χειροτονέω

Revision as of 10:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A stretch out the hand, for the purpose of giving one's vote in the assembly, περὶ τῶν ἀνδρῶν Plu.Phoc.34; μὴ χ. vote against the motion, Luc.Deor.Conc.9:—but mostly,
II c. acc. pers., elect, prop. by show of hands, Ar.Ach.598, Av.1571, etc.; εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον, you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war D.4.26; c. dupl. acc., στρατηγὸν χ. τινά X.HG6.2.11, cf. Isoc.8.50:—Pass., to be elected, Ar.Ach.607; ἐπὶ τοῦτ' ἐχειροτονήθησαν, ἵνα.. Lys.28.14; χ. ἔκ τινων Pl.Lg.763e; χ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως Decr. ap. D.18.115: c. acc. cogn., χ. τὴν ἀρχὴν τὴν ἐπὶ τῷ θεωρικῷ Aeschin.3.24, cf. Ar.Ec. 517 (anap.); χειροτονηθεὶς ἢ λαχών Pl.Plt. 300a, cf. Aeschin.1.106.
b later, generally, appoint, Ph.2.112; of the Jewish High Priest, J.AJ13.2.2; τὸν ὑπὸ τοῦ θεοῦ κεχειροτονημένον βασιλέα ib.6.13.9, cf. 7.9.3; appoint to an office in the Church, πρεσβυτέρους Act.Ap.14.23, cf. 2 Ep.Cor.8.19 (Pass.).
2 c. acc. rei, vote for a thing, Ar.Ec.297 (lyr.), 797, lsoc.7.84; γνώμας D.18.248: c. inf., ὁ δῆμος ἐχειροτόνησεν ἐξεῖναι.. πέμπειν voted to send, Aeschin. 2.13, cf. IG12.57.29, 63.4:—Pass., κεχειροτόνηται ὕβρις τὸ πρᾶγυ' εἶναι it is voted, ruled to be... D.21.216.
III span with the hand, τὸ αἰδοῖον Artem.1.78 (ap.Suid.; χειροκοπεῖν codd.).

German (Pape)

[Seite 1347] die Hand ausstrecken; bes. in der Volksversammlung durch Aufheben der Hand abstimmen, erwählen, beschließen; τινά, Ar. Ach. 573. 582 u. oft; Plat. Legg. VI, 755 c 756 a; τινὰ στρατηγόν, Xen. Hell. 6, 3. 11; u. oft im pass., wie Lys. 12, 44; χειροτονηθέντα ἢ λαχόντα ἐκ τύχης Plat. Polit. 300 a; τὰς ἐμὰς γνώμας ἐχειροτόνει, stimmte für sie, beschloß sie, Dem. 18, 248; ταῦτα, Isocr. 7, 84; ἐχειροτονήθη Δημοσθένης τὴν ἀρχήν, Aesch. 3, 14; οἱ ἐπὶ τὸ θεωρικὸν κεχειροτονημένοι, 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. χειροτονήσω, ao. ἐχειροτόνεσα, pf. κεχειροτόνηκα, etc.
tendre la main pour voter, d'où
1 voter à main levée;
2 nommer par un vote à main levée : τινα, qqn : τινα στρατηγόν XÉN qqn général ; Pass. être élu à main levée : ἐχειροτονήθη Δημοσθένης τὴν ἀρχήν ESCHN Démosthène fut investi par un vote à main levée de la charge de ; ἔκ τινων PLAT être élu par qqes-uns;
3 décider ou décréter par un vote à main levée, acc..
Étymologie: χειροτόνος.

Russian (Dvoretsky)

χειροτονέω:
1 голосовать поднятием рук(и) (περί τινος Polyb., Plut.);
2 избирать (назначать) поднятием рук(и) (ἡ ἀρχή, ἣν κεχειροτόνημαι Arph.): χ. τινα ἐπί τι Aeschin., Plut. или ἐπί τινος Dem. избирать кого-л. голосованием на какую-л. должность; χ. τινά τινα Xen. выбирать кого-л. кем-л.; χειροτονηθεὶς ἢ λαχών Plat. избранный голосованием или назначенный по жребию;
3 решать поднятием рук, постановлять голосованием (τι Arph., Isocr., Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονέω: ἐκτείνω ἢ ὑψώνω τὴν χεῖρα ὅπως ψηφοφορήσω ἐν τῇ Ἀθηναίων ἐκκλησίᾳ, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 19, κλπ.· περί τινος Πλουτ. Φωκ. 34· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. μετ’ αἰτιατ. προσώπου, ψηφίζομαι ὑπέρ τινος, ἐκλέγω κυρίως δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 598, Ὄρν. 1571, κλπ.· εἰς τὴν ἀγορὰν χ. τοὺς ταξιάρχους.., οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον Δημ. 47. 16· μετὰ διπλ. αἰτ., στρατηγὸν χ. τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 11, Ἰσοκρ. 169D. - Παθητ., ἐκλέγομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 607· χειροτονεῖσθαι ἐπὶ τοῦτο, ἵνα..Λυσί. 189. 39· χ. ἔκ τινων Πλάτ. Νόμ. 763Ε· χ. ἐπὶ τῆς διοικήσεως Ψήφισμα παρὰ Δημ. 265. 13· μετὰ συστοίχου αἰτ., χ. τὴν ἀρχὴν τὴν ἐπὶ τῷ θεωρικῷ Αἰσχίν. 57. 19, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 517· τὸ χειροτονηθῆναι, δηλ. αἱρεθῆναι διὰ χειροτονίας (ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ἀντετίθετο τῷ λαχεῖν, δηλ. ἐκλεχθῆναι διὰ κλήρου, χειροτονηθεὶς ἢ λαχὼν Πλάτ. Πολιτικ. 300Α, πρβλ. Αἰσχίν. 15, 11. β) μεταγεν. καθόλου, διορίζω, Φίλων 2. 112· διορίζω εἰς ἀξίωμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 19· ἐπὶ χειροτονίας κληρικῶν, Ἰγνάτ. 705, 725, Ἀθανάσ. Ι, 260· ἴδε χειροτονία ΙΙ. 2. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος, ψηφοφορῶ διά τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 297, 797, Ἰσοκρ. 157Α, Δημ. 309. 27· οὕτω μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ δῆμος ἐχειροτόνησεν ἐξεῖναι..πέμπειν, δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἀπεφάσισε να.., Αἰσχίν. 29 ἐν τέλει. - Παθητ., κεχειροτόνηται ὕβρις εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἔχει ὁρισθῇ διὰ χειροτονίας ὅτι τὸ πρᾶγμα τοῦτο εἶναι ὕβρις, Δημ. 583. 25. ΙΙΙ. διεγείρω τι διὰ τῆς χειρός, «χειροτονεῖν τὸ αἰδοῖον, τουτέστιν αἰσχρῶς ἀνακινεῖν καὶ ἀποσπερματίζειν» Σουΐδ. ἐν λ.

English (Strong)

from a comparative of χείρ and teino (to stretch); to be a hand-reacher or voter (by raising the hand), i.e. (generally) to select or appoint: choose, ordain.

English (Thayer)

χειροτόνω: 1st aorist participle χειροτονησας; 1st aorist passive preposition χειροτονηθείς; (from χειρότονος extending the hand, and this from χείρ and τείνω); from (Aristophanes), Xenophon, Plato, Isocrates down;
a. properly, to vote by stretching out the hand (cf. Xenophon, an. 3,2, 33 ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα, ἀνατεινάτω τήν χεῖρα. ἀνετειναν ἅπαντες).
b. to create or appoint by vote: τινα, one to have charge of some office or duty, passive, to elect, appoint, create: τινα, Passow, under the word, p. 2440{a}; χειροτονεῖσθαι ὑπό Θεοῦ βασιλέα, Philo de praem. et poen. § 9; (βασιλέως ὕπαρχος ἐχειροτονειτο, de Josephus, § 41); Josephus, Antiquities 6,4, 2; (7,11, 1; of the choice of Jonah as high priest, 13,2, 2; cf. Hatch in Dict. of Chris. Antiq., under the word, Ordination, p. 1501{b}; Harnack on ' Teaching' etc. 15,1 [ET]).). (Compare: προχειροτονέω.)

Greek Monotonic

χειροτονέω: μέλ. -ήσω (χειρότονος
I. σηκώνω ψηλά το χέρι μου με σκοπό να ψηφίσω, σε Πλούτ., Λουκ.
II. 1. με αιτ. προσ., ψηφίζω κάποιον, εκλέγω, κυρίως με ανάταση των χεριών, σε Αριστοφ., Δημ. — Παθ., εκλέγομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· χειροτονηθῆναι, εκλογή με ανάταση χειρών, αντίθ. προς το λαχεῖν, εκλογή με κλήρο, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., ψηφίζω για κάτι, σε Δημ.· ομοίως, με απαρ., ψηφίζω να..., σε Αισχίν. — Παθ., κεχειροτόνηται ὕβρις εἶναι, ψηφίστηκε, ορίστηκε, αποφασίστηκε ότι είναι ύβρις, σε Δημ.

Middle Liddell

χειρότονος
I. to stretch out the hand, for the purpose of voting, Plut., Luc.
II. c. acc. pers. to vote for, elect, properly by show of hands, Ar., Dem.:—Pass. to be elected, Ar., etc.; χειροτονηθῆναι, election, was opp. to λαχεῖν, appointment by lot, Plat., etc.
2. c. acc. rei, to vote for a thing, Dem.; so c. inf. to vote that . ., Aeschin.:— Pass., κεχειροτόνηται ὕβρις εἶναι it is voted, ruled to be violence, Dem.

Chinese

原文音譯:ceirotonšw 黑羅-拖尼哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:手-伸出
字義溯源:伸手表決,選立,挑選,選擇;由(χείρ)*=手)與(τέ)Y*=伸展)組成。參讀 (αἱρέομαι) (καθιστάνω / καθίστημι)同義字
同源字:1) (προχειροτονέω)預先揀選 2) (χείρ)手 3) (χειροτονέω)選立
出現次數:總共(3);徒(1);林後(1);提後(1)
譯字彙編
1) 他們⋯選立(1) 徒14:23;
2) 已選立(1) 提後4:22;
3) 挑選(1) 林後8:19

Mantoulidis Etymological

-ῶ Ἀπό τό χειρότονοςχείρ + τείνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.