αἰτίαι νοσημάτων Id.15.162. Adv. ὑπογυίως or -γύως recently, lately, Ath.5.206d, Dsc.Ther.Prooem., BGU731 ii 5 (ii A. D.); ἔχων ὑ. ἐν μνήμῃ τὰς τιμὰς ὧν ἀγοράζει having freshly in his mind. PRyl.233.12 (ii A. D.): neut. -γυον as adverb, Gloss.; τὸ ὑπογυιότατον Isoc.9.81. III sudden, ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια ὄντα Arist.EN1115a34; ἐξ ὑπογύου off-hand, on the spur of the moment, X.Cyr.6.1.43, Pl.Mx.235c, Isoc.4.13; ἐξ ὑ. γίγνεσθαι, opp. ἐκ πολλοῦ χρόνου σκέψασθαι, Arist.Rh.1354b3; ἐξ ὑπογύου τινὸς χρόνου OGI13.7 (Samos. iv B. C.). 2 of persons, ὑ. τῇ ὀργῇ in the first burst of anger, Arist.Rh.1380b6. 3 actual, present, διὰ τὴν ὑπόγυιον ἰσχνότητα Gal.Nat.Fac.2.6.—The forms ὑπό-γυιος and -γυος vary continually in codd., and the erroneous Comp. and Sup. forms ὑπογυιώτερος -ώτατος, and ὑπογυότερος -ότατος occur; in Papyri and Inscrr. we have ὑπογύως POxy.237 vi 6, vii 32 (ii A. D.), etc., ὑπογυίως PSI 10.1103.8 (iii A. D.), ὑπόγυιος IG5(2) l.c., CPR220.5 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1213] auch ὑπόγυος, 1) unter Händen, zur Hand, bereit; τὸ ὑπογυιότατον, das nächstliegende Mittel, πρὸς αὐτάρκειαν Arist. pol. 6, 8. – 2) was eben aus den Händen kommt, neu, frisch; ἐξ ὑπογυίου, von der Faust weg, aus dem Stegereif, sogleich, wie ὑπὸ χεῖρα, Plat. Menex. 235 c; Xen. Cyr. 6, 1, 43; τῶν χρόνων ὑπογύων ὄντων Dem. 28, 17; Sp., wie Luc. amor. 5; ἐξ ὑπογυίου γίγνεται ἡ παρασκευή Isocr. 4, 13, wie κρίσεις γίγνονται Arist. rhet. 1, 1. Aehnl. ἤδη ὑπογυίου μοι τῆς τελευτῆς τοῦ βίου οὔσης Isocr. 15, 4, da es mir nahe bevorsteht; ὑπόγυιον καὶ οὐ πρὸς ἀκρίβειαν S. Emp. adv. astrol. 63. Auch adv. ὑπογυίως u. ὑπογύως, auch ὑπόγυιον u. ὑπόγυον, neulich, kürzlich, ὑπογυιότερον, vor kurzer Zeit, Her.; τῷ ὑπογυιότερ' εἶναι τοῖς χρόνοις Dem. 60, 9; ὑπογυιότατα, ganz neulich, Dem. 12, 12 (ep. Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὑπόγυος;
Cp. ὑπογυιότερος, Sp. ὑπογυιότατος.
Étymologie: ὑπό, γυῖον.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόγῠιος: v.l. = ὑπόγυιος.
ὑπόγυιος: v.l. ὑπόγῠος
1 находящийся под рукой, непосредственно близкий, предстоящий: ὑπογυίου τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης Isocr. поскольку жизнь близится к концу; ὑπογύου οὔσης τῆς ἑορτῆς Arst. накануне праздника; τὸ ὑπογυιότατον πρός τι Arst. ближайшее средство для чего-л.;
2 недавний: ὑπόγυιον γάρ ἐστιν Isocr. совсем ведь недавно; ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος Isocr. только что минувшая война; καθάπερ ἐν τοῖς ὑπογύοις εἴρηται λόγοις Arst. как только что было сказано;
3 немедленный, внезапный Arst.: ἐξ ὑπογύου Xen., Isocr., Plat. немедленно, сразу, тут же, внезапно; κεχρονικὼς καὶ μὴ ὑ. τῇ ὁργῇ Arst. выждавший некоторое время и давший своему гневу улечься.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγυιος: ἢ (ἴδε ἐν τέλ.) ὑπόγυος, ον. προσδόκιμος, ἐγγύς, ὑπ. μοι τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης Ἰσοκρ. 310D˙Ϗ ὑπόγυον, ἐν χρήσει ἀπολ., ὁ πλησίον τοῦ τέλους, πλησίον τοῦ θανάτου, Ἱππ. 1225C, Ε. F˙ εἴ τινων ὑπ. ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 10˙ τοῦτ’ ἐστιν ὑπογυιότατον πρὸς αὐτάρκειαν, προχειρότατον μέσον, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 3˙ ὑπογύου οὔσης τῆς ἑορτῆς, ἐγγὺς οὔσης, Ἀριστ. Οἰκον. 2, 7˙ τῶν χρόνων ὑπ. ὄντων Δημ. 841. 6. ΙΙ. μόλις ἐξελθὼν ἐκ τῶν χειρῶν τινος, πρόσφατος, νέος, Λατ. recens, ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος Ἰσοκρ. 299Ε˙ ὑπογυιοτέροις παραδείγμασι χρῆσθαι Δημ. 1415. 5˙ τὰ ὑπογυιότατα δεινὰ πεπονθέναι Φίλιππ. αὐτόθι 162. 1˙ ὑπογυιότερα τοῖς χρόνοις Δημ. 1391. 21. ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὖ..., εἶναι πολύ ὀλίγος χρόνος ἀφ’ ὅτου..., Ἰσοκρ. 376Ε˙ ἐν τοῖς ὑπ. λόγοις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τοῖς ἄνω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 7, 3˙ - Ἐπίρρ. ὑπογυίως ἢ -γύως, πρὸ μικροῦ, ἀρτίως, Ἀθην. 206D˙Ϗ τὸ ὑπογυιότατον Ἰσοκρ. 207Ε. ΙΙΙ. αἰφνίδιος, ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια ὄντα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 6, 10˙ - ἐξ ὑπογύου, παραχρῆμα, εἰς τὴν στιγμὴν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 43, Πλάτ. Μενέξ. 235C, Ἰσοκρ. 43C˙Ϗ ἐξ ὑπ. γίγνεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ πολλοῦ χρόνου σκέψασθαι, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7, κλπ.˙ ὡς τὸ ἐκ χειρός. πρβλ. χεὶρ ΙΙ. 6, Ε. 2) ἐπὶ προσώπων, ὑπ. τῇ ὀργῇ, κατὰ τὴν πρώτην ἔκρηξιν τῆς ὀργῆς, Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 13. - Οἱ τύποι ὑπόγυιος καὶ -γυος συνεχῶς ποικίλλονται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε ἀπαντῶσι καὶ οἱ ἡμαρτημένοι τύποι τοῦ συγκρ. ὑπογυιώτερος -ώτατος. και ὑπογυότερος -ότατος˙ ὁ L. Dind ἐν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 1, 43, προτείνει νὰ γράφηται ἁπανταχοῦ ὑπόγυος, κατ’ ἀναλογίαν τοῦ ἀμφίγυος (ὃ ἴδε), καὶ ἔγγυος. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 60 καὶ σημ. Κοραῆ εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 226.
Greek Monolingual
και ὑπόγυος, -ον, ΜΑ
1. πρόχειρος, αυτός που είναι εύκολο να χρησιμοποιηθεί («εἴ τινων ὑπόγυιος ἡ ἀφαίρεσις τῶν καρπῶν», Θεόφρ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπόγυιον
πρόσφατα, πριν από λίγο
3. φρ. «ἐξ ὑπογυίου» — εκ τών ενόντων, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία (Ξεν.)
αρχ.
1. επερχόμενος, επικείμενος («ὑπογυίου μοι τῆς τοῦ βίου τελευτῆς οὔσης», Ισοκρ.)
2. ετοιμοθάνατος
3. έτοιμος να κάνει κάτι («ὑπόγυιος τῇ ὀργῇ» — έτοιμος να ξεσπάσει, Αριστοτ.)
4. ο εντελώς πρόσφατος («ὁ πόλεμος ὁ ὑπογυιότατος», Ισοκρ.)
5. (για λόγο) αυτός που ειπώθηκε προ ολίγου («ἐν τοῖς ὑπογυίοις λόγοις», Αριστοτ.)
6. αιφνίδιος, ξαφνικός («ὅσα θάνατον ἐπιφέρει ὑπόγυια ὄντα», Αριστοτ.).
επίρρ...
ὑπογυίως ΜΑ
πρόσφατα, προ ολίγου
αρχ.
κοντά, πλησίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -γυιος (< γύη «κυρτότητα», βλ. λ. γύης)].
Greek Monotonic
ὑπόγυιος: ή ὑπό-γῠος, -ο (γυῖον)·
I. στο χέρι κάποιου, πλησίον, εγγύς, σε Ισοκρ., Δημ.
II. αυτός που μόλις βγήκε από τα χέρια κάποιου, πρόσφατος, νέος, Λατ. recens, σε Ισοκρ., Δημ.· ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ..., είναι πολύ λίγος χρόνος αφότου..., σε Ισοκρ.
III. 1. αιφνίδιος, ξαφνικός, σε Αριστ.· ἐξ ὑπογύου, εκ του προχείρου, δίχως προετοιμασία ή προπαρασκευή, αυθορμήτως, στη στιγμή, σε Ξεν., Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, ὑπογύῳ τῇ ὀργῇ, στην πρώτη ἔκρηξη, ξέσπασμα της οργής, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὑπό-γυιος, ορ ὑπό-γυος, ον, γυῖον
I. under one's hand, nigh at hand, Isocr., Dem.
II. just out of hand, fresh, new, Lat. recens, Isocr., Dem.; ὑπόγυιόν ἐστι ἐξ οὗ . ., it is a very short time since . ., Isocr.
III. sudden, Arist.:— ἐξ ὑπογύου off hand, on the spur of the moment, Xen., Plat.
2. of persons, ὑπ. τῇ ὀργῇ in the first burst of anger, Arist.
Frisk Etymology German
ὑπόγυιος: {hupógu(i)os}
See also: s. ἐγγύη.
Page 2,972