προσεχής

English (LSJ)

προσεχές, of place,
A next to, π. σφίσι ἑστάναι, in battle, Hdt.9.28, cf. 102; νῆσος προσεχεστάτη τῇ ἠπείρῳ Str.14.6.1; ἔπλωον προσεχέες τῇ γῇ keeping close to.., Arr.Ind.33: c. gen., π. τῶν κρημνῶν (fort. τῷ κρημνῷ) νάπη D.H.1.32; οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου π. σιδήρῳ καὶ κόλλῃ attached with... Paus.8.37.3.
b in geogr. sense, bordering upon, adjoining, c. dat., Λίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ Hdt.3.91: c. gen., τὸ π. τοῦ κάτω κόσμου Arist.Mete.340b12, cf. Paus.8.4.3: abs., οἱ προσεχέες their next neighbours, Hdt.3.89,93.
2 exposed to the wind, π. ἀκταὶ τοῖς ἐτησίαις Anon. ap. Suid.; π. αἰγιαλὸς Λιβί Str.5.3.6: abs., π. καὶ ἀλίμενος Id.4.6.2, cf. 5.4.4, D.H.3.44.
3 closely connected, τὰ προσεχέστατα τῶν εἰδῶν ἐνυπάρχει τῷ γένει Ph.1.17: Comp., προσεχέστερον νῷ Plot.5.4.2: hence, appropriate, suitable, proper, ὑποθῆκαι π. τῇ πολιτικῇ διοικήσει Phld.Rh.2.272 S.; κυριώτατα καὶ προσεχέστατα ὀνόματα D.H.Comp.3; ἄγαλμα προσεχέστατον τῇ λύρᾳ Philostr.Im.1.10; παραδείγματα Aps.p.280 H. (Comp.).
4 proximate, immediate, particular, κατὰ τὸ π. καὶ ἀκριβές, opp. κατὰ τὸν ἀνωτάτω λόγον, Placit.4.4.1; κατὰ τὸ π., opp. κατὰ κοινόν, Sor.2.44, cf. 1.4; τὰ π. καλούμενα μόρια (of the lower limb, viz. thigh, foot, etc.) Gal.7.735, cf. 1.465; τὸ π. τῆς φύσεως αὐτῆς (sc. τῆς ψυχῆς) its particular nature, Plot.4.2.1; ἡ π. αἰτία Procl.Inst.31; ὁ π. τοῦ κόσμου δημιουργός Jul.Gal.99d. Adv. προσεχῶς = immediately, Id.Or.5.175a, Plot.2.1.5; τὰ π. γεννητικά τινος proximate sources or origins, Gal.5.677; π. συνηρτημένος Iamb.Myst.5.9, cf. Porph.Intr.4.32, Dam.Pr.102, al.
5 connected by relationship, Sch.Pi.N.3.45 (Comp.).
II of time, recently, Paul.Aeg.6.118.
2 in Dor. form ποτεχεῖ (q.v.).
III attentive, Procl.in Euc.p.208 F. (Comp.). Adv. προσεχῶς Phld.Rh.2.259 S.; glossed σπουδαίως, Hsch.: Comp. προσεχέστερον, τὸ γάλα κρίνειν Sor.1.90.

German (Pape)

[Seite 763] ές, vom Raume, zusammen, daran hangend, womit verbunden, benachbart, nah angränzend; sowohl absol., als τινί, Her. 3, 13. 89. 91. 9, 28. 102; ἄκρα προσεχὴς τῇ Λιβύῃ, nach Libyen hin, Strab. 6, 2, 1; προσεχεστέρα τῇ ἠπείρῳ, 5, 2, 6; ἔπλωον προσεχεῖς τῇ γῇ, Arr. Ind. 33, sich ans Land haltend; Parthen. 21; αἰγιαλός, Dion. Hal. 3, 44, wo v.l. προεχής ist; aber bei Suid. steht διὰ τὸ προσεχεῖς εἶναι ἀκτὰς τοῖς ἐτησίαις, weil das Ufer dem Winde ausgesetzt ist; daher ἀλίμενος καὶ προσεχὴς αἰγιαλός, wie Strab. noch hinzusetzt, καὶ ῥαχιώδης, wo προεχής, = προβλής, vorragende, schroffe Ufer, vorzuziehen scheint. – Von der Zeit, anhaltend, S. Emp. pyrrh. 2, 240. – Seinen Geist auf Etwas richtend, verständig, Hesych.; κατὰ τὸ προσεχὲς καὶ ἀκριβές, Plut. plac. phil. 4, 4, bei genauer Betrachtung.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 contigu, tout proche : τινι, τινος avec, de qqn ou de qch;
2 fig. attaché à, appliqué à, attentif à ; τὸ προσεχές attention, application soutenue.
Étymologie: προσέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσεχής -ές [προσέχω] aangrenzend; met dat..; τοῖσι προσεχέσι τούτοισι τεταγμένοισι voor degenen die vlak bij hen opgesteld stonden Hdt. 9.102.1; abs. dicht opeen:; (τὰ δένδρα) προσεχῆ ὑπῆρχεν de bomen stonden aaneengesloten Luc. 14.42; subst. οἱ προσεχέες de naburen. Hdt. 3.89.1.

Russian (Dvoretsky)

προσεχής:
1 примыкающий, прилегающий, смежный, граничащий (Αἰγύπτῳ Her.): οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ προσεχέες Her. афиняне и их (ближайшие) соседи;
2 постоянный, непрерывный, непрекращающийся (τὰ προσεχῆ πάθη Sext.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α προσέχω
(σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῖς τῷ μεγάλῳ ἀρχιερεῖ γενόμεναι αἱ ψυχαί», Κλήμ.
β. «τὰ προσεχέστατα τῶν εἰδῶν ἐνυπάρχει τῷ γένει», Φίλων)
2. κατάλληλος, ταιριαστός (α. «ὑποθῆκαι προσεχεῖς τῇ πολιτικῇ διοικήσει», Φιλόστρ.)
3. άμεσος (α. «ὁ προσεχὴς τοῦ κόσμου δημιουργός», Ιουλ.
β. «ἡ προσεχὴς αἰτία», Πρόκλ.)
4. αυτός που δείχνει προσοχή για κάτι, προσεκτικός («ἵνα ἡ τοῦ λέγοντος ἀξιοπιστία... καταστήσῃ προσεχεῖς τοὺς ἀκούοντας», Ιππόλ.)
5. ο σχετικός με κάτι («αἱ προσεχεῖς τῆς προνοίας ἐνεργοῦνται οἰκονομίαι», Κλήμ.)
6. (για τόπο) α) αυτός που βρίσκεται ακριβώς δίπλα σε κάποιον άλλο, διπλανός, όμορος (α. «προσεχὴς τῇ Λιβύη», Στράβ.
β. «προσεχὴς τῶν κρημνῶν νάπη», Δίον. Αλ.)
β) ανοιχτός, εκτεθειμένος σε ανέμους (α. «διὰ τὸ προσεχὲς εἶναι ἀκτὰς ἐτησίαις», Λεξ. Σούδα
β. «προσεχὴς αἰγιαλὸς Λιβί», Στράβ.).
επίρρ...
προσεχώς / προσεχῶς ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχεί Α
σε λίγο, σε σύντομο χρονικό διάστημα
μσν.-αρχ.
άμεσα, κατευθείαν
αρχ.
προσεκτικά, με επιμέλεια.

Greek Monotonic

προσεχής: -ές (προσέχω),
1. λέγεται για τόπο, αυτός που βρίσκεται δίπλα, προσεχὴς ἑστάναι τινί, στη μάχη, σε Ηρόδ.· με γεωγραφική σημασία, αυτός που συνορεύει, συνορεύων, γειτνιάζων, γειτονικός, όμορος, με δοτ., στον ίδ.· οἱ προσεχέες, διπλανοί γείτονες, στον ίδ.
2. εκτεθειμένος στον άνεμο, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεχής: -ές, (προσέχω), ἐπὶ τόπου, ὁ πλησίον τινός, ἐγγύς, πρ. ἑστάναι τινί, ἐν μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 28˙ νῆσος προσεχεστάτη τῇ ἠπείρῳ Στράβ. 681˙ ἔπλεον προσεχεῖς τῇ γῇ, μὴ ἀπομακρυνόμενοι ἀπ’ αὐτῆς, Ἀρρ. Ἰνδ. 33˙ μετὰ γεν., πρ. τῶν κρημνῶν νάπη Διον. Ἁλ. 1. 32˙ οὐδέν ἐστιν ἑτέρου λίθου προσεχὲς Παυσ. 8. 37, 3. β) ἐπὶ γεωγραφικῆς σημασίας, συνορεύων, γειτνιάζων, μετὰ δοτ., Λίβυες οἱ πρ. Αἰγύπτῳ Ἡρόδ. 3. 91, πρβλ. 13. 89˙ μετὰ γεν., τὸ πρ. τοῦ κάτω κόσμου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 21, πρβλ. Παυσ. 8. 4, 3˙ ― ἀπολ., οἱ προσεχέες, οἱ πλησιέστατοι αὐτῶν γείτονες, Ἡρόδ. 3. 93., 9. 102. 2) πρ. ἀκταὶ τοῖς ἐτησίαις, ἐκτεθειμέναι εἰς τοὺς ἐτησίας (δηλ. ἀνέμους), Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.˙ πρ. Αἰγιαλὸς Λιβὶ Στράβ. 232˙ ― ἀπολ., πρ. καὶ ἀλίμενος ὁ αὐτ. 202, πρβλ. 243, Διον. Ἁλ. 3. 44, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ῥαχιώδης˙ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τινὲς τῶν κριτικῶν διορθοῦσι, προεχής, ἴδε Kramer Στράβ. 1, σελ. 317, 368. 3) ἐσχετισμένος διὰ συγγενείας, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 45. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου ὡς τὸ πρόσφατος. ― Ἐπίρρ. προσεχῶς, ἐντὸς ὀλίγου, ἀμέσως, Πορφυρ. Εἰσαγ. 2. 24, Γαλην. κλπ.: ὑπάρχει Δωρ. τύπος, ποτεχεῖ, ὡς ἔοικεν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Ἡρακλεωτ. Πίνακ., ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 121. ΙΙΙ. προσεκτικός, = προσέχων τὸν νοῦν (πρβλ. προσέχω Ι. 3), τὸ προσεχές = προσέχεια, Πλούτ. 2. 898Ε. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Ἡσύχ. IV. Κύριος, ὀνόματα πρ., = κύρια, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 3. 2) ἐπὶ ἀποδείξεων, εὐθεῖα ἀπόδειξις, ἄμεσος, κυρία, Ρήτορες (Walz) τ. 9. σ. 517.

Middle Liddell

προσεχής, ές προσέχω
1. of place, next to, πρ. ἑστάναι τινί in battle, Hdt.:—in geogr. sense, bordering upon, marching with, adjoining, c. dat., Hdt.; οἱ προσεχέες their next neighbours, Hdt.
2. exposed to the wind, Strab.