χυτός

Revision as of 22:10, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

English (LSJ)

χυτή, χυτόν, (χέω)
A poured, shed, αἷμα χυτόν blood shed, A.Eu. 682.
2 of dry things, heaped up, Hom., only in phrase χυτὴ γαῖα a mound of earth, esp. a sepulchral mound, like χῶμα, Il.6.464, 14.114, Od.3.258; so χυτῇ θινί Opp.H.2.635; χυτὰ κόνις IG14.1721.5 (Rome), cf. 12(8).38.4 (Lemnos); also χυτή alone (sc. γαῖα) Epigr.Gr.1034.25 (Callipolis).
b Subst., χυτός, ὁ, = χῶμα, mound, bank, dyke, Hdt.7.37.
3 χ. λιμήν protected by a mole or mound, A.R.1.987, ubi v. Sch.
II cast, melted, ἀρτήματα λίθινα χυτά Hdt.2.69; ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epin.1.8; χ. ἄργυρος, πίσσα, Theophrastus De Lapidibus 60, Nic.Al.116; χαλκός Orib.49.3.8; τὰ χυτά things fused or welded together, Iamb. in Nic.p.81P.
2 that can be liquefied, fusible, Pl.Ti.58d, 61c; opp. ἐλατός, Arist.Mete.378a27.
III generally, liquid, fluid, flowing, νέκταρ Pi.O.7.7; θάλασσα AP6.66 (Paul.Sil.): poet. also of the hair, flowing, streaming, Nic.Th.503; χ. ἔρνος a luxuriant shoot or sprout, ib.391.
IV in shoals, χυτοὶ ἰχθύες, of fish caught in nets, Arist.HA543a1.
V χυτή, ἡ, case or jacket enclosing a wooden model of an engine, HeroBel.96.10.

German (Pape)

[Seite 1385] adj. verb. von χέω, 1) gegossen, ausgegossen, u. von trockenen Dingen, geschüttet, aufgeschüttet; χυτὴ γαῖα, aufgeschüttete Erde, Erd- u. bes. Grabhügel, Il. 6, 464. 14, 114. 23, 256 Od. 3, 258; – οἱ χυτοί = χώματα, Wälle, Dämme, Her. 7, 37; – χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔθεντο Ap. Rh. 4, 1536. – 2) flüssig gemacht, geschmolzen; ἀρτήματα λίθινα χυτά Her. 2, 69, vom Glase; vgl. ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Epinic. bei Ath. X, 432 b; καὶ ἄπηκτον Arist. H. A. 3, 17. – 3) übh. fließend, flüssig; νέκταρ Pind. Ol. 17, 7; πίσσα Nic. Al. 116; – auch vom Haupthaare, wallend, Ther. 503. – 4) angeschwemmt, angespült, – 5) übertr., nach allen Seiten hin ergossen, weit verbreitet, dah. in Menge vorhanden, χυτοὶ ἰχθύες, die in großen Schwärmen wandernden Zugfische (sonst ῥυάδες), Arist. H. A. 5, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
versé, répandu : χυτὴ γαῖα IL, OD terre amoncelée pour une sépulture, tombe formée d'un amas de terre ; οἱ χυτοί, les levées, les digues.
Étymologie: χέω.

Russian (Dvoretsky)

χῠτός: [adj. verb. к χέω
1 пролитой (αἷμα Aesch.);
2 насыпанный: χυτὴ γαῖα Hom. земляная насыпь, т. е. могильный курган;
3 жидкий, текучий (νέκταρ Pind.): χυτὴ θάλασσα Anth. морская пучина;
4 расплавленный, стекловидный: ἀρτήματα λίθινα χυτά Her. стеклянные серьги; λίθων χυτὰ εἴδη Plat. стекловидные (прозрачные) камни;
5 движущийся большими стаями, странствующий косяками (ἰχθύες Arst.).
IIземляная насыпь Her.

Greek (Liddell-Scott)

χῠτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χέω, κεχυμένος, χυθείς, αἷμα χυτὸν Αἰσχύλ. Εὐμ. 682. 2) ἐπὶ ξηρῶν πραγμάτων, ἐκριφθείς, συσσωρευθείς, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει χυτὴ γαῖα, σωρὸς χώματος μάλιστα δὲ τύμβος, ὡς τὸ χῶμα, Ἰλ. Ζ. 464, Ξ. 114, Ὀδ. Γ. 258· οὕτω, χυτῇ θινὶ Ὀππ. Ἀλ. 2. 635· χυτὴ κόνις Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 151. 1., 573. 5· ― ὡς οὐσιαστ., χυτός, ὁ, = χῶμα, λόφος, ὄχθη, πρόχωμα, Ἡρόδ. 7. 37. 3) ὡσαύτως, χ. λιμήν, τεχνητός, χωστός, προστατευόμενος ὑπὸ σωρῶν χώματος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 987, ἔνθα ἴδε Σχόλ. ΙΙ. ὁ ὑγρὸς ἢ ῥευστὸς γενόμενος, χυθεὶς εἰς τύπον, τετηκώς, ἀρτήματα λίθινα χυτὰ ὁ αὐτ. Α. 69 (ἴδε ἐν λ. ὕαλος ΙΙΙ)· ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπτολέμῳ» 1, 8. 2) ὁ δυνάμενος νὰ ὑγροποιηθῇ, δυνάμενος νὰ χυθῇ, εὔτηκτος, Πλάτ. Τίμ. 58D, 59Β, 61Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 12, ἀλλ. ΙΙΙ. καθόλου, ῥευστός, ῥέων, ὑγρός, νέκταρ Πινδ. Ο. 7. 12· θάλασσα Ἀνθ. Παλατ. 6. 66· ποιητικῶς καὶ ἐπὶ κόμης, κυματίζουσα, Νικ. Θηρ. 503· οὕτω καί, χ. ἔρνος, βλάστημα ζωηρόν, βλαστὸς ἢ παραφυὰς πλήρης ζωῆς καὶ χυμοῦ, αὐτόθι 391. IV. μεταφορ., ὁ κατ’ ἀγέλας ἢ κατὰ πλήθη, χυτοὶ ἰχθύες, οἱ μετοικοῦντες, πλανώμενοι, νομαδικοί, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9. 4· ἄλλως ῥυάδες.

English (Autenrieth)

(χέω): poured, heaped up.

English (Slater)

χῠτός liquid καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων (O. 7.7)

Greek Monolingual

-ή, -ό / χυτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.)
2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ περιδέδρομε κόμη», Νίκ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) πλαστικός, καλλίγραμμος («χυτά πόδια»)
β) (για ενδύματα ή υποδήματα) αυτός που έχει τέλεια εφαρμογή («το φόρεμα της ήρθε χυτό»)
γ) ριγμένος ακατάστατα σε σωρό («ρούχα πεταμένα, χυτά»)
2. το ουδ. ως ουσ. το χυτό- τελικό ή ημικατεργασμένο προϊόν χύτευσης
αρχ.
1. αυτός που έχει χυθεί, που έχει ρεύσει, χυμένος («αἵματος χυτοῦ», Αισχύλ.)
2. (για μέταλλα και άλλα υλικά) εύτηκτος («ὅσα μεταλλεύεται καὶ ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά, οἷον σίδηρος, χαλκός, χρυσός», Αριστοτ.)
3. υγρός, ρευστός (α. «χυτῇ ἐναλίγκια πίσσῃ», Νίκ.
β. «νέκταρ χυτόν», Πίνδ.)
4. (για φυτά) γεμάτος χυμό («μαράθοιο χυτόν... ἔρνος», Νίκ.)
5. αυτός που υπάρχει σε αφθονία, διαδεδομένος («...τῶν ἰχθύων οἱ πλεῖστοι ἅπαξ τίκτουσιν, οἷον οἱ χυτοί», Αριστοτ.)
6. (για λιμένα) αυτός που προστατεύεται από ανάχωμα, τεχνητός («νῆα χυτοῦ λιμένος προτέρου ἐξήλασαν ὅρμου», Απολλ. Ρόδ.)
7. το αρσ. ως ουσ.χυτός
πρόχωμα, ανάχωμα
8. το θηλ. ως ουσ.χυτή
α) τύμβος
β) κοίλωμα βράχου, σπηλιά
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χυτά πράγματα ανακατεμένα όλα μαζί
10. φρ. «χυτὴ γαῖα» ή «χυτὴ κόνις» — σωρός από χώμα πάνω σε τάφο, τύμβοςἀλλά με τεθνηῶτα χυτὴ κατὰ γαῖα καλύπτοι», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
χυτά Ν
με τρόπο χυτό, χύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -τος τών ρηματ. επιθ. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. huta- «εξαπλωμένος, καθιερωμένος»].

Greek Monotonic

χῠτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του χέω·
1. χυμένος, αἷμα χυτόν, χυμένο αίμα, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για ξηρά πράγματα, ριγμένος, συσσωρευμένος, χυτὴ γαῖα, ανάχωμα γης, σωρός χώματος, σε Όμηρ.· ως ουσ., χυτός, , = χῶμα, χώμα, ανάχωμα, τάφρος, σε Ηρόδ.
II. υγρός, ρευστός, ἀρτήματα λίθινα χυτά, κοσμήματα από λίθο, πέτρα που έχει τηχθεί, στον ίδ.
III. γενικά, υγρός, ρευστός, σε Πίνδ., Ανθ.

Middle Liddell

χῠτός, ή, όν verb. adj. of χέω]
I. poured, shed, αἷμα χυτόν blood shed, Aesch.
2. of dry things, shot out, heaped up, χυτὴ γαῖα a mound of earth, a sepulchral mound, Hom.:—as substantive, χυτός, οῦ, = χῶμα, a mound, bank, dike, Hdt.
II. melted, ἀρτήματα λίθινα χυτά pendants of melted stone, Hdt.
III. generally, liquid, flowing, Pind., Anth.