διαφέρω

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

fut.

   A διοίσω S.OT321, διοίσομαι h.Merc.255, etc.: aor. 1 διήνεγκα, Ion. διήνεικα: aor. 2 διήνεγκον:—carry over or across, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμόν Th.8.8; carry from one to another, διαφέρεις κηρύγματα E.Supp.382; [τὸ ἤλεκτρον] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist. Mir.836b6: metaph., γλῶσσαν διοίσει will put the tongue in motion, will speak, S.Tr.323 codd.    2 of Time, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, go through life, Hdt.3.40, E.Hel.[10]; νύκτα Id.Rh.600: abs., ἄπαις διοίσει ib.982:—Med., live, continue, ὑγιηροὶ τἄλλα διαφέρονται Hp. Art.56; σοῦ διοίσεται μόνος will pass his life apart from thee, S.Aj. 511; σκοπούμενος διοίσει X.Mem.2.1.24 (cj. Dind. for διέσῃ).    3 bear through, bear to the end, σκῆπτρα E.IA1195; γαστρὸς ὄγκον δ., of a woman, Id.Ion15, cf. X.Mem.2.2.5: hence,    4 bear to the end, go through with, πόλεμον Hdt.1.25, Th.1.11; but also, bear the burden of war, Id.6.54; endure, support, with an Adv., ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν S.OT321; δ. πότμον δάκρυσι E.Hipp.1143 (lyr.): abs., of patients in disease, δ. ἕως τῶν εἰκοσιτεσσάρων ἡμερέων Hp.Int.40; δ. φθειρόμενος ib.12 (also ἡ νοῦσος δ. ἐννέα ἔτεα ibid.).    II carry different ways, Ar.Lys.570, etc.; δ. ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας X.Oec.9.8; toss about, ὅπλισμα . . διαφέρων ἐσφενδόνα E.Supp.715; δ. τὰς κόρας to turn the eyes about, Id.Ba. 1087. Or. 1261 (lyr.):—Pass., to be drawn apart, disrupted, opp. συμφέρεσθαι, Heraclit.10, Pl.Sph.242e, Epicur.Nat.908.2; to be tossed about, dub. in Str.3.2.5; δ. ἐν τῷ Ἀδρίᾳ Act.Ap.27.27, cf. Plu.Galb.26.    2 δ. τινά spread his fame abroad, Pi.P.11.60; εἰς ἅπαντας τὴν ἐκείνου μνήμην δ. D.61.46:—Pass., φήμη διηνέχθη Plu.2.163c.    3 tear asunder, E.Ba.754; disjoin, Arist.Po.1451a34 (Pass.): metaph., distract, τὰς ψυχὰς φροντίσιν Plu.2.133d, cf. 97f (Pass.), D.Chr.32.46 (Pass.).    4 δ. τὴν ψῆφον give one's vote a different way, i.e. against another, Hdt.4.138, etc.; but also, give each man his vote, E.Or.49, Th.4.74, X.Smp.5.8.    5 ἐράνους δ., = διαλύεσθαι, pay them up, discharge them, Lycurg.22.    6 defer, reserve for judgement, τὸν αἴτιον A.Ch.68 (lyr., διασπαράσσει Sch.).    7 plunder, Herod.7.90:—Pass., τῶν ἀπὸ [τῆς οἰκίας] φορτίων διενηνεγμένων PLond.1.45.9 (ii B.C.).    8 excel, ἀρετῇ τοὺς ἄλλους D.S.11.67, cf. 2.5; καλλιτεκνίᾳ πάσας γυναῖκας Stud.Pont.3.123 (Amasia).    III intr., differ, φυᾷ δ. Pi.N.7.54; ἆρ' οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; is it one's parents or nurture that make the difference? E.Hec.599: c. gen., to be different from, Id.Or.251, Th.5.86, etc.; οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ar.Nu.503, cf. Pl.Prt.329d; τὸ δ' . . ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ' ὅτι τοῦ κόπτειν διαφέρει; D.21.147; δ. τὰς μορφάς Arist.HA 497b15; δ. εἴς τι, ἔν τινι, X.Hier.1.2,7; παρὰ τὴν Βεβρυκίαν App.Mith. 1; καθ' ὑπεροχὴν καὶ ἕλλειψιν Arist.HA486a22; κατὰ τὴν θέσιν Id.Mete.341b24; πρός τι Id.HA505a21; τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν . . θεωρείσθω Id.PA684b3: c. inf., μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὑχὶ πρόβατα εἶναι δ. Luc.Alex.15: with Art., τρεῖς μόναι ψῆφοι διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι three votes made the difference (i.e. majority) against capital punishment, D.23.167; also διαφέρει τὸ ἥμισυ τοῦ ἔργου makes a difference equal to half the effort expended, X.Oec.20.17.    2 impers., διαφέρει it makes a difference, πλεῖστον δ. Hp.Aph.5.22; βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν εἰ . . E.Tr.1248, etc.; οὐδὲν δ. it makes no odds, Pl.Phd.89c, cf. Men.Epit.193; σμικρὸν οἴει διαφέρειν; Pl.R. 467c: c. dat. pers., δ. μοι it makes a difference to me, Antipho 5.13, Pl.Prt.316b, etc.; ἰδίᾳ τι αὐτῷ δ. he has some private interest at stake, Th.3.42; εἰ ὑμῖν μή τι δ. if you see no objection, Pl.La.187d; τί δέ σοι τοῦτο δ. εἴτε . . εἴτε μή; Id.R.349a, cf. Grg.497b, etc.: c. inf., οὐδέ τί οἱ διέφερεν ἀποθανεῖν Hdt.1.85: with personal constr., πράγματά τινι διαφέροντα Plu.Caes.65; to be of importance, πρός or εἴς τι, Gal.15.420,428; τῷ ζῴῳ Id.UP9.5.    3 τὸ δ. the difference, the odds, Pl.Phlb.45d; = τὸ συμφέρον Antiph.31; περὶ μεγίστων δὴ τῶν -όντων βουλεύεσθαι Th.6.92, cf. Lys.31.5, Is.4.12; τὰ ἀναγκαιότερα τῷ ταμιείῳ δ. vital interests, PThead.15.17 (iii A.D.); τὸ δ. μέρος τῶν ἀποφάσεων the essential part, POxy.1204.11 (iii A.D.); τὰ δ. vital matters, Ep.Rom.2.18; ἐπιστάμενος τὰ δ. παραβαίνειν τολμᾷ And. 3.19 (but τὰ δ. also simply, points of difference, in character and the like, Th.1.70, etc.).    4 to be different from a person: generally, in point of excess, surpass, excel him (cf. supr. 11.8), τινός v.l. for -όντως in Th.3.39; τινί in a thing, Id.2.39, Alex.36.6; ἔν τινι Isoc.3.39; εἴς τι Pl.Ap.35b; κατὰ μέγεθος X.Lac.1.10; πρός τι Aeschin.1.181: c. inf., δ. τινὸς μεταβιβάζειν τινά Pl.Grg.517b: sts. folld. by ἤ, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἤ .. it was far better .. than... X.An.3.4.33, cf. Mem.3.11.14, Vect.4.25 (where it means to differ in point of diminution); also δ. μέγα τι παρὰ τὰς ἄλλας πόλεις Plb.10.27.5: abs., excel, ἐπί τινι Isoc.10.12; τάχει Jul.Or.2.53c; οἱ τόποι διαφέρουσι Thphr.CP5.14.9; διαφέρον τι πεπραχέναι a remarkable achievement, Plb.6.39.2.    5 prevail, ἐπὶ πολὺ διήνεγκε Th.3.83.    6 quarrel, struggle, Telecl.20; οἱ διαφέροντες the parties, litigants, PPar.69B10 (iii A.D.).    7 come between, intervene, ὁ διαφέρων χρόνος Antipho 5.94.    8 belong to, τινί, as property, Ph.1.207, PLond. 3.940.23 (iii A.D.); of persons, belong to a household, PStrassb.26.5 (iv A.D.); οἱ -φέροντες kinsfolk, Annuario 4/5.476 (Bargylia); appertain to, τῇ ὠνῇ BGU1062.21 (iii A.D.); τὰ εἰς τοῦτο -φέροντα πράγματα Mitteis Chr.372v3 (ii A.D.).    IV Med. and Pass., be at variance, quarrel, τινί Heraclit.72, cf. Amphis32, etc.; περί τινος Hdt.1.173, Pl.Euthphr.7b; δ. ἀλλήλοις differ with, ibid., cf. Antipho 5.42; τινὶ περί τινος Th.5.31, cf. X.Oec.17.4; πρὸς ἀλλήλους Lys.18.17, cf. Hyp.Oxy.1607 Fr.1 iii 60, etc.; τὰ πρὸς ἀλλήλους Supp.Epigr. 1.363.5 (Samos, iii B.C.); ἀμφί τινος X.An.4.5.17; διενεχθέντας γνώμῃ Hdt.7.220; δ. ὡς .. maintain on the contrary that... D.56.46; οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, Id.9.8; μηδὲν διὰ τοῦτο διαφέρου let there be no dispute on this ground, Lys.10.17; οἱ -φερόμενοι the litigants, SIG685.29 (Crete, ii B.C.).—Not in Ep.

German (Pape)

[Seite 610] (s. φέρω), 1) durchtragen; a) hinüberbringen, ἰσθμὸν ναῦς Thuc. 8, 8, wofür hernach διακομίζω steht; κηρύγματα Eur. Suppl. 398; ἀγγελίας Luc. D. D. 24, 1; vgl. Xen. Oec. 9, 8; τὸ ἤλεκτρον εἰς τοὺς Ἕλληνας Arist. mirab. 115; γλῶσσαν, die Zunge zum Sprechen bringen (daß die Rede über die Zunge geht), Soph. Tr. 323; übersetzen, zu Schiffe, τινὰ εἰς Σικελίαν App. C. 4. 48. – b) bis an's Ende hinbringen, τὸν αἰῶνα, βίον, Her. 1, 74. 3, 40; Eur. Hel. 10; νύκτα, Rhes. 600; Hippocr. u. Sp., wie Plut. Alex. 52; wohin auch διοίσει ἄπαις, er wird kinderlos bleiben, Eur. Rhes. 982, u. διοίσεται Soph. Ai. 511 gehört. – c) von der Leibesfrucht, austragen, γαστρὸς ὄγκον Eur. Ion 15; Xen. Mem. 2, 2, 5. Auch – d) ertragen, Soph. O. R. 321 ῥᾷστα τοὐμόν; so πότμον δάκρυσι Eur. Hipp. 1143; χαλεπῶς τι Hdn. 2, 5, 15; τὴν φυγήν Plut. Dem. et Cic. 4. Also = φέρειν, wie ψῆφον διαφέρειν, Her. 4, 138; Eur. Or. 49; Dem. 25, 83, wobei an mehrere, verschiedene Stimmen Abgebende zu denken; vgl. ἀναγκάσαντες τὸν δῆμον ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, für u. wider, Thuc. 4, 74; – σκῆπτρα, das Scepter fortwährend führen, d. i. König sein, Eur. I. A. 1195. – 2) auseinandertragen; ἕκαστα εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας, jedes an seine Stelle, Xen. oec. 9, 8; zerstreuen, διαφερόμενοι σποράδες Plut. Thes 24; διαφέρεται τὸ φορεῖον δεῦρο κἀκεῖσε Galb. 26, u. a. Sp. – Uebertr., ἄτα διαφέρει αἴτιον Aesch. Ch. 62, Schol. διασπαράσσει; vgl. ἄνω καὶ κάτω διαφέρειν, Eur. Bacch. 753; αὐλούς Pol. 30, 13, 8. S. auch διαφορέω. Dah. διαφέρειν τινά, Jemandes Ruhm überall hin verbreiten, Pind. P. 11, 60; διενεγκοῦσαι διὰ πρεσβειῶν τὸ μὲν ἐνταυθί, τὸ δὲ ἐκεῖσε Ar. Lys. 570; ἡ φήμη διηνέχθη Plut. conv. sept. sap. 20; – τὰς κόρας, die Augen hier u. dahin werfen, Eur. Bacch. 1085; Or. 1262; τινὰ λόγοις, zerstreuen, erheitern, Eur.; – πόλεμον, heißt theils: den Krieg ganz zu Ende führen, theils; in die Länge ziehen, Her. 1, 25. 74; Thuc. 1, 11. 6, 54. 8, 75; ἐράνους, Beiträge bezahlen, od. Schuldscheine einlösen, Lycurg. 22, Ggstz εἰσφέρειν. – 3) διαφέρει, es trägt aus, macht einen Unterschied; οὐδὲν διαφέρει, macht keinen Unterschied, ist einerlei; Xen. Cyr. 2, 3, 4; sequ. εἰ, Ael. V. H. 7, 14; πολὺ δ., es macht einen großen Unterschied, z. B. ἀλέξασθαι ἢ μάχεσθαι Xen. An. 3, 4, 33. – Oft mit dat. der Person, τί δ' ὑμῖν διαφέρει; was verschlägt es euch? liegt euch daran? Dem. 4, 11, u. öfter; οὐδέ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποθανέειν Her. 1, 85; ἰδίᾳ τι αὐτῷ διέφερε, es war sein Privatinteresse, Thuc. 3, 42; δοκῶ, τοῖς θανοῦσι βραχὺ διαφέρειν, εἰ, es liege ihnen wenig daran, ob, Eur. Tr. 1248; – dah. τὰ διαφέροντα πράγματα, worauf es ankommt, Plut. Caes. 65; vgl. Pol. 31, 13. Und mit gen. der Sache, εἰ μηδὲν διέφερε τῆσδε τῆς πόλεως ἐμοί Antiph. 5, 13. – Dah. wird διαφέρον bei Antiphan. durch συμφέρον erkl., B. A. 89. – 4) Aehnl. person.: verschieden sein, sich unterscheiden; πολὺ διαφέρουσιν οἱ όρύττοντες καὶ οἱ μὴ ὀρύττοντες Xen. Oec. 20, 19; οἷς διαφέρει τὰ τοῦ ἐρῶντος ἢ τὰ μή Plat. Phaedr. 228 d; gew. τινός, von Jem. od. etwas, z. B. τῶν κακῶν Eur. Or. 251; Xen. Cyr. 8, 2, 21 u. sonst; die Sache, worin man sich unterscheidet, steht im dat., der Grad des Unterschieds wird durch den acc. angegeben,;. B. οὐδέν τινος δ., Ar. Vesp. 20; Plat. Apolog. 35 b; τινί τινος. 35 a u. Folgde, z. B. τίνι διαφέρει τὰ ἄῤῥενα τῶν θηλειῶν, Arist. part. anim. 4, 8; Ath. III, 115 b; τί διαφέρει μανίας ἀμαθία Xen. Mem. 1, 2, 50; ὅπως ἀλεκτρυόνος μηδὲν διοίσεις τοὺς τρόπους Cratin. Ath. IX, 373 e, u. a. com.; οὐδὲν τοὶς ἄλλοις τῶν ζώων, im Uebrigen gar nicht von den Thieren sich unterscheiden, Isocr. 3, 5; τὸ πᾶν διαφέρει ἐν παντὶ ἔργῳ προθυμία ἀθυμίας, unterscheidet sich ganz u. gar, Xen. Cyr. 1, 6, 13; vgl. 4, 3, 8; so διαφέρει ὅλον που καὶ τὸ πᾶν Plat. Legg. 944 b; Alc. I, 109 b, womit Rep. V, 469 c VII, 527 c zu vgl., ὅλῳ καὶ παντί, in jeder Beziehung u. im Ganzen; τοσοῦτον διαφέρει ὅσον Xen. Oec. 20, 20, u. öfter; aber auch ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων, Henioch. Ath. IX, 408 a. Also τίνι διαφέρουσι heißt eigtl. worin, u. τί δ. wie sehr? vgl. die Beispiele bei Lob. zu Phryn. 394, obgleich der Unterschied später nicht so beobachtet wird, u. Phryn. τίνι δ. ganz verwirft. Man sagte auch: δ. Ἀθηναίων εἰς ἀρετήν, in Beziehung auf, Plat. Apol. 35 b; εἰς τὸ πείθειν Isocr. 5, 25; εἰς τὸ ἄρχειν Xen. Cyr. 1, 1, 6; u. wie im Deutschen, ὁ συκοφάντης καὶ ὁ σύμβολος ἐν τούτῳ πλεῖστον διαφέρουσιν Dem. 18, 189; vgl. Isocr. 3, 22; mit dem inf., δ. ἰδεῖν, von Ansehen, Plat. Rep. VI, 495 e. Eigenthümlich, νῦν οὐδὲν διαφέρει τὰ ἀργυρεῖα ἢ ἃ οἱ πρόγονοι ὄντα ἐμνημόνευον Xen. Vect. 4, 25; μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι διαφέροντες Luc. Alex. 15. – Oft geradezu = sich auszeichnen: ἀνὴρ πρὸς δικαιοσύνην διαφέρων Aesch. 1, 181; auch κατά τι, Xen. Lac. 1, 10 u. Sp.; ἐπί τινι, Isocr. 10, 12; Xen. Mem. 4, 2, 1; ἑτέρων τὴν ὄψιν Aesch. 1, 75; Luc. D. Mort. 12, 1; Thuc. 3, 37 vrbdt χρῆν Μυτιληναίους καὶ πάλαι μηδὲν διαφέροντας τῶν ἄλλων ὑφ' ἡμῶν τετιμῆσθαι, also = διαφερόντως, vor den Andern. – Διαφέρειν τινὰ ὠμότητι, übertreffen, Pol. 1, 88, 7; vgl. D. Sic. 2, 5. 11, 67. – 5) Pass. (verschieden gemacht werden), sich entzweien, uneins werden: H. h. Merc. 255; sich streiten, περί τινος, Her. 1, 173; ἀλλήλοις Plat. Euthyph. 5 a; ἑαυτῷ, mit sich im Widerspruch sein, Antiph. 5, 50; μηδὲν διαφέρου περὶ τούτου Ar. Lys. 1172; διενεχθῆναι, aus Amphis B. A. 89 durch μάχεσθαι erkl.; ἔν τινι, Xen. Oec. 17, 4; ἀμφί τινος, An. 4, 5, 17; πρὸς ἀλλήλους, Lys. 18, 17; Is. 5, 1; Dem. 40, 47 u. Folgde; dah. τὸ διαφέρον, die Ursache des Streites, der Streitpunkt, Thuc. 1, 70; Pol. u. Sp. – Bei Dem. 9, 8 ist οὐ διαφέρομαι – φάσκειν ich habe nichts dagegen, wie ἐμοὶ οὐ διαφέρει. – Bei Teleclid. wird διενεγκεῖν durch προσπαλαίειν erkl., B. A. 91.

Greek (Liddell-Scott)

διαφέρω: μέλλ. διοίσω καὶ διοίσομαι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 255, κτλ.· ἀόρ. α΄ διήνεγκα, Ἰων. διήνεικα, ἀόρ. β΄ διήνεγκον. Διαβιβάζω ἀπέναντι, δ. ναῦς τὸν Ἰσθμὸν Θουκ. 8. 8· φέρω ἀπὸ ἑνὸς εἰς ἕτερον, διαφέρεις κηρύγματα Εὐρ. Ἱκέτ. 382· [τὸ ἤλεκτρον] διαφέρεται εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἀριστ. Θαυμασ. 81· - μεταφ., γλῶσσαν διοίσει, θὰ θέσῃ τὴν γλῶσσάν του εἰς κίνησιν, θὰ ὁμιλήσῃ, Σοφ. Τρ. 323· πρβλ. διίημι. 2) ἐπὶ χρόνου, δ. τὸν αἰῶνα, τὸν βίον, Λατ. peragere vitam, διέρχομοι τὸν βίον, Ἡρόδ. 3. 40, Εὐρ. Ἑλ. 10· τὴν νύκτα ὁ αὐτ. Ρήσ. 600 καὶ ἀπολ., ἄπαις διοίσει αὐτόθι 982· - ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ζῶ, διατελῶ, ὑγιηροὶ τἆλλα διαφέρονται Ἱππ. Ἄρθρ. 823· σοῦ διοίσεται μόνος, θὰ διέλθῃ τὸν βίον του χωρὶς σοῦ, Σοφ. Αἴ. 511· σκοπούμενος διοίσει Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 24 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Bast. ἀντὶ διέσῃ). 3) φέρω διὰ μέσου, φέρω μέχρι τέλους, σκῆπτρα Εὐρ. Ι. Α. 1195· γαστρὸς ὄγκον δ., ἐπὶ γυναικός, ὁ αὐτ. Ἴωνι 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· ἐντεῦθεν, 4) φέρω μέχρι τέλους, ὑποφέρω, βαστάζω, ἀντέχω, φέρω εἰς πέρας, πόλεμον Ἡρόδ. 1. 25, Θουκ. 1. 11· ἀλλ’ ὡσαύτως, φέρω τὸ φορτίον ἢ βάρος τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 54· - ὑπομένω, ὑποστηρίζω, ὑποβαστάζω, Λατ. perferre, μετ’ ἐπιρρ., ὡς τὸ Λατ. facillime ἢ graviter ferre, ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμὸν Σοφ. Ο. Τ. 321· οὕτω, δ. πότμον δάκρυσι Εὐρ. Ἱππ. 1143. ΙΙ. φέρω, μεταφέρω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Ἀριστοφ. Λυσ. 570, κτλ.· πάλλω διαφοροτρόπως, ὅπλισμα… διαφέρων ἐσφενδόνα Εὐρ. Ἱκέτ. 715· δ. τὰς κόρας, περιστρέφω τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1087, Ὀρ. 1262. - Παθ., φέρομαι, μεταφέρομαι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζομαι, ἀντίθ. τῷ συμφέρεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 242D, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5· διαρρίπτομαι, περιρριπτάζομαι, Λατ. jactari, Στράβ. 144. 2) δ. τινά, ἐξαπλώνω, διαδίδω τὴν φήμην του εἰς τὸν κόσμον, Πίνδ. ΙΙ. 11. 91· εἰς ἅπαντας τὴν μνήμην αὐτοῦ δ. Δημ. 1415. 12· οὕτως ἐν τῷ παθ., φήμη διαφέρεται Πλούτ. 2. 163C. 3) σχίζω εἰς δύο, Λατ. differre, Αἰσχύλ. Χο. 68 (κατὰ τὸν Σχολ.), Εὐρ. Βακχ. 754, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 4, ἐν τῷ παθ.· - μεταφ., ἀποσχολῶ, περισπῶ, τὴν ψυχὴν φροντίσιν Πλούτ. 2. 133D· πρβλ. διαφορέω. 4) δ. τὴν ψῆφον, δίδω τὴν ψῆφόν μου διαφόρως, δηλ. ἐναντίον ἑτέρου, Ἡρόδ. 4. 138, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς, ἕκαστος δίδει τὴν ψῆφόν του, Εὐρ. Ὀρ. 46, Θουκ. 4. 74, Ξεν. Συμπ. 5, 8. 5) ἐράνους διαφέρειν = διαλύεσθαι, ἀποτίνειν, πληρώνειν, Λυκοῦργ. 150. 38· πρβλ. ἔρανος. ΙΙΙ. ἀμετάβ., ἔχω διαφοράν, εἶμαι ἀνόμοιος, φυᾷ δ. Πίνδ. Ν. 7. 79· ἆρ’ οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί; ἀρά γε οἱ γονεῖς κάμνουν τινὰ νὰ διαφέρῃ (ἡ καταγωγὴ δηλ.) ἢ ἡ ἀνατροφή; Εὐρ. Ἑκ. 599· μετὰ γεν., εἶμαι διάφορος ἀπό τινος, ὁ αὐτ. Ὀρ. 251, Θουκ. 5. 86, κτλ.· μετ’ αἰτ., οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν Ἀριστοτ. Νεφ. 503· τὸ δ’… ἀφανίζειν ἱερὰ ἔσθ’ ὅτε τοῦ κόπτειν διαφέρει Δημ. 562. 18· δ. τὰς μορφὰς Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 3· δ. εἴς τι, ἔν τινι Ξεν. Ἱέρ. 1, 2 καὶ 7· κατά τι Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 1· πρός τι αὐτόθι 2. 13, 10, κτλ.· τίνι δ. τὰ ἄρρενα τῶν θηλειῶν… θεωρείσθω ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 8, 10· μετ’ ἀπαρ., μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι δ. Λουκ. Ἀλεξ. 15· μετὰ τοῦ ἄρθρου, ψῆφοι τρεῖς διήνεγκαν τὸ μὴ θανάτου τιμῆσαι, τρεῖς ψῆφοι ἔκαμαν τὴν διαφορὰν ὡς πρὸς τὴν θανατικὴν ποινήν· δηλ. ὑπῆρχε μόνον τριῶν ψήφων πλειονοψηφία ἐναντίον αὐτῆς, Δημ. 676. 10. 2) ἀπροσ., διαφέρει, ὑπάρχει διαφορά, πλεῖστον δ., Λατ. multum interest Ἱππ. Ἀφ. 1253· βραχὺ δ. τοῖς θανοῦσιν, εἰ…, Εὐρ. Τρῳ. 1248, κτλ.· οὐδὲν διαφέρει, οὐ διαφέρει, δὲν ὑπάρχει διαφορά, Λατ. nihil refert, Πλάτ. Πρωτ. 329D, Φαίδωνι 89C, κτλ. σμικρὸν οἴει διαφέρειν; ὁ αὐτ. Πολ. 467C· - μετὰ δοτ. προσ., διαφέρει μοι, ἔχω διαφέρον, «μὲ μέλει», Ἀντιφῶν 130. 46, Πλάτ. Πρωτ. 316Β, κτλ.· αὐτῷ ἰδίᾳ τι δ., ἔχει ἰδιαίτερόν τι συμφέρον, Θουκ. 3. 42· εἰ ὑμῖν μή τι δ. Πλάτ. Λάχ. 187D· τί δέ σοι δ. εἴτε… ,εἴτε μή; ὁ αὐτ. Πολ. 349Α. πρβλ. Γοργ. 497Β, κτλ.· μετ’ ἀπαρεμφ., οὐδὲ τὶ οἱ διέφερεν ἀποθανέειν Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Ἀντιφῶντα 130 ἐν τέλ., κτλ. 3) τὸ δ., ἡ διαφορά, τὸ ὑπόλοιπον, Πλάτ. Νόμ. 723C· = τὸ ξυμφέρον, Ἀντιφ. Ἀνασωζ. 1· οὕτω, τὰ διαφέροντα Θουκ. 6. 92, Λυσ. 187. 13, Ἰσαῖ. 47, 35· ἐπιστάμενος τὰ διαφ. παραβαίνειν τολμᾷ Ἀνδοκ. 31. 33· - ἀλλὰ τὰ δ. ὡσαύτως ἁπλῶς, σημεῖα διαφορᾶς κατὰ τὸν χαρακτῆρα, κτλ. Θουκ. 1. 70, κτλ. 4) εἶμαι διάφορός τινος· καθόλου ἐπὶ τῆς ἐννοίας ὑπεροχῆς, ὑπερέχω, ὑπερβαίων τινά, τινὸς Θουκ. 3. 39· τινί, ἔν τινι πράγματι, ὁ αὐτ. 2. 39, Ἄλεξ. Γαλ. 1. 6· ἔν τινι Ἰσοκρ. 34Ε· εἴς τι Πλάτ. Ἀπολ. 35Α· κατά τι Ξεν. Λακ. 1, 10· πρός τι Αἰσχίν. 25. 42· μετ’ ἀπαρ., δ. τινὸς προβιβάσαι (ὃ ἐ. τῷ προβιβάσαι) Πλάτ. Πρωτ. 328Α· ἐνίοτε ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἤ, ὡς συγκριτικόν, πολὺ διέφερεν ἀλέξασθαι ἢ…, ἦτο πολὺ καλλίτερον, παρὰ…, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 33, πρβλ. Ἀπομν. 3. 11, 14, Πόρ. 4, 25 (ἔνθα σημαίνει διαφέρω ἐπὶ τὸ ἔλασσον)· ὡσαύτως, δ. παρά τινι Πολύβ. 10. 27, 5· - ἀπολ., ἐξέχω, ὑπερέχω, ἐπί τινι Ἰσοκρ. 210C. 5) ὑπερισχύω, ἀπίστως ἐπὶ πολὺ διήνεγκε Θουκ. 3. 83. 6) ἐρίζω, ἀγωνίζομαι, μάχομαι, Τηλεκλείδ. Ἡσ. 7. 7) ἔρχομαι μεταξύ, παρεμβαίνω, ὁ διαφέρων χρόνος Ἀντιφῶν 140. 35. 8) ἀνήκω εἴς τινα, τινί, οἷον περιουσία, Φίλων 1. 207. IV. ἐν τῷ μέσ., ἔχω διαφοράν, διένεξιν πρός τινα, Ἄμφις Σαπφ. 1· περί τινος Ἡρόδ. 1. 173, Πλάτ. Εὐθύφρ. 7Β· δ. τινὶ Ἀντιφῶν 134. 22, Πλάτ., κτλ.· τινὶ περί τινος Θουκ. 5. 31· πρός τινα Λυσ. 150, ἐν τέλ.· διά τι ὁ αὐτ. 117. 38· ὡσαύτως, διαφέρεσθαι γνώμῃ Ἡρόδ. 7. 220· δ. ὡς…, ἐκ τοῦ ἐναντίου ἰσχυρίζομαι ὅτι…, Δημ. 1296. 24· οὐ διαφέρομαι, = οὔ μοι διαφέρει, ὁ αὐτ. 112, ἐν τέλ. - Ἡ λέξις εἶναι ὅλως τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων.