ταχύτητα

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να κάνει κανείς κάτι ή το να γίνεται κάτι γρήγορα, γρηγοράδα, σβελτάδα
2. φυσ. α) ο ρυθμός μεταβολής του διαστήματος που διανύει ένα κινητό σε σχέση με τον χρόνο
β) θεμελιώδες μέγεθος της κινηματικής το οποίο εκφράζει πόσο γρήγορα και προς ποια κατεύθυνση μετατοπίζεται ένα υλικό σημείο
3. μαθ. διάνυσμα οριζόμενο ως παράγωγο του διανύσματος θέσης ενός υλικού σημείου
4. φρ. α) «αρχική ταχύτητα»
φυσ. (στην κινηματική) η ταχύτητα που κατέχει ένα κινητό κατά την αρχή τών χρόνων, δηλαδή τη χρονική στιγμή κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η παρατήρηση της κίνησής του
β) «μέση ταχύτητα»
φυσ. (στην κινηματική) ο λόγος του διαστήματος το οποίο διανύεται από ένα κινητό μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα προς το χρονικό αυτό διάστημα
γ) «στιγμιαία ταχύτητα»
φυσ. (στην κινηματική) το όριο προς το οποίο τείνει η μέση ταχύτητα ενός κινητού, όταν η διάρκεια του χρονικού διαστήματος, μέσα στο οποίο αυτή υπολογίζεται, τείνει στο μηδέν
δ) «γωνιακή ταχύτητα»
φυσ. (στην κυκλική κίνηση και στα περιοδικά φαινόμενα) ρυθμός σύμφωνα με τον οποίο ένα σώμα περιφέρεται γύρω από ένα σημείο ή από ένα άλλο σώμα ή περιστρέφεται γύρω από έναν άξονά του ή, γενικότερα, ο ρυθμός της μεταβολής της γωνιακής μετατόπισης δύο σωμάτων
ε) «ταχύτητα διάδοσης κύματος»
φυσ. (όρος που αναφέρεται συνήθως στο μέτρο ταχύτητας και όχι στο πλήρες διανυσματικό μέγεθος) η απόσταση η οποία καλύπτεται στη μονάδα του χρόνου κατά τη διάδοση ενός περιοδικού φαινομένου κατά οποιαδήποτε διεύθυνση
στ) «γραμμική ταχύτητα
φυσ. απόσταση που έχει διανύσει ένα κινητό στη μονάδα του χρόνου
ζ) «οριακή ταχύτητα»
φυσ. βλ. οριακός
η) «ταχύτητα του φωτός»
φυσ. φυσική σταθερά που αντιπροσωπεύει τη μέση ταχύτητα διάδοσης ενέργειας και η οποία στο κενό ισούται με 300.000 περίπου χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο
θ) «ταχύτητα ήχου»
φυσ. η ταχύτητα διάδοσης τών περιοδικών μεταβολών της πίεσης η οποία στον αέρα και σε κανονικές συνθήκες ισούται με 331,4 μέτρα ανά δευτερόλεπτο και στο καθαρό νερό με 1.410 μέτρα ανά δευτερόλεπτο
ι) «ταχύτητα χημικής αντίδρασης»
(στη φυσικοχημεία) ο ρυθμός με τον οποίο προχωρεί μια χημική αντίδραση
ια) «ταχύτητα διαφυγής»
αστρον. η ελάχιστη ταχύτητα που πρέπει να αποκτήσει ένα σώμα για να διαφύγει τελείως από την επίδραση ενός πεδίου βαρύτητας χωρίς στη συνέχεια να επιταχυνθεί και η οποία στην επιφάνεια της Γης, αν η αντίσταση του αέρα θεωρηθεί αμελητέα, είναι περίπου ίση με 11,2 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο
ιβ) «κοσμική ταχύτητα
(αστροφ.) η τελική γραμμική ταχύτητα που πρέπει να έχει ένα διαστημικό σκάφος για να τοποθετηθεί σε τροχιά
ιγ) «πρώτη κοσμική ταχύτητα»
(αστροφ.) η ταχύτητα την οποία πρέπει να έχει ένα αντικείμενο για να καταστεί τεχνικός δορυφόρος της Γης και η οποία είναι 7,9 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο
ιδ) «δεύτερη κοσμική ταχύτητα»
(αστροφ.) η ταχύτητα που πρέπει να έχει ένα σώμα ώστε να καταστεί ικανό να υπερνικήσει την έλξη βαρύτητας της Γης και να μπορέσει να καταστεί τεχνητός δορυφόρος του Ηλίου και η οποία είναι 11,2 περίπου χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο
ιε) «τρίτη κοσμική ταχύτητα»
(αστροφ.) η ταχύτητα που πρέπει να έχει ένα σώμα ώστε να καταστεί ικανό να υπερνικήσει την ελκτική δύναμη του Ηλίου και να εγκαταλείψει το ηλιακό σύστημα και η οποία ανέρχεται σε 16,6 περίπου χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο
ιστ) «υπερηχητική ταχύτητα»
φυσ. ταχύτητα που υπερβαίνει την ταχύτητα του ήχου
ιζ) «ταχύτητα αυτοκινήτου» — καθένας από τους συνδυασμούς τών οδοντωτών τροχών του αυτοκινήτου με τον οποίο πραγματοποιείται μια σχέση μετάδοσης της κίνησης
ιη) «κιβώτιο ταχυτήτων»
i) (αυτοκιν.) βλ. κιβώτιο
ii) μέρος του μηχανισμού μιας μοτοσυκλέτας, με το οποίο επιλέγονται οι σχέσεις μετάδοσης της κίνησης
ιθ) «ταχύτητα καύσης»
τεχνολ. i) η ταχύτητα με την οποία προωθείται το μέτωπο της φλόγας ή η χημική αντίδραση οξείδωσης σε ένα ομογενές καύσιμο μίγμα
ii) μέγεθος που εκφράζει την ποσότητα καυσίμου ή καύσιμου μίγματος στη μονάδα του χρόνου
κ) «ταχύτητα καθίζησης»
ιατρ. αντίδραση εργαστηρίου κατά την οποία μετρείται ο ρυθμός με τον οποίο καθιζάνουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια ενός δείγματος και διαπιστώνεται η ύπαρξη ή μη μιας λοίμωξης στον οργανισμό του δότη
κα) «οικονομική ταχύτητα»
ναυτ. η ταχύτητα με την οποία έχει συμφέρον να ταξιδεύει ένα εμπορικό πλοίο, όταν λαμβάνονται υπ' όψιν οι εκάστοτε συνθήκες, όπως είναι η μεγάλη ή μικρή ζήτηση μεταφορικών υπηρεσιών, το κόστος τών καυσίμων κ.ά
κβ) «υπηρεσιακή ταχύτητα»
ναυτ. η ταχύτητα που αναπτύσσει ένα πλοίο όταν είναι καθαρισμένο στα ύφαλα και φορτωμένο μέχρι τη μέση γραμμή φόρτωσης υπό ομαλές καιρικές συνθήκες και με τη μέση ισχύ τών μηχανών του
κγ) «ταχύτητα κυκλοφορίας χρήματος» — ο αριθμός τών περιπτώσεων, δηλαδή η συχνότητα, στις οποίες μια νομισματική μονάδα αλλάζει χέρια μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ταχυτής, -ῆτος, με αναβιβασμό του τόνου].