μεγαλεῖος

English (LSJ)

α, ον, (μέγας)
A magnificent, splendid, ῥήματα X.Mem. 2.1.34 (Comp.); κτῆμα ib.4.5.2; μ. τι διαπεπραγμένος Men.Per.Fr. 1, cf. Phld.Rh.2.6 S.; πίστιν μεγαλειοτάταν prob. in Paean ap. Plu.Flam.16 (Coll.Alex.p.173 P.); τὸ μεγαλεῖον τῶν πράξεων, τῆς ἀθανασίας, Plb.8.1.1, SIG798.4 (i A.D.), cf. Vett. Val.70.1; τὰ μεγαλεῖα = mighty works, LXX De.11.2, al., Act.Ap.2.11. Adv. μεγαλείως = greatly, ὠφελῶν τὴν πόλιν X.Ages.11.16, Plb.3.87.5; magnificently, μ. εἴρηκας Pl.Hp.Ma.291e; ὀψωνεῖν Antiph.192; θεοὺς μ. τιμᾶν X.Oec.11.9: Comp. μεγαλειότερον Pl.Tht. 168c; μεγαλειοτέρως, γαμεῖν X.HG4.1.9.
2 of persons, stately, haughty, Id.Mem.4.1.4.
3 τὸ μεγαλεῖον τινός, as a title, Highness, POxy.1204.10 (iii A.D.), etc.
4 of style, elevated, Demetr.Eloc.14, al. Adv. Sup. μεγαλειότατα, ἑρμηνεῦσαι Philostr.VS1.21.1.

German (Pape)

[Seite 105] groß, ansehnlich, prächtig, κτῆμα, Xen. Mem. 4, 5, 2; von Menschen, großartig, 4, 1, 4; τὸ μεγαλεῖον τῶν πράξεων, Pol. 3, 87, 5. – Adv., Alexis Ath. IV, 137 d; μεγαλειότερον ἂν τοῖς αὑτοῦ ἐβοήθησεν, Plat. Theaet. 168 c; μεγαλείως ἐχάρησαν, ἐτίμησαν, Pol. 3, 69, 4. 4, 87, 5; μεγαλειοτέρως, Xen. Hell. 4, 1, 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a grand air, grand, magnifique;
Cp. μεγαλειότερος.
Étymologie: μέγας.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλεῖος:
1 величественный, великолепный, пышный (κτῆμα, ῥήματα Xen.; μεγαλεῖον ποιῆσαί τινα NT);
2 самонадеянный, высокомерный, заносчивый (μ. καὶ σφοδρός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλεῖος: -α, -ον, (μέγας) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, ῥήματα Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 34, πρβλ. 4. 5. 2· - τὸ μεγαλεῖον ὡς καὶ νῦν, ἡ μεγαλοπρέπεια, ἡ λαμπρότης, Πολύβ. 8. 3, 1· τῆς φύσεως τὸ μ. Ἀμέλιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 540C· - τὰ μεγαλεῖα, μεγάλα ἔργα, ἔργα παντοδυναμίας, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ Πράξ. Ἀποστ. 2. 11. Ἐπίρρ. -ως, μεγάλως, ὠφελεῖν τῇ φύσει Ξεν. Ἀγησ. 11. 16· μ. γαμεῖν, λαμπρῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 1, 7· συγκρ. -ότερον, -οτέρως, Πλάτ. Θεαίτ. 168C, Ξεν. Ἑλλ. 4, 1, 9. 2) ἐπὶ προσώπων, μεγαλοπρεπής, ἀξιοπρεπής, ὑπερήφανος, Ξεν. Ἀπομνημ. 4. 1, 4. ΙΙ. τὸ μεγαλεῖον = τὸ εὐαγγέλιον, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν Βίῳ Σάβ. 264C, Ἰω. Μόσχ. 2908Α, Μαλαλ. 475, 13, 495, 14.

English (Strong)

from μέγας; magnificent, i.e. (neuter, plural as noun) a conspicuous favor, or (subjectively) perfection: great things, wonderful works.

English (Thayer)

μεγαλεῖα, μεγαλεῖον (μέγας), magnificent, excellent, splendid, wonderful (Xenophon, Josephus, Artemidorus Daldianus, others); absolutely, μεγαλεῖα (ποιεῖν τίνι) to do great things for one (show him conspicuous favors), R G; τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ (Vulg. magnalia dei (A. V. the mighty works of God)), i. e. the glorious perfections of God and his marvellous doings (גְּדֹלות, Acts 2:11.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑM μεγαλείος, -εία, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν)
α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη
β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῦ θεοῦ σου, καὶ τὰ μεγαλεῖα αὐτοῦ», ΠΔ)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) δόξα, κλέος, ακμή, ισχύς, δύναμη, μεγαλοσύνη (α. «... περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις», Σολωμ.
β. «αγωνίστηκαν για το μεγαλείο της πατρίδας»)
β) (χωρίς άρθρο) λέγεται ως έκφραση θαυμασμού για κάτι («έχει ένα σπίτι μεγαλείο»)
γ) στον πληθ. τα μεγαλεία
κοσμικές λαμπρότητες, επιδείξεις πλούτου, αξιώματα, τιμές και διακρίσεις («του αρέσουν τα μεγαλεία»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ.
1. αλαζονική συμπεριφορά
2. βιβλίο που περιείχε τα ευαγγέλια
αρχ.
1. μεγαλοπρεπής, λαμπρός («ἐκόσμησε τὰς γνώμας ἔτι μεγαλειοτέροις ῥήμασιν ἢ ἐγὼ νῡν», Ξεν.)
2. (για πρόσ.) αξιοπρεπής, υπερήφανος
3. (για το ύφος του λόγου) υψηλός, στομφώδης
4. φρ. «τὸ μεγαλεῖόν τινος»
(ως τίτλος) η Υψηλότητα.
επίρρ...
μεγαλείως (Α)
1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ («μεγαλείως ὠφελῶν τὴν πόλιν», Ξεν.)
2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρώς («τοὺς θεοὺς μεγαλείως τιμᾶν καὶ φίλους», Ξεν.)
3. σε υψηλό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος, πιθ. κατά το ἀνδρεῖος.

Greek Monotonic

μεγᾰλεῖος: -α, -ον (μέγας),·
1. μεγαλοπρεπής, εξαίσιος, σε Ξεν.· τὰ μεγαλεῖα, περίφημα έργα, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -ως, εξαίσια, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, επιβλητικός, υπεροπτικός, στον ίδ.

Middle Liddell

μεγᾰλεῖος, η, ον μέγας
1. magnificent, splendid, Xen.: τὰ μεγαλεῖα mighty works, NTest.:—adv. -ως, splendidly, Xen.
2. of persons, stately, haughty, Xen.

Chinese

原文音譯:megale‹oj 姆瓜累哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:(偉)大 相當於: (גֹּדֶל‎)
字義溯源:偉大的,盛大的,大事,大作為,奇妙作為;源自(μέγας)*=大)
出現次數:總共(2);路(1);徒(1)
譯字彙編
1) 大作為(1) 徒2:11;
2) 大事(1) 路1:49

Translations

magnificent

Arabic: عَظِيم‎, رَائِع‎; Moroccan Arabic: عضيم‎, فن‎; Armenian: փառահեղ, վեհաշուք, պերճ; Bulgarian: великолепен; Catalan: magnífic; Chinese Mandarin: 壯麗/壮丽, 堂皇; Dutch: prachtig; Esperanto: belega; Finnish: suurenmoinen, hieno, upea, mahtava; French: magnifique; Friulian: famôs; Galician: magnífico; German: prächtig; Greek: μεγαλοπρεπής; Ancient Greek: ἀγήνωρ, ἀγλαός, ἄγλαυρος, ἀρίδηλος, διαπρεπής, ἐκπρεπής, ἔξοχος, εὐπρεπής, λαμπρός, μεγαλεῖος, μεγαλοεργής, μεγαλομερής, μεγαλοπρεπής, μεγαλοσχήμων, περιφανής, πολυπρεπής, προστατικός, σεμνός, ὑπεράφανος, ὑπερήφανος; Hindi: शानदार; Italian: magnifico; Japanese: 素晴しい; Korean: 장엄한; Macedonian: великолепен, прекрасен; Malayalam: ഗംഭീരമായ; Maori: whakahirahira; Persian: ورجاوند‎; Portuguese: magnífico; Russian: великолепный; Serbo-Croatian Cyrillic: величанствен; Roman: veličanstven; Sorbian Lower Sorbian: kšasny; Spanish: magnífico, macanudo; Swedish: storartad, magnifik; Vietnamese: tráng lệ; Walloon: mirlifike