ἐκπράσσω

Revision as of 10:47, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Euripides|E.]], ''Med" to "Euripides|E.''[[Medea|Med")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Att. ἐκπράττω,
A bring about, achieve, τι A.Ag. 582, etc.; τόδ' ἐξέπραξεν ὥστε.. Id.Pers.723; χρέος perform a service, Id.Supp.472; ὡς.. S.Ant.303; δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ' E.Hel.20; τὸν καλλίνικον..ἐξεπράξατε ἐς γόον ye have made the hymn of triumph end in wailing, Id.Ba.1161; in later Prose, τὸ δέον Paul.Aeg.6.118.
II make an end of, kill, destroy, A.Ag.1275, S.OC1659, E. Hec.515.
III exact, levy, αἵματος δίκην Id.HF43; καταδίκας SIG 554.19 (Thermon); τόκους ib.672.39 (Delph., ii B. C.): c. dupl. acc., χρήματα ἐ. τινά Th.8.108: abs., τοὺς ταμίας ἐ. Pl.Lg.774e, cf. IG12.79:—Pass., to be made to pay, χρήματα ὑπό τινος Paus.7.12.1.
2 exact punishment for a thing, avenge, S.OT377; μητρῷον φόνον E.Med. 1305:—Med., τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι Hdt.7.158.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω IG 13.138.5 (V a.C.); dór. ἐσπ- ICr.4.82.11, 4.41.6.8 (ambas Gortina V a.C.)
• Morfología: [fut. 1a sg. ἐκπραξέω CID 1.10.5 (IV a.C.); aor. part. ἐκπρήξας Carm.Aur.44]
I gener.
1 cumplir, realizar θεοὶ ... οἷσιν ἔπεστι τέλος ἐκπρῆξαι μέντοι τι Thgn.661, τόδ' ... χρέος A.Supp.472, cf. A.582, Pers.723, ἱκανὸς Ἀπόλλων ᾧ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει S.OT 377, θυγατρὸς ... φόνον E.IA 512, δειλὰ μὲν ἐκπρήξας ἐπιπλήσσεο Carm.Aur.l.c., τὸ δέον Paul.Aeg.6.118.3.
2 c. or. complet. conseguir, lograr ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην lograron pagar un castigo S.Ant.303, tb. c. ac. δόλιον εὐνήν E.Hel.20.
3 transformar, convertir en ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ el adivino que me hizo adivina (habla Casandra), A.A.1275, τὸν καλλίνικον κλεινὸν ἐξεπράξατε ἐς γόον convertisteis el glorioso canto de victoria en lamento E.Ba.1161.
II 1econ. cobrar frec. en el sent. de obligar a pagar, exigir o reclamar el pago
a) c. ac. de pers. τὸν ἐπιεργαζόμενον CID 1.10.19 (IV a.C.);
b) c. ac. de la suma recaudada o la multa cobrada τὰ καταδικασθέντα CID 1.10.5 (IV a.C.), τὰς καταδίκας IG 92.4.24 (Termo III a.C.), τοῦ ἀργυρίου τοὺς τόκους SIG 672.39 (Delfos II a.C.), en v. pas. ὑπὸ Μεναλκίδα τὰ χρήματα ἐξεπράχθησαν Paus.7.12.1;
c) c. dos ac. Ἁλικαρνασσέας πολλὰ χρήματα ἐξέπραξε Th.8.108, τοῦτον τὸ δεκαπλοῦν ἐγὼ ἐκπράξω οὗ αὐτὸς ἔπραξεν τὸν νομόν le haré pagar la suma que él cobró al nomo multiplicada por diez, ITemple of Hibis 1.29 (I d.C.), cf. PDiog.11.13 (III d.C.);
d) abs. recaudar el dinero, efectuar el cobro τοὺς ταμίας ἐκπράττειν Pl.Lg.774e, cf. IG 13.138.5 (V a.C.), IEphesos 3216.7 (imper.);
e) en v. med. cobrarse, hacerse pagar, ICr.4.41.6.8 (Gortina V a.C.).
2 jur. exigir reparación, hacer pagar, castigar οὐ γάρ τις αὐτὸν ... θεοῦ κεραυνὸς ἐξέπραξεν S.OC 1659, πῶς καί νιν ἐξεπράξατ'; E.Hec.515, μή ποθ' οἵδ' ... μήτρωσιν ἐκπράξωσιν αἵματος δίκην no sea que un día éstos exijan satisfacción del crimen para sus familiares maternos E.HF 43
vengar μητρῷον ἐκπράσσοντες ἀνόσιον φόνον E.Med.1305, en v. med. mismo sent., Hdt.7.158.

German (Pape)

[Seite 776] 1) ausmachen, vollführen; Aesch. Ag. 568; τόδ' ἐξέπραξεν, ὥστε Βόσπορον κλεῖσαι Pers. 709; vgl. Eur. Alc. 298; τοὖργον Soph. O. C. 945; ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Ant. 303; ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, der mich zur Seherinn machte, Aesch. Ag. 1248; τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε εἰς γόον, ihr habt das Jubellied in Jammer verkehrt, Eur. Bacch. 1161; τὸ ἐκπραχθέν Plat. Legg. IX, 866 d. – Auch = tödten, Soph. O. C. 1655, wie Eur. Hec. 515. – In Prosa gew. 2) einfordern, eintreiben, Schulden, Abgaben; χρέος Aesch. Suppl. 467; τινὰ πολλὰ χρήματα, von ihm eintreiben, Thuc. 8, 108; τοὺς ταμίας ἐκπράττειν Plat. Legg. VI, 774 e; τὴν ζημίαν Xen. Lac. 8, 4; auch μητρῷον φόνον, den Mord rächen, Eur. Med. 1305, wie Or. 416, eigentl. αἵματος δίκην, die Buße für den Mord eintreiben, Herc. Fur. 43; und so im med., Δωριέος φόνον πρός τινος, an Jem. rächen, Her. 7, 158.

French (Bailly abrégé)

1 exécuter, achever, accomplir : τι qch ; ἐκπρ. ὡς faire en sorte que;
2 tuer, détruire;
3 faire payer : χρήματα ἐκπρ. τινά THC extorquer de l'argent à qqn;
Moy. ἐκπράσσομαι faire payer : φόνον πρός τινος HDT tirer de qqn vengeance d'un meurtre ; abs. consommer une vengeance.
Étymologie: ἐκ, πράσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπράσσω: ион. ἐκπρήσσω, атт. ἐκπράττω
1 делать, совершать (τόδε Aesch. и τοὔργον τόδε Soph.);
2 причинять, вызывать (πόλεμον Plut.): τόδ᾽ ἐξέπραξεν, ὥστε Βόσπορον κλῇσαι Aesch. (Ксеркс) распорядился запереть Боспор; χρόνῳ ποτ᾽ ἐξέπραξαν δοῦναι δίκην Soph. они сами виноваты в том, что понесут с течением времени наказание;
3 делать (чем-л.), превращать (μάντιν τινά Aesch.; καλλίνικον κλεινὸν εἰς γόον Eur.);
4 взыскивать, заставлять платить (χρέος Aesch.; χρήματα πολλὰ Ἁλικαρνασέας Thuc.);
5 (тж. ἐ. δίκην τινός Eur.) карать, мстить (med. φόνον πρός τινος Her.);
6 уничтожать, убивать (τινά Soph., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπράσσω: Ἀττι. -ττω· μέλλ. -ξω, πράττω τι ἐντελῶς, φέρω εἰς πέρας, κατορθώνω, Λατ. efficere, τόδ’ ἐκπράξασα Αἰσχύλ. Ἀγ. 582, κτλ.· τόδ’ ἐξέπραξεν ὥστε..., ὁ αὐτ. Πέρσ. 723· χρόνῳ ποτ’ ἐξέπραξαν ὡς δοῦναι δίκην Σοφ. Ἀντ. 303· δόλιον εὐνὴν ἐξέπραξ’ Εὐρ. Ἑλ. 20 τὸν καλλίνικον... ἐξεπράξατε ἐς γόον, ἐκάματε τὸ ἐπινίκιον ὕμνον νὰ λήξῃ εἰς θρῆνον, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1161. ΙΙ. δίδω τέλος, «ξεκάμνω», φονεύω, καταστρέφω, Λατ. conficere, ως τὸ διεργάζομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1275, Σοφ. Ο. Κ. 1659, Εὐρ. Ἑκ. 515. ΙΙΙ. ἀπαιτῶ, εἰσπράττω, λαμβάνω, χρέος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 472· αἵματος δίκην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43· ζημίαν Πλάτ. Νόμ. 774Ε· ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., χρήματα ἐκπρ. τινὰ Θουκ. 8. 108· τοὺς ταμίας ἐκπρ. τι Πλάτ. Νόμ. 774E. - Παθ., ἔχω νὰ πληρώσω, μοὶ ἀπαιτοῦσί τι, Παυσ. 7. 12, 1. 2) τιμωρῶ, ἐκδικοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 377 (κατὰ τὸν Jebb ἑρμηνευτέον, διαπράττω, ἀπεργάζομαι), Εὐρ. Μήδ. 1305· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκπράσσεσθαι τὸν Δωριέως φόνον Ἡρόδ. 7. 158· ἐκπρ. τὸν φόνον πρός τινος αὐτόθι. - Παθ., ἐκπραχθήσῃ ὅσ’ ἔπραξας Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 128.

Greek Monolingual

ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α)
1. αποπερατώνω, κατορθώνω
2. καταστρέφω, σκοτώνω
3. απαιτώ, εισπράττω
4. τιμωρώ, εκδικούμαι.

Greek Monotonic

ἐκπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. ολοκληρώνω, πράττω εξολοκλήρου, κατορθώνω, πετυχαίνω, Λατ. efficere, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε ἐς γόον, μετετρέψατε έναν επινίκειο, θριαμβικό ύμνο σε θρήνο, σε Ευρ.
II. δίνω τέλος, σκοτώνω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, Λατ. conficere, σε Τραγ.
III. 1. ζητώ, απαιτώ, εισπράττω, συλλέγω φόρο, σε Ευρ.· με διπλή αιτ., χρήματα ἐκπρ. τινά, ζητώ, απαιτώ, αποσπώ χρήματα από κάποιον, σε Θουκ.
2. απαιτώ τιμωρία για κάτι, τιμωρώ, εκδικούμαι, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
I. to do completely, to bring about, achieve, Lat. efficere, Aesch., etc.; τὸν καλλίνικον ἐξεπράξατε ἐς γόον ye have made the hymn of triumph end in wailing, Eur.
II. to make an end of, kill, destroy, Lat. conficere, Trag.
III. to exact, levy, Eur.; c. dupl. acc., χρήματα ἐκπρ. τινά to exact money from a person, Thuc.
2. to exact punishment for a thing, to avenge, Soph., Eur.:—so in Mid., Hdt.

Léxico de magia

cumplir, realizar un acto mágico λέγε ἔτι τοῦτο· «πέμψον μοι τὸν δαίμονα χρηματίζοντά μοι πρὸς πάντα, ἅπερ ἐπικελεύομαι αὐτῷ ἐννέπειν,» καὶ ἐκπράξει di también esto: «envíame al demon que me vaticine en todo lo que le ordene decirme» y lo cumplirá P III 232

Lexicon Thucydideum

exigere, to demand, 8.108.2.