οὔτε
English (LSJ)
Adv., (οὐ, τε) joining neg. clauses, as τε joins posit., but rare in the simple sense
A and not, Il.22.265 (v.l.), Hdt.3.155 (v.l.); οὔτε γὰρ ἐκείνους διδόναι, Lat. neque enim, Id.1.3 (prob. f.l. for οὐδὲ); and occasionally in later writers, Arist.Ph.208a8, Luc.Par.27,53, etc. II mostly repeated, οὔτε... οὔτε . . neither... nor... Lat. neque... neque... Hom., etc.—Hom. freq. joins another Particle with the first or second οὔτε, as οὔτ' ἂρ... οὔτε . . ; οὔτ' ἂρ... οὔτ' ἂρ . . ; οὔτ' ἄρ τε... οὔτ' ἄρα . . Il.5.89; οὔτ' οὖν, v. οὖν 1; οὔτε . . οὖν... οὔτ' ἄρα . . 20.7; οὔτ' ἄρ... οὔτε τι... or οὔτε τι... οὔτε... 1.115, Od.1.202; so too οὔτε... οὔτε μὴν . . X.Cyr.4.3.12; οὔτε... οὔτ' αὖ... v. infr. 3. 2 freq. used to divide up a general negation into two or more parts, ὡς δ' ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν, οὔτ' ἂρ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν οὔθ' ὁ διώκειν Il.22.200; thrice repeated, οὔ μοι Τρώων . . μέλει ἄλγος... οὔτ' αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος οὔτε κασιγνήτων 6.450; οὐκ ἔπειθεν οὔτε τοὺς στρατηγοὺς οὔτε τοὺς στρατιώτας Th.4.4: without a neg. preceding, Il.1.490, 2.202, etc. 3 within one of the two clauses distd. by οὔτε a subordinate part may be introduced by οὐδέ, οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ' ὑάκινθος (οὐθ' codd.), οὐ δέ ποτ' ἐκ δούλης τέκνον ἐλευθέριον Thgn.537; οὔτε . . ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ' αὖ τὸν ἀριθμὸν . . ἐπανέφερεν D.27.49: sts. after several clauses distd. by οὔτε the last is introduced emphat. by οὐδέ, οὔτε φάρμακα οὔτε καύσεις οὔτε τομαὶ οὐδ' αὖ ἐπῳδαί nor yet incantations, Pl. R.426b, cf. 499b (so μηδέ after clauses with μήτε, μήτε παιδεία μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία Id.Prt.327d); so οὐδέ (μηδέ) may sts. follow a single οὔτε (μήτε), οὐδέ ποτέ σφιν οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος, οὐδ' ἀπολέσθαι neither to suffer misery, nor yet to die, v. l. in Od.8.563, cf. Pi.P.8.83, I.2.44, S.OC1139, 1141 (s.v.l.), 1297 (cj.), Pl. Ap.19d: in many of these places, however, the readings vary, and editors have altered οὐδέ into οὔτε; but this cannot be done in some cases, as οὔτ' ἂν ὑπό γε ἑνὸς . . πάθοι, ἴσως δ' οὐδὲ ὑπὸ πλεόνων Id.La. 182b: so when οὔτε is folld. by οὐδὲ μέν, Od.13.207; by οὐδὲ μήν, X. Cyr.4.5.27; οὐδ' αὖ, v. supr.—But οὔτε (μήτε) cannot be used simply answering to οὐδέ (μηδέ), v. μηδέ A. 2. 4 οὔτε may be folld. by a Posit. clause with τε, οὔτ' αὐτὸς κτενέει, ἀπό τ' ἄλλους πάντας ἐρύξει he both will not kill and will defend, Il.24.156, cf. A.Pr.246, 262, Hdt.5.49, X.An.7.7.48, etc.: sts. the neg. is added after the τε, οὔτ' ὦν . . καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει . . φέρειν Pi.N.11.40, cf. S. Ant.763, E.Hipp.302; κυάμους δὲ οὔτε τι μάλα σπείρουσι, τούς τε γενομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Hdt.2.37: the combination οὔτε... καί . . is dub. in E.IT591, but is found in later writers, as Luc.DMeretr.2.4, Chor.in Rev.Phil.1877.218. 5 οὔτε is freq., by anacoluthon, folld. not by a second οὔτε, but by some other Particle, as by οὐδέ, v. supr. 3; by δέ alone, Il.24.368, Hdt.1.108, Pl.R. 388e, X.An.6.3.16. b in Poets, οὐ sts. follows without any conjunctive Particle, οὐκ ἦν ἀλέξημ' οὐδὲν οὔτε βρώσιμον, οὐ χριστόν, οὔτε πιστόν A.Pr.479; οὔτε πλινθυφεῖς δόμους . . ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν ib.450, cf. Theoc.15.139 sq.; οὔτε βλάστας . . πατρός, οὐ μητρὸς εἶχον S.OC 972, cf. Ant.249, E.Or.41: so also in the Prose of Hdt., ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι, οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται, οὐδέ . . 1.138. c in Poets also οὔτε is sts. replaced by οὐ, οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566; οὐ γὰρ ἂν εἰδείης ἀνδρὸς νόον οὔτε γυναικός Thgn.125 (dub. l.), cf. Il.1.115, Od.9.136, A.Pers.588 (lyr., s. v.l.), etc. d the former οὔτε is sts. omitted, ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών Pi.P.10.29; νόσοι δ' οὔτε γῆρας ib.41; Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις A.Ag.532, cf. Ch.294; and v. μήτε 2. 6 when οὔτε and μήτε correspond, each retains its proper sense, ἀναιδὴς οὔτ' εἰμὶ μήτε γενοίμην neither am I shameless, nor may I become so, D.8.68, cf. Aeschin.3.128.
Greek (Liddell-Scott)
οὔτε: Ἐπίρρ. (οὔ τε) συνδέον ἀρνητικὰς προτάσεις ὡς τὸ τε συνδέει θετικάς, ἀλλὰ σπάνιον ἐν τῇ ἁπλῇ σημασίᾳ, καὶ οὐχί, Ἰλ. Χ. 265, Ἡρόδ. 3. 155· οὔτε γὰρ ἐκείνους διδόναι, Λατ. neque enim, ὁ αὐτ. 1. 3· καὶ σποράδην παρὰ μεταγεν., Ἀριστ. Φυσικ. 3. 8, 1, Λουκ. Παράσ. 27, 53, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπαναλαμβάνεται, οὔτε.., οὔτε.., Λατ. neque.., neque.., Ὅμ., κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἐνίοτε συνάπτει ἕτερον μόριον μετὰ τοῦ πρώτου ἢ τοῦ δευτέρου οὔτε, ὡς, οὔτ’ ἄρ.., οὔτ..· οὔτ’ ἄρ.., οὔτ’ ἄρ...· οὔτ’ ἄρ τε.., οὔτ’ ἄρα.., Ἰλ. Ε. 89· οὔτε οὖν, ἴδε ἐν λ. οὖν Α· οὔτ’ οὖν.., οὔτ’ ἄρα.., Υ. 7· οὔτε.., οὔτε τι.., ἢ οὔτε τι.., οὔτε.., Α. 115, Ὀδ. Α. 202 οὔτω καὶ, οὔτε.., οὔτε μήν.., Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12· οὔτε.., οὔτ’ αὖ.., ἴδε κατωτ. 2) συχνάκις ἐν χρήσει ὅπως διακρίνῃ γενικὴν ἄρνησιν διὰ τῆς διαιρέσεως εἰς μερικωτέρας προτάσεις, ὡς δ’ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν, οὔτ’ ἄρ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν οὔθ’ ὁ διώκειν Ἰλ. Χ. 199· καὶ τρὶς ἐπαναλαμβάνεται, οὔ μοι Τρώων.. μέλει ἄλγος.., οὔτ’ αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος οὔτε κασιγνήτων Ζ. 450· οὐκ ἔπειθεν οὔτε τοὺς στρατηγούς οὔτε τοὺς στρατιώτας Θουκ. 4. 4· ὡσαύτως, χωρὶς νὰ προηγῆται ἀρνητικόν τι, Ἰλ. Α. 488, Β. 203, κτλ. 3) ἐν τῇ ἑτέρᾳ τῶν δύο προτάσεων τῶν διὰ τοῦ οὔτε ἀπ’ ἀλλήλων διακρινομένων δύναται νὰ εἰσαχθῇ ἀρνητικὴ πρότασις μερικωτέρα διὰ τοῦ οὐδέ, οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ’ ὑάκινθος, οὔτε ποτ’ ἐκ δούλης τέκνον ἐλευθέριον Θέογν. 537· οὔτε.. ἀπέφηνεν οὐδὲ παρέσχηται μάρτυρας, οὔτ’ αὖ τὸν ἀριθμόν.. ἀπανέφερεν Δημ. 829. 1· - ἐνίοτε μετὰ πολλὰς προτάσεις ἐκφερομένας διὰ τοῦ οὔτε ἡ ἐσχάτη ἐκφέρεται ἐμφατικῶς διὰ τοῦ οὐδέ, οὔτε κἄν.., Πλάτ. Πολ. 426Β· (οὕτω διὰ τοῦ μηδὲ μετὰ τὰς διὰ τοῦ μήτε ἐκφερομένας προτάσεις, μήτε παιδεία μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 327D, πρβλ. 331C, Σοφ. Φ. 771)· οὕτως, οὐδὲ (μηδὲ) δύνανται ἐνίοτε νὰ ἀκολουθήσωσιν ἁπλοῦν οὔτε (μήτε)· οὐδέ ποτέ σφιν οὔτε τι πημανθῆναι ἔτι δέος, οὐδ’ ἀπολέσθαι, οὐδὲ νὰ ἀπολεσθῶσι, Ὀδ. Θ. 563, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1139 κἑξ., (ἔνθα κατ’ Ἐλμσ. οὔτε.., οὔτε) 1297, Πλάτ. Ἀπολ. 19D - ἐν πολλοῖς τῶν χωρίων τούτων ὅμως αἱ γραφαὶ ποικίλλουσι, καὶ οἱ ἐκδόται ἔχουσι μεταβάλει τὸ οὐδὲ εἰς οὔτε· ἀλλὰ τοῦτο δὲν δύναται νὰ γίνῃ εἴς τινας περιστάσεις, οἷον, οὔτ’ ἂν ὑπό γε ἑνός.. πάθοι, ἴσως δ’ οὐδὲ ὑπὸ πλεόνων Πλάτ. Λάχ. 182Β· οὕτως ὅταν μετὰ τὸ οὔτε ἕπηται οὐδὲ μέν, Ὀδ. Ν. 207· οὐδὲ μήν, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 27· οὐδ’ αὖ, ἴδε κατωτ. - Ἀλλὰ τὸ οὔτε (μήτε) δὲν δύναται νὰ τεθῇ ἁπλῶς ὡς ἀπόδοσις τοῦ οὐδὲ (μηδέ), ἴδε ἐν λ. μηδὲ Α. 2. 4) μετὰ τὸ οὔτε δυνατὸν νὰ ἀκολουθῇ καταφατικὴ πρότασις διὰ τοῦ τε, Λατ. neque.., et.., οὔτ’ αὐτὸς κτενέει, ἀπό τ’ ἄλλους πάντας ἐρύξει, καὶ δὲν θὰ φονεύσῃ καὶ θὰ ἀποδιώξῃ, Ἰλ. Ω. 156, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 245, 260, κτλ.· - ἐνίοτε ἡ ἄρνησις τίθεται μετὰ τὸ τε, οὔτ’ ὦν... καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ’ οὐκ ἐθέλει.. φέρειν Πινδ. Ν. 11. 50, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 763, Εὐρ. Ἱππ. 302· κυάμους δὲ οὔτε.. σπείρουσι, τούς γε γενομένους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται Ἡρόδ. 2. 37· - ἡ σύνδεσις διὰ τοῦ οὔτε.., καί.., ὡς ἀναγινώσκεται ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 591, εἶναι λίαν ἀμφίβολος· ἀλλ’ ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν., ὡς ἐν Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 2. 4. 5) τὸ οὔτε συχνάκις κατ’ ἀνακόλουθον δὲν ἀκολουθεῖται ὑπὸ δευτέρου οὔτε, ἀλλ’ ὑπὸ ἑτέρου τινὸς μορίου, οἷον οὐδὲ (ἴδε ἀνωτ. 3)· ὑπὸ μόνου τοῦ δέ, Ἰλ. Ω. 368, Ἡρόδ. 1. 108, Πλάτ. Πολ. 388Ε, Ξεν. Ἀν. 6. 3, 16. 6) παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε τὸ οὐ ἀκολουθεῖ ἄνευ συνδετικοῦ τινος μορίου, οὐκ. ἦν ἀλέξημ’ οὐδὲν οὔτε βρώσιμον, οὐ χριστόν, οὔτε πιστὸν Αἰσχύλ. Πρ. 479· οὔτε πλινθυφεῖς δόμους.. ᾗσαν, οὐ ξυλουργίαν αὐτόθι 450, πρβλ. Θεόκρ. 15. 139 κἑξ.· οὔτε βλάστας.. πατρός, οὐ μητρὸς εἶχον Σοφ. Ο. Κ. 972, πρβλ Ἀντ. 249, Εὐρ. Ὀρ. 41· οὕτω καὶ ἐν τῷ Ἡροδοτείῳ πεζῷ λόγῳ, ἐς ποταμὸν οὔτε ἐνουρέουσι οὔτε ἐμπτύουσι, οὐ χεῖρας ἐναπονίζονται, οὐδέ.., 1. 138. γ) παρὰ ποιηταῖς ἐνίοτε ὡσαύτως τὸ οὔτε ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ οὐ, οὐ νιφετὸς οὔτ’ ἄρ χειμὼν πολὺς οὔτε ποτ’ ὄμβριος Ὀδ. Δ. 566· οὐ γὰρ ἂν εἰδείης ἀνδρὸς νόον οὔτε γυναικὸς Θεογν. 125, πρβλ. Ἰλ. Α. 115, Ὀδ. Ι. 136, 146, Αἰσχύλ. Πέρσ. 588, κτλ. δ) ἐνίοτε παραλείπεται τὸ πρῶτον οὔτε, οἷον, ναυσὶ δ’ οὔτε πεζὸς ἰὼν Πινδ. Π. 19. 46· νόσοι δ’ οὔτε γῆρας αὐτόθι 64· Πάρις γὰρ οὔτε συντελὴς πόλις Αἰσχύλ. Ἀγ. 532, πρβλ. Χο. 294· καὶ ἴδε μήτε 2. 6) ὅταν τὸ οὔτε καὶ μήτε ἀνταποκρίνωνται πρὸς ἄλληλα, ἑκάτερον διατηρεῖ τὴν οἰκείαν αὑτῷ ἔννοιαν, ἀναιδὴς οὔτ’ εἰμὶ μήτε γενοίμην, οὔτε εἶμαι ἀναιδής μήτε νὰ γίνω, Δημ. 106. 23, πρβλ. Αἰσχίν. 71. 38. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. κϚ΄.
French (Bailly abrégé)
conj. négative;
A et ne B, d’ord. ni, corresp.
I. à une autre nég.
1 à une nég. antér. οὐ… οὔτε ne… ni ; οὔτε… οὔτε ni… ni;
2 à une nég. postér. : οὔτε… οὐδέ ni… ni même ; οὔτε peut avoir pour corrél. μήτε, chacune des deux nég. conservant son sens propre : ἀναιδὴς οὔτ’ εἰμὶ μήτε γενοίμην DÉM je ne suis pas impudent et puissé-je ne le point devenir !;
II. à une particule de liaison postér. non négat. οὔτε… τε, il ne… et ; d’une part ne… d’autre part : οὔτε διενοήθην πώποτε ἀποστερῆσαι ἀποδώσω τε XÉN je n’ai jamais songé à vous en priver et je vous le remettrai ; οὔτε… καί m. sign. ; οὔτε… δέ m. sign.
Étymologie: οὐ, τε.
English (Autenrieth)
negative particle, regularly correlative, οὔτε.. οὔτε, neither.. nor, (not) either.. or, dividing a negation already expressed or implied; but the correlation is often irregular as a different word (τέ, καί, δέ) replaces one or the other οὔτε, e. g. Il. 6.450, Od. 8.563, Il. 24.156, Il. 7.433.