δαπάνη

Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ,
A cost, expenditure, Hes.Op.723, al.; δαπάνη χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, δαπάνη χρημάτων, Th.1.129, 3.13; κούφα δαπάνα the cost is little, c. inf., E.Ba.893 (lyr.); εἰς κενὸν ἡ δαπάνη IG14.1746.10: also in plural, Th.6.15; δαπάναι ἐλπίδων Pi.I..4 (5).57.
II money spent, ἵππων on horses, ib.3(4).47; δαπάνην παρέχειν = money for spending, Hdt.1.41; ξυμφέρειν Th.1.99; ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται X.Oec.7.36.
III extravagance, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη Aeschin.3.218.

Spanish (DGE)

(δᾰπάνη) -ης, ἡ
• Alolema(s): dór. δαπάνα Pi.I.3/4.47, E.Ba.893
• Prosodia: [-πᾰ-]
I 1coste, gastos (δαιτός) Hes.Op.723, τὸ ... λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαριέν el alegre canto compensador de sus gastos Pi.P.5.106, cf. I.5.57, ἐν καιρῷ δὲ καὶ δ. (χρηστή) Democr.B 229, χρυσοῦ καὶ ἀργύρου Th.1.129, δ. ἵππων gasto en caballos Pi.l.c., ὀλίγης δαπάνης con poco gasto Theopomp.Hist.253, cf. AP 11.230 (Pall.), εἰς ἑτέραν καταθέσθαι δαπάνην LXX 2Ma.4.19, τῆς εἰς ταῦτα δαπάνης I.BI 1.605, εἰς θηλυκὰ πρόσωπα Vett.Val.182.1, ἡ εἰς τὸν θερμὸν περίπατον δ. Epigr.Anat.25.1995.60.31 (Nisa, imper.), ἰς κενὸν ἡ δ. IUrb.Rom.1245.10 (III/IV d.C.), cf. AP 11.8, τὰς δαπάνας συναιρῶν asumiendo el conjunto de los gastos, IClaros 1.M.2.14 (II a.C.), οὐδένα λόγον δαπάνας ποιουμένα sin llevar cuenta de los gastos, e.d. sin reparar en gastos, IG 5(2).266.7 (Mantinea I a.C.), cf. BGU 466.1 (II/III d.C.), Eu.Luc.14.28, αἱ βιοτικαὶ δαπάναι los gastos de manutención, IG 22.1043.28 (I a.C.), στρατιωτικαὶ δαπάναι gastos militares Iust.Nou.8.10.2, 41.2, 50.2, ἡ τοῦ οἴκου δαπάνη Iust.Nou.3 praef.
fig. κούφα γὰρ δ. νομίζειν pues poco cuesta creer E.l.c.
2 dinero para gastar, recursos παρέχων πᾶσαν δαπάνην proporcionando dinero para todo tipo de gastos Hdt.1.41, ἀπὸ τῆς δαπάνης ἣν ἐκεῖνοι ξυμφέροιεν de los gastos a que ellos contribuían Th.1.99, ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δ. los recursos previstos para un año X.Oec.7.36, cf. Plu.Arist.1, PFlor.140.10 (III d.C.), τὰν δὲ δαπάναν δόμεν τὸν ταμίαν IE 15.11 (II a.C.), ἐξ ἰδίων δαπανῶν a sus propias expensas, IMaced.72.3 (Elimea II/III d.C.), cf. ID 1519.18 (II a.C.), tb. mismo sent. δαπάναις ἰδίαις MAMA 7.273 (Frigia), ταῖς ἐμαυτοῦ δαπάναις a costa mía, PWash.Univ.15.10 (V d.C.), ἀλλοτρίᾳ δαπάνῃ = a costa de otro, AP 11.4 (Parmen.).
3 prodigalidad οὐκ ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῆς ἐν τῇ φύσει δαπάνης no obligado por mi prodigalidad natural Aeschin.3.218.
II fig.
1 lo destinado a ser gastado o consumido, pasto σητῶν δ. pasto de polillas ref. a algo fatuo o perecedero, Gr.Naz.M.35.960D, 877B, δαπάνη· τροφή Hsch., πόσην χρῆ τῷ πυρὶ προαποθέσθαι δαπάνην = cuanto era preciso destinar a ser consumido por el fuego cósmico en la creación, Basil.Hex.3.5
consumición, destrucción, corrupción τί δὲ τὸ πῦρ; ἡ τοῦ κούφου δαπάνη ¿y qué (significa) el fuego? la destrucción de la vanidad Gr.Naz.M.36.352D, cf. M.269C.
2 medic. consunción ἐπὶ δαπάνῃ καὶ συντήξει τῆς πιμελῆς Steph.in Hp.Progn.116.23, σαρκῶν Steph.in Hp.Progn.224.31.
• Etimología: Deriv. de la r. de δάπτω q.u.

German (Pape)

[Seite 522] ἡ (vgl. δάπτω), die Ausgabe, der Aufwand, Hes. O. 721, im üblen Sinne; Pind. I. 3, 47 u. öfter; auch im plur., Thuc. 1, 83, wie Folgde; auch Mittel zum Aufwand, z. B. δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat. Rep. VIII, 550 d; vgl. Legg. IV, 718 a; – Verschwendung, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη, der natürliche Hang zur Verschwendung, Aesch. 3, 218.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. dépense :
1 argent dépensé, dépense;
2 ressources pour des dépenses, argent à dépenser ; δαπάνην παρέχειν HDT fournir de l'argent pour la dépense ; δαπάνην ξυμφέρειν THC contribuer à la dépense;
II. goût pour la dépense, prodigalité.
Étymologie: δάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαπάνη -ης, ἡ [~ δάπτω] uitgave, kosten:. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δ. kosten aan goud en zilver Thuc. 1.129.3. geldelijke middelen:. δαπάνην παρέχειν geldelijke middelen ter beschikking stellen Hdt. 1.41.1.

Russian (Dvoretsky)

δᾰπάνη: дор. δᾰπάνα (πᾰ) ἡ
1 расходование, расход, трата, Hes., Pind.: δ. или δαπάναι τινός Pind., Thuc., Arst. расход чего-л. или на что-л.; οἰκηΐη ἀνδρῶν δαπάνῃ Her. со снаряженным на собственный счет войском; κούφα δαπάνα νομίζειν Eur. нетрудно понять;
2 деньги на расходы, средства (δαπάνην παρέχειν Her.; δαπάνας ἐξευρίσκειν Plat.);
3 расточительность (ἡ ἐν τῇ φύσει δ. Aeschin.).

English (Strong)

from dapto (to devour); expense (as consuming): cost.

English (Thayer)

δαπανης, ἡ (from δάπτω to tear, consume, (akin are δεῖπνον, Latin daps; Curtius, § 261)), expense, cost: Hesiod, Works, 721, Pindar, Euripides, Thucydides, and following.)

English (Slater)

expenditure (upon the training of athletes and horses) αἰεὶ δἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται (O. 5.15) μὴ κάμνε λίαν δαπάναις (P. 1.90) τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.106) εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις (I. 1.42) οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† (I. 5.57) εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς (I. 6.10) c. gen., δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων expenditure upon horses (I. 4.29)

Greek Monolingual

η (AM δαπάνη)
1. το να ξοδεύει κανείς είδος ή χρήματα
2. χρηματικό ποσό που ξοδεύεται για κάτι
3. υπερβολικά έξοδα, σπατάλη
4. φρ. α) «ἰδίᾳ δαπάνη» — με προσωπική δαπάνη
β) «δημοσίᾳ δαπάνη» — με έξοδα του κράτους
μσν.
εφόδια και τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάπτω + θηλ. του επιθήματος -ανος. Στη λ. δαπάνη η αρχική σημ. του δάπτω «καταβροχθίζω, καταστρέφω, φθείρω» μετέπεσε στη σημ. «έξοδα, σπατάλη»].

Greek Monotonic

δᾰπάνη: [ᾰ], ἡ (δάπτω),
I. έξοδα, κόστος, ζημία, ανάλωση, σε Ησίοδ.· χρημάτων, σε Θουκ.· δ. κούφη, το κόστος είναι μικρό, σε Ευρ.· επίσης, στον πληθ., σε Θουκ.
II. ξόδεμα, κατανάλωση χρημάτων· ἵππων, σε άλογα, σε Πίνδ.· δαπάνην παρέχειν, χρήματα διαθέσιμα για ξόδεμα, σε Ηρόδ.
III. αλόγιστη, άσκοπη δαπάνη, σπατάλη, διασπάθιση, υπερβολή, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰπάνη: [ᾰ], ἡ, (ἴδε δάπτω) τὸ ἔξοδον, τὰ ἔξοδα, ἀνάλωμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 721, κ. ἀλλ.· δ. χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, χρημάτων Θουκ. 1. 129., 3. 13· δ. κουφή, τὸ ἔξοδον εἶναι ὀλίγον, μ. ἀπαρ., Εὐρ. Βάκχ. 891· εἰς κενὸν ἡ δ. Ἐπιγρ. Ἑλλ. 646. 10· ― ὡσαύτως κατὰ πληθ., Θουκ. 6. 15· δαπάναι ἐλπίδων Πίνδ. Ι. 5. 73 (4. 57). ΙΙ. χρήματα ἐξοδευθέντα, ἵππων, εἰς ἵππους, ὁ αὐτ. 3. 49· δαπάνην παρέχειν, χρήματα ὅπως δαπανήσῃ τις, Ἡρόδ. 1. 41· ξυμφέρειν Θουκ. 1. 99· ὅπως μὴ ἡ εἰς τὸν ἐνιαυτὸν κειμένη δαπάνη εἰς τὸν μῆνα δαπανᾶται Ξεν. Οἰκ. 7. 36. ΙΙΙ. τάσις πρὸς δαπάνην, τὸ δαπανηρὸν, ἡ ἀσωτία, ἡ ἐν τῇ φύσει δαπάνη, φυσικὴ ἀσωτία, Αἰσχίν. 85. 8.

Frisk Etymological English

See also: s. δάπτω.

Middle Liddell

δάπτω
I. outgoing, cost, expense, expenditure, Hes.; χρημάτων Thuc.; δ. κούφη the cost is little, Eur.:—also in plural, Thuc.
II. money spent, ἵππων on horses, Pind.; δαπάνην παρέχειν money for spending, Hdt.
III. extravagance, Aeschin.

Frisk Etymology German

δαπάνη: {dapánē}
See also: s. δάπτω.
Page 1,347

Chinese

原文音譯:dap£nh 打爬尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:耗費的
字義溯源:花費,費用;源自(δαπάνη)X*=吞喫)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 花費(1) 路14:28

English (Woodhouse)

expenditure, expense, act of spending, drain on one's resources

Mantoulidis Etymological

(=ἔξοδο). Ἀπό ρίζα δαπ- τοῦ δάπτω (=καταβροχθίζω).
Παράγωγα: δαπανάω -ῶ, δαπάνημα, δαπάνησις, δαπανηρός, δαπανητικός, πολυδάπανος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δάπτω.

Translations

cost

Arabic: تَكْلِفَة‎, كُلْفَة‎; Armenian: ծախս; Assamese: দাম; Asturian: costu; Basque: kostu; Belarusian: кошт, каштоўнасць, вартасць; Bulgarian: разноски, стойност, разход; Catalan: cost, despesa; Chamicuro: iso'no; Cherokee: ᏧᎬᏩᎶᏗ; Chinese Mandarin: 費用/费用, 成本, 花費/花费; Cornish: còst; Czech: náklad; Danish: omkostninger; Dutch: kost; Finnish: kustannus, kulu, hinta; French: coût, frais; Friulian: cost; Gallo: cóstauncz; Galician: custo, custa, custas; Georgian: ფასი; German: Kosten; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐍅𐌰𐌹𐍂𐌸𐌹; Greek: κόστος, δαπάνη, τίμημα, αντίτιμο; Ancient Greek: δαπάνη; Hebrew: עלות‎; Hindi: दाम, क़ीमत; Hungarian: költség; Irish: costas; Italian: costo, spesa; Japanese: 費用; Khmer: ថ្លៃ; Korean: 비용; Kurdish Central Kurdish: بەھا‎, نرخ‎; Latin: pretium, sumptus, impendium, impensa; Latvian: maksa, cena, dārdzība; Macedonian: вредност; Mongolian: өртөг; Norman: couôtage, couôtement; Norwegian Bokmål: omkostninger; Nynorsk: kostnad; Persian: هزینه‎, قیمت‎; Plautdietsch: Kost, Priess; Polish: koszt; Portuguese: custo; Romagnol: prëz; Romanian: cost; Russian: расходы, стоимость; Scottish Gaelic: cosgais, cosg; Serbo-Croatian: trošak; Slovak: náklad; Slovene: stroški; Spanish: costo, gasto, costa; Swahili: gharama; Swedish: kostnad; Tagalog: halaga; Tajik: қимат, хазина; Tocharian B: pīto, wyai; Turkish: masraf; Tuvan: өртек; Ukrainian: кошт, вартість; Urdu: دام‎, قیمت‎

costliness

Finnish: kalleus; Greek: ακρίβεια; Ancient Greek: δαπάνη, δαπανηρία, πολυτέλεια, πολυτελείη, πολυτεληΐη, τιμιότης; Irish: costasacht, daoire, luachmhaireacht, ardchostas; Latin: caritas; Manx: ard-leagh; Serbo-Croatian Cyrillic: скупо̀ћа; Roman: skupòća