λιάζομαι
English (LSJ)
aor. ἐλιάσθην, Ep. 3pl.
A λίασθεν Il.23.879: 3sg. plpf. λελίαστο Mosch.4.118 (for Act. v. sub fin.):—bend, incline; and so,
I mostly of persons, go aside, recoil, shrink, ἐκ ποταμοῖο λιασθείς Od.5.462; ἀπὸ πυρκαϊῆς ἑτέρωσε λ. Il.23.231; νόσφι λ. 1.349, 11.80; ὕπαιθα λιάσθη he shrank beneath his attack, 15.520, cf. 21.255; δεῦρο λιάσθης hither hast thou retired, 22.12; παρὰ κληῗδα λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων, of a vision, disappeared by the key-hole, Od.4.838: metaph., stray from the straight path, Emp.2.8; in A.R. of parting, separating from others, 1.94, 3.827, 1164:—once in Trag., πρός σ' ἐλιάσθην hastened to thee, E.Hec.98 (anap.).
2 sink, fall, πρηνὴς ἐλιάσθη Il.15.543; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ 20.420, cf. 418; ἐν γῇ Mosch. l.c.
II of things, ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῦμα retired, drew back, Il.24.96; πτερὰ πυκνὰ λίασθεν (for ἐλιάσθησαν) the dying bird's thick wings dropped, 23.879; where Aristarch. read λίασσεν it dropped its wings, though the Act. is not used exc. impf. λίαζον they loosened (the cables), Lyc.21.
French (Bailly abrégé)
f. λιασθήσομαι, ao. ἐλιάσθην, pf. λελίασμαι, pqp. ἐλελιάσμην;
1 se détourner, s'écarter, s'éloigner : ἐκ ποταμοῖο OD du fleuve ; ἀπὸ πυρκαϊῆς ἑτέρωσε λ. IL s'éloigner du bûcher dans une autre direction ; ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῦμα IL le flot se retirait autour d'elles ; πρός τινα, se réfugier près de qqn ; λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων OD (la vision) s'évanouit au souffle des vents;
2 s'abattre, tomber : προτὶ γαίῃ IL à terre ; πρηνὴς ἐλιάσθη IL il tomba en avant ; πτερὰ λίασθεν IL ses ailes tombèrent pendantes.
Étymologie: DELG skr. linati « se blottir, se cacher, disparaître ».
Russian (Dvoretsky)
λιάζομαι: (fut. λιασθήσομαι, aor. ἐλιάσθην - эп. λιάσθην)
1 отходить, уходить, удаляться (ἀπὸ πυρκαϊῆς Hom.): ἀμφὶ δ᾽ ἄρα σφι λιάζετο κῦμα Hom. перед ними расступалась волна; λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων (εἴδωλον) Hom. призрак развеялся с ветром; πρός σ᾽ ἐλιάσθην Eur. я ушел, т. е. явился к тебе; ἐκ ποταμοῖο λιασθείς Hom. выйдя из реки (на берег);
2 опрокидываться, падать (προτὶ γαίῃ Hom.): πρηνὴς ἐλιάσθη Hom. (Долоп) упал навзничь; πτερὰ λίασθεν (= ἐλιάσθησαν) Hom. (у раненой птицы) опустились крылья.
Greek (Liddell-Scott)
λιάζομαι: ἀόρ. ἐλιάσθην, Ἐπικ. γ΄ πληθ. λίασθεν Ὅμ.· γ΄ ἐν. ὑπερσ. λελίαστο Μόσχ. 4. 118 (ἀντὶ τοῦ ἐνεργ., ἴδε ἐν τέλ.)· - Ἐπικ. ἀποθ. ἀμφιβόλου ἀρχῆς (ὁπόθεν καὶ τὸ ἀλίαστος), = κλίνω, ἑπομένως, I. τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, ἀποσύρομαι, ἀπομακρύνομαι, ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς Ὀδ. Ε. 462· ἀπὸ πυρκαϊῆς ἑτέρωσε λιασθεὶς Ἰλ. Ψ. 231· νόσφι λιασθεὶς Α. 349., Λ. 80· ὕπαιθα λιάσθη, εἰς πλάγιον ἢ ἐκ τοὔμπροσθεν ἐξέκλινεν, Ο. 520, πρβλ. Φ. 255· δεῦρο λιάσθης, «σὺ δὲ ἐνθάδε ἀπεχωρίσθης» (Θ. Γαζῆς), Χ. 12· παρὰ κληῖδα λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων, ἐπὶ φάσματος, ἠφανίσθη διὰ τῆς ὀπῆς τοῦ κλείθρου, Ὀδ. Δ. 838· ἐλιάσθην πρός σε, ἦλθον, Εὐρ. Ἑκ. 100, ἔνθα ἴδε τὸν Ἕρμανν. 2) πίπτω, πρηνὴς ἐλιάσθη Ἰλ. Ο. 543· λιαζόμενος προτὶ γαίῃ Υ. 420, πρβλ. 418· ἐν γῇ Μόσχ. 4. 118. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμφὶ δ’ ἄρα σφι λιάζετο κῦμα, ὑπεχώρει, Ἰλ. Ω. 96· πτερὰ πυκνὰ λίασθεν (ἀντὶ ἐλιάσθησαν), αἱ πυκναὶ πτέρυγες τοῦ θνήσκοντος πτηνοῦ κατέπεσον, Ψ. 879, - ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω, λίασσεν, «ἐκρέμασε» τὰς πτέρυγάς της, ἂν καὶ τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ εἰ μὴ ἐν τῷ παρατ. λίαζον παρὰ τῷ Λυκόφρ. 21, Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
part. λιαζόμενον, ipf. λιάζετο, aor. pass. (ἐ)λιάσθην: turn aside, withdraw; κῦμα, ‘parted,’ Il. 24.96 ; εἴδωλον, ‘vanished,’ Od. 4.838; also sink down, droop; προτὶ γαίῃ πτερά, Υ, Il. 23.879.
Greek Monolingual
λιάζομαι (Α)
1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ' ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ.
β. «ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)
3. (για φάντασμα) εξαφανίζομαι («παρὰ κληῗδα λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων», Ομ. Οδ.)
4. επισπεύδω, τρέχω προς το μέρος κάποιου («ἐλιάσθην πρός σε» Ευρ.)
5. παρεκτρέπομαι από τον ορθό δρόμο
6. πέφτω (α. «ἐλιάσθη ἐν γῇ», Μόσχ.
β. «σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν»·, Ομ. Ιλ.)
7. (ενεργ. μόνο στον παρατ.) λίαζον
χαλαρώνω, λύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. λιάζομαι πρέπει να είναι δευτερογενής, σχηματισμένος από το θ. του παθ. αορίστου λια-σ-θήναι (με ετυμολογικά ανερμήνευτο -σ-) ενός αρχαϊκού ενεστ. με έρρινο ένθημα λίναμαι «(εκ)τρέπομαι», γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος. Ο τ. λίναμαι συνδέεται με αρχ. ινδ. lināti «εξαφανίζομαι», γοτθ. al-linnan «αποσύρομαι» και αρχ. άνω γερμ. bi-linnan «ενδίδω, υποκύπτω»].
Greek Monotonic
λῐάζομαι: αόρ. ἐλιάσθην, Επικ. λιάσθην· γʹ ενικ. υπερσ. λελίαστο· Επικ. αποθ. = κλίνω, λυγίζω, γέρνω, κλίνω·
I. 1. κυρίως λέγεται για ανθρώπους, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, απομακρύνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· δεῦρο λιάσθης, εδώ εσύ αποχώρησες, στο ίδ.· παρὰ κληῗδα λιάσθη, λέγεται για όραμα, οπτασία, ξεγλίστρησε από την κλειδαρότρυπα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐλιάσθην πρός σε, ήρθα προς εσένα, σε Ευρ.
2. βυθίζομαι, πέφτω, πρηνὴς ἐλιάσθη, λιαζόμενος προτὶ γαίῃ, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, λιάζετο κῦμα, υποχωρούσε, στο ίδ.· πτερὰ λίασθεν (αντί ἐλιάσθησαν), τα φτερά του πεθαμένου πουλιού κατέπεσαν, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: bend, incline, shrink, recoil, sink (Il.); rare a. late act. forms (cf. Wackernagel Unt. 131) λιάζω (Lyc., H.), λιάσαι (H.), λίασσε v.l. Ψ 879 for λίασθεν; nasalpresent λίναμαι τρέπομαι H. (cf. below), verbal adj. ἀλίαστος not to be turned aside, undaubted, obstinate, incessant (Il., Hes.; on the meaning Erbse Glotta 32, 236ff.).
Other forms: aor. λιασθῆναι
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To the disyllabic passive aorist λια-σ-θῆναι (with anal. -σ-) belonged of old a nasalpresent λί-ν-α-μαι; as innoavtions arose the hapax λίασσε and esp. the present λιάζομαι (cf. Schwyzer 761, 693 and 734). - The not very outspoken meaning, which may have changed through literary influence (s. Leumann Hom. Wörter 208 f.), leaves much room for etymological speculation and makes certain interpretation difficult. The presens λίναμαι (see Wackernagel Unt. 206 n. 1 on the meaning) agrees formally with Skt. lināti (gramm.) lean against, also hide oneself, disappear, and Celt., OIr. lenaid follow (Wackernagel l.c.); the meaning is far away however. Semantically better fits Germ., e.g. Goth. af-linnan ἀποχωρεῖν', OHG bi-linnan yield, stop, leave off with -nn- from -nu̯- (Osthoff MU 4, 46). All verbs including Lat. linō smear are taken together by W.-Hofmann s. v. Further see Bq and WP. 2, 387 f., Pok. 661 f. with even more dubious connections. Cf. also ἐλινύω and λιμός.
Middle Liddell
= κλίνω
epic Dep to bend, incline:
I. mostly of persons, to go aside, withdraw, recoil, shrink back, Il.; δεῦρο λιάσθης hither has thou retired, Il.; παρὰ κληῖδα λιάσθη, of a vision, slipped away by the key-hole, Od.; ἐλιάσθην πρός σε I came away to thee, Eur.
2. to sink, fall, πρηνὴς ἐλιάσθη, λιαζόμενος προτὶ γαίῃ Il.
II. of things, λιάζετο κῦμα retired, drew back, Il.; πτερὰ λίασθεν (for ἐλιάσθησαν) the dying bird's wings dropped, Il. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
λιάζομαι: {liázomai}
Forms: Aor. λιασθῆναι; vereinzelte u. späte akt. Formen (vgl. Wackernagel Unt. 131) λιάζω (Lyk., H.), λιάσαι (H.), λίασσε v.l. Ψ 879 für λίασθεν; Nasalpräsens λίναμαι· τρέπομαι H. (vgl. unten), Verbaladj. ἀλίαστος unentrinnbar, unbeugsam, hartnäckig, unaufhörlich (Il., Hes. u. a.; zur Bed. Erbse Glotta 32, 236ff.).
Grammar: v.
Meaning: ‘hinsinken, (seitlich) ausbiegen, aus- weichen, entweichen, weggehen’ (vorw. ep. seit Il.)
Etymology: Zu dem zweisilbigen Passivaorist λιασ-θῆναι (mit anal. -σ-) gehörte von Anfang an ein nasalinflgiertes Präsens λίν-αμαι; dazu traten als Neubildungen sowohl das einmalige λίασσε wie vor allem das Präsens λιάζομαι (vgl. Schwyzer 761, 693 und 734). — Die wenig prägnante Bedeutung, die sich vielleicht außerdem durch literarische Umdeutung verändert hat (s. Leumann Hom. Wörter 208 f. m. Lit.), läßt der etymologischen Spekulation einen weiten Spielraum, erschwert aber zugleich eine sichere Deutung. Dem Präsens λίναμαι (dessen allg. Bedeutung = τρέπομαι schon an sich Verdacht erregen könnte; Wackernagel Unt. 206 A. 1 dafür <ἐκ>τρέπομαι) entsprechen formal aind. lināti (Gramm.) sich anschmiegen, anliegen, auch sich verstecken, verschwinden, und kelt., air. lenaid folgen (Wackernagel a.a.O.); die Bed. liegt aber weit ab. Semantisch besser dazu stimmt germ., z.B. got. af-linnan ’ἀποχωρεῖν’, ahd. bi-linnan weichen, aufhören, nachlassen mit -nn- aus -nu̯- (Osthoff MU 4, 46). Alle die genannten Verba einschließlich lat. linō beschmieren werden von W.-Hofmann s. v., wenig überzeugend, in einer Gruppe zusammengehalten. Für weitere Anknüpfungen, die noch fraglicher sind und hier nichts von Interesse bieten, sei auf Bq und auf WP. 2, 387 f., Pok. 661 f. verwiesen; daselbst auch weitere Lit. Vgl. auch ἐλινύω und λιμός.
Page 2,119