πῖλος
English (LSJ)
ὁ,
A wool or hair wrought into felt, used as a lining for helmets, Il.10.265; for shoes, Hes.Op.542, cf. Pl.Smp. 220b, Luc.Rh.Pr.15; but τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν, playfully, of the human hair, Pl.Lg. 942e.
II anything made of felt, esp. close-fitting cap, Hes.Op.546, Arist.GA785a27, AP6.90 (Phil.), etc.; πίλους τιάρας φορέοντες wearing turbans for caps, Hdt.3.12; ἀντὶ τῶν π. μιτρηφόροι ἦσαν Id.7.62, cf. 61,92; πῖλοι τοῖς δημοσίοις IG22.1672.70; πῖλος λευκός ib.5(1).1390.13 (Andania, i B. C.); of various fashions, πῖλος Ἀρκαδικός Polyaen.4.14; Λακωνικός Poll.1.149; Μακεδονικός, = καυσία, Id.10.162; πῖλος χαλκοῦς a brazen cap, i.e. helmet, Ar.Lys.562; of the apex worn by Roman flamines, D.H.2.64 (pl.).
2 felt shoe, λευκοὺς ὑπὸ ποσσὶν ἔχων π. Cratin.100.
3 felt cloth, used for carpets, mats, tents, etc., Hdt. 4.23,73,75, Hp.Aër.18 (pl.), cf. X.Cyr.5.5.7, Aen.Tact.33.3 (pl.), etc.; for horse-cloths, Plu.Art.11.
4 felt cuirass, jerkin, Th.4.34.
III amadou, Polyporus igniarius, Thphr. HP 3.7.4.
b embryo of Nelumbium, ib.4.8.7.
2 ball, σφαιρίζουσα πίλῳ Suid. Hist.(FHGiip.464) Fr.2.
IV = Lat. pilus, as in primus pilus, Suid. (Cf. Lat. pilleus.)
German (Pape)
[Seite 615] ὁ, 1) zusammengekrämpte, gefilzte Wolle od. Haare, Filz, pilus; μέσσῃ δ' ἐνὶ πῖλος ἀρήρει, Il. 10, 265; Hes. O. 544; als Unterfutter des Helms u. der Schuhe; ἐνειλιγμένων τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας, Plat. Conv. 220 a; s. Cratin. bei Poll. 7, 171; zur Decke gebraucht, Xen. Cyr. 5, 5, 7, vgl. Her. 4, 23. 73, wie zu Harnischen, Thuc. 4, 34 u. sonst; Pferdedecken, Plut. Artax. 11; und alles aus Filz Gemachte, bes. der Hut, Hes. O. 548, Her. u. A., den in Athen nur Kranke, Bettler und gemeine Leute zu tragen pflegten, Luc. u. A.; τὰς σκεπαζομένας τρίχας πίλοις ἢ καλύμμασι πολιοῦσθαι θᾶττον, Arist. gen. anim. 5, 5; doch hieß so auch der bekannte Schifferhut des Odysseus, und der Hut der Dioskuren, den sie auf alten Kunstwerken gewöhnlich haben, so wie die Kopfbedeckung der Perser, Her. 3, 12; Reisehut, Antiphil. 5 (VI, 199), vgl. πιλίδιον; Ar. Lys. 562 nennt sogar den Helm πῖλος χαλκοῦς – 2) Ball, Kugel, bes. Erd- u. Himmelskugel, Paus., wein dafür nicht überall πόλος zu schreiben ist. – 3) bei Sp. das römische pilus.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, qqf ἡ)
I. laine ou poils cardés ensemble, feutre dont on garnissait l'intérieur des casques;
II. tout objet en feutre :
1 bonnet en feutre;
2 tapis ou couverture de feutre ; particul. couverture de cheval;
3 οἱ πῖλοι cuirasse de feutre.
Étymologie: cf. lat. pilus, pileus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῖλος -ου, ὁ vilt:. πίλοις ἔντοσθε πυκάσσας van binnen met stukjes vilt bekleed hebbend Hes. Op. 542; τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν de natuurlijke groei van eigen vilt (d.w.z. haren) Plat. Lg. 942e. voorwerp van vilt vilten hoed; Hes. Op. 546; vilten tent; Hdt. 4.23.4; wambuis; Thuc. 4.34.3; zadelkleed. Plut. Art. 11.6.
Russian (Dvoretsky)
πῖλος: ὁ
1 валяная шерсть, войлок (ἐνελίσσειν τοὺς πόδας εἰς πίλους Plat.);
2 изделие из войлока: одеяло, покрывало Her., Xen.; шляпа или шапка Hom., Hes. etc.; попона, чепрак Plut.; броня Thuc.;
3 pl. растительность на теле, волосяной покров или шерсть Plat.;
4 шлем (χαλκοῦς Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
πῖλος: ὁ, ἔρια ἢ τρίχες κατειργασμέναι διὰ συμπιέσεως εἰς πυκνὸν πίλημα ἐν χρήσει πρὸς ἐσωτερικὴν ὑπένδυσιν περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Κ. 265· πρὸς ἐσωτερικὴν κάλυψιν πεδίλων, πέδιλα… πίλοις ἔντοσθε πυκάσας, «πίλοις κυρίως τοῖς ἐξ ἐρίων πεπιλημένοις καὶ συμπατηθεῖσι καὶ συσφιγχθεῖσιν ὑφάσμασιν» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 540, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220Β, Λουκ. Ρητόρ. διδάσκ. 15· ― τὴν τῶν οἰκείων πίλων γένεσιν, δηλ. τὴν φυσικὴν αὔξησιν τῶν τριχῶν, Πλάτ. Νόμ. 942D. II. μάλλινον τῆς κεφαλῆς κάλυμμα, εἶδος σκούφου, ἀντίθετον τῷ πέτασος (Yates Texrtin. Ant. 1, append. B), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 544, Ἀνθ. Π. 6. 90, κτλ.· πίλους τιήρας φορέοντες, φοροῦντες τιάρας ἀντὶ πίλων, Ἡρόδ. 3. 12· ἀντὶ τῶν π. μιτροφόροι ἦσαν ὁ αὐτ. 7. 62, πρβλ. 61, 92· ἦσαν δὲ οἱ πῖλοι διαφόρων σχημάτων, ὅθεν, πῖλος Ἀρκαδικὸς Πολύαινος 4. 14· Λακωνικὸς Πολυδ. Α΄, 149· Μακεδονικὸς ὁ αὐτ. Ι΄, 61 (παρὰ Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 7 ἀντὶ πίλῳ Θετταλικῇ ὁ Schneid διορθοῖ πετάσῳ)· πῖλος χαλκοῦς, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς χαλκοῦν, κράνος, περικεφαλαία, Ἀριστοφ. Λυσ. 562· ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἡ χρῆσις πίλου ἢ καλύμματος τῆς κεφαλῆς μετέτρεπε τὴν κόμην εἰς πολιάν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 5, 5. 2) πέδιλα ἐκ πιλημάτων, ὑπὸ ποσσὶν ἔχων πίλους Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 5· ἴδε ἀνωτ. 1. 3) εἶδος ὑφάσματος μὴ ὑφαντοῦ ἀλλὰ διὰ συμπιέσεως ἐρίων κατεσκευασμένου, ἐν χρήσει ἀντὶ ταπήτων, στρωμάτων καὶ σκηνῶν, Τουρκ. «κετσές», Ἡρόδ. 4. 23, 73, 75, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 7· ὡς κάλυμμα ἵππου, Πλουτ. Ἀρτοξ. 11. 1) θώραξ ἐκ πίλου, «κετσέ», Θουκ. 4. 34· ἴδε ἐν λ. πιλητός. ΙΙΙ. εἶδος βαμβακώδους σφαίρας ἐπί τινων δένδρων σχηματιζομένης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 4., 4. 8, 7 (θηλ. ἐν τῷ τελευταίῳ χωρίῳ). 2) σφαῖρα, Λατ. pila, Ἀνώνυμ. παρ’ Εὐστ. 1554. ΙV. κεῖται ἀντὶ τοῦ Λατ. pilus, δηλ. ὁ λόχος τῶν τριαρίων, ordo triarium, ὡς ἐν τῷ primus pilus, «ἔστι δὲ πῖλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῖλος καλούμενος» Σουΐδ., ἴδε πριμοπιλάριος παρὰ τῷ αὐτῷ. ― (πρβλ. Λατ. pilius· Βοημ. plst (πίλημα)· Ἀγγλο-Σαξον. felt· Ἀρχ. Γερμ. filz.
English (Autenrieth)
felt, Il. 10.265†.
Greek Monolingual
ο / πῑλος, ΝΜΑ
1. κάλυμμα της κεφαλής, καπέλο
2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή
μσν.-αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾶσθαι ἐπιτήδειον, ὅ ἡμεῖς πιλωτὸν φαμέν», Μέγα Ετυμολογικόν)
μσν.
αρχιερατική μίτρα
αρχ.
1. το πίλημα ως υλικό για την εσωτερική επένδυση ή για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων (α. «πέδιλα πίλοις ἔντοσθε πυκάσας», Ησίοδ.
β. «ἅμαξαι πίλοις περιπεφραγμένοι», Ιπποκρ.)
2. κάλυμμα της κεφαλής από οποιοδήποτε υλικό (α. «χαλκοῦς πῑλος» β. «πῑλος Λακωνικός»)
3. θώρακας από πίλημα
4. υποδήματα από πίλημα
5. σφαίρα, μπάλα («σφαιρίζουσα πίλῳ, ὤλισθεν εἰς τὸν Πηνειόν», Ανών.)
6. η μίτρα τών Ρωμαίων ιερέων
7. ο λόχος τών τριαριών («ἔστι δὲ πῑλος καὶ τάγμα, πρῶτος πῖλος καλούμενος», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μορφολογικές δυσχέρειες εμποδίζουν τη σύνδεση της λ. με τα συνώνυμα: αρχ. άνω γερμ. filz, αγγλοσαξ. felt (< IE peldos) και επίσης με το αρχ. ρωσ. pŭlsti. Η σύνδεση εξάλλου της λ. με τα λατ. pilleus «πίλος, τσόχινο καπέλο» και pilus «τρίχα» (< θ. pil-s-o) δεν φαίνεται πιθανή, αφού το pilus είναι άγνωστης ετυμολ., ενώ το pilleus, όπως και το ελλ. πίλος, είναι μάλλον ανεξάρτητα δάνεια άγνωστης προέλευσης].
Greek Monotonic
πῖλος: ὁ,
I. έριο ή μαλλί που συμπιέστηκε για να κατασκευαστει το πίλημα, και χρησιμοποιούνταν ως εσωτερική επένδυση στις περικεφαλαίες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για υποδήματα, σε Ησίοδ.
II. 1. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τσόχα, τσόχινος σκούφος, όπως το μοντέρνο φέσι, σε Ησίοδ.· πίλους τιάρας φορέοντες, φορούσαν σαρίκια αντί για σκούφους, σε Ηρόδ.· ἀντὶ τῶν πίλων μιτρηφόροι ἦσαν, στον ίδ.
2. τσόχινο ένδυμα, σε Ξεν.
3. ο τσόχινος θώρακας πανοπλίας, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: felt, felt hat, also felt shoe, felt blanket etc. (Κ 265); as plant-name touchwood, Polyporus igniarius, also lotus bud (Thphr.).
Compounds: Some compp. like κραταί-πιλος with hard felt (A. Fr. 430 = 624 M.).
Derivatives: 1. Dimin: πιλ-ίον (Arist., hell.), -ίδιον (Att.), -άριον (medic.), -ίσκος (Dsc.). 2. Adj. -ινος made of felt (Andania Ia, Poll.) -ωτός id. (Str.), -ώδης felt-like, pressed together (Ptol.). 3. Verbs. a. πιλέω, also w. prefix, esp. συν-, to felt, to press together, to make dense, to knead (Att., hell.) with πίλ-ησις f. felting, densening, concentration because of coldness (Pl., Thphr.), -ημα n. felting, felted fabric (Arist.), -ητικός, -ή (τέχνη) belonging to the felting, the art of felting (Pl., Arist.; Chantraine Études 135, 137, 140); b. -όομαι, -όω, also w. συν-, προσ-, to concentrate (oneself), to contract (oneself) (Thphr.) w. -ωσις (v.l. of -ησις, Thphr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Resembling expressions for felt etc. are found in Latin, Germ. and Slav.: Lat. pilleus, -eum feltcap, Germ., e.g. OHG filz m., OE felt m. (n.?), Slav., e.g. ORuss. pъlstъ f. feltcover, Russ. pólstь f. cover, carpet, felt. The Germ. words go back on a PGm. *filti-, *felta- (orig. s-stem *filtiz-: *feltaz- from IE *peldos- n. ?) and may belong to OHG NHG falzen connect, put on, in etc.; in that case they could be dismissed. The Slav. words are polyinterpretable: they can contain before the final -ti- both d and s. Also Lat. pilleus can be interpreted in several ways: in order to form on the one hand a bridge to πῖλος, on the other a connection with pilus hair, one posits since J. Schmidt KZ 32, 387 f. (thus still Brüch IF 63, 237) an orig. *pil-s-, which would be a zero gade of IE *pilos- n. beside *pilo- m. hair, a for the time characteristic but not very convincing paper construction. -- Prob. rather an old cultureword of unknown origin (cf. Ernout BSL 30, 115). -- Details w. rich lit. in W.-Hofmann s. pilleus and Vasmer Wb. s. pólstь; also WP. 2, 71 and Pok. 830. On the phonetics still Forbes Glotta 36, 243, on the wordfomation Specht Ursprung 233 a. 239, on the realia Schrader-Nehring Reallex. 1, 311.
Middle Liddell
πῖλος, ὁ,
I. wool or hair made into felt, used as a lining for helmets, Il.; for shoes, Hes.
II. anything made of felt, a felt skullcap, like the modern fez, Hes.; πίλους τιήρας φορέοντες wearing turbans for caps, Hdt.; ἀντὶ τῶν πίλων μιτρηφόροι ἔσαν Hdt.
2. a felt-cloth, Xen.
3. a felt-cuirass, Thuc.
Frisk Etymology German
πῖλος: {pĩlos}
Grammar: m.
Meaning: Filz, Filzhut, auch ‘Filzschuh, -decke’ (seit Κ 265); als Pfl.name Zunderschwamm, Polyporus igniarius, auch Lotuskeim (Thphr.).
Composita: Einzelne Kompp. wie κραταίπιλος mit hartem Filz (A. Fr. 430 = 624 M.).
Derivative: Davon 1. Deminutiva: πιλίον (Arist., hell.), -ίδιον (att.), -άριον (Mediz.), -ίσκος (Dsk.). 2. Adj. -ινος aus Filz (Andania Ia, Poll.) -ωτός ib. (Str.), -ώδης filzähnlich, zusammengepreßt (Ptol.). 3. Verba. a. πιλέω, auch m. Präfix, bes. συν-, filzen, zusammenpressen, dicht machen, kneten (att., hell. u. sp.) mit πίλησις f. das Filzen, Dichtmachen, die Zusammenziehung vor Kälte (Pl., Thphr. usw.), -ημα n. Filzung, geflizter Stoff (Arist. usw.), -ητικός, -ή (τέχνη) zum Filzen gehörig, die Kunst des Filzens (Pl., Arist. u.a.; Chantraine Études 135, 137, 140); b. -όομαι, -όω, auch m. συν-, προσ-, ‘(sich) ver- dichten, (sich) zusammenziehen’ (Thphr. u.a.) m. -ωσις (v.l. zu -ησις, Thphr.).
Etymology: Anklingende Ausdrücke für Filz begegnen im Latein, Germ. und Slav.: lat. pilleus, -eum ‘Filzkappe, -mütze’, germ., z.B. ahd. filz m., ags. felt m. (n.?), slav., z.B. aruss. pъlstъ f. Filzdecke, russ. pólstь f. Decke, Teppich, Filz. Die germ. Wörter gehen auf urg. *filti-, *felta- zurück (urspr. s-Stamm *filtiz-: *feltaz- aus idg. *peldos- n. ?) und können zu ahd. nhd. falzen ‘anfügen, an-, einlegen’ usw. gehören; sie würden dann ausscheiden. Die slav. Wörter sind mehrdeutig: sie können vor dem ausgehenden -ti- sowohl d wie s enthalten. Auch lat. pilleus läßt mehrere Deutungen zu: um einerseits eine Brücke zu πῖλος zu schlagen, anderseits eine Verbindung mit pilus Haar zustandezubringen, setzt man seit J. Schmidt KZ 32, 387 f. (so noch Brüch IF 63, 237) ein urspr. *pil-s- an, das Schwundstufe von idg. *pilos- n. neben *pilo- m. Haar sein soll, eine für ihre Entstehungszeit charakteristische aber wenig befriedigende papierene Konstruktion. —Wohl am ehesten ein altes Kulturwort aus unbekannter Quelle (vgl. Ernout BSL 30, 115). — Einzelheiten m. reicher Lit. bei W.-Hofmann s. pilleus und Vasmer Wb. s. pólstь; auch WP. 2, 71 und Pok. 830. Zum Lautlichen noch Forbes Glotta 36, 243, zur Wortbildung Specht Ursprung 233 u. 239, zur Sache Schrader-Nehring Reallex. 1, 311.
Page 2,536
Mantoulidis Etymological
(=μάλλινο κάλυμμα ἀπό συμπιεσμένα μαλλιά). Ἀρχικά ἦταν πίλσος → πῖλος. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα πιλέω.
Lexicon Thucydideum
tegumenta e lana coacta, quibus pro loricis utebantur Lacedaemonii, felt covers used by the Spartans instead of body armor, 4.34.3.
Translations
felt
Albanian: plis; Arabic Egyptian Arabic: لبد; Armenian: թաղիք; Asturian: fieltru; Azerbaijani: keçə, kiyiz; Bashkir: кейеҙ; Basque: feltro; Bulgarian: филц; Catalan: feltre; Chinese Mandarin: 毛氈/毛毡; Chuvash: кӗҫҫе; Crimean Tatar: kiyiz,keçe; Czech: plsť, filc; Danish: filt; Dutch: vilt; Esperanto: felto; Estonian: vilt; Finnish: huopa; French: feutre, feutrine; Galician: feltro; Georgian: თექა; German: Filz; Greek: κετσές, τσόχα; Ancient Greek: πῖλος; Hebrew: לבד; Hindi: नमदा; Hungarian: nemez, filc; Ido: felto; Italian: feltro; Japanese: フェルト, 羅紗, 毛氈; Karachay-Balkar: кийиз; Karakalpak: kiyiz, kiygiz; Kazakh: киіз; Khakas: киис; Khinalug: ттагьла; Khmer: សំបុក; Korean: 펠트; Kumyk: кийиз; Kyrgyz: кийиз; Latin: coactum; Lithuanian: veltinys; Luxembourgish: Filz; Maori: kirihuru; Mongolian: эсгий; Nogai: кийиз; Norwegian Bokmål: filt; Nynorsk: filt; Old English: felt; Persian: نمد; Plautdietsch: Burr; Polish: filc; Portuguese: feltro; Romanian: pâslă; Russian: фетр, войлок; Serbo-Croatian Cyrillic: пуст, филц; Roman: pust, filc; Slovak: plsť; Southern Altai: кийис; Spanish: fieltro; Swedish: filt; Tagalog: pyeltro, piyeltro; Thai: สักหลาด; Tibetan: ཕྱིང་པ; Turkish: aba, keçe, kiyiz; Tuvan: кидис; Ukrainian: повсть, фетр; Uyghur: kigiz; Uzbek: kigiz; Welsh: brethyn llawban, ffilt