χυλός

English (LSJ)

ὁ, (χέω)
A juice in general, opp. ὕδωρ, Ocell.2.3, cf. Iamb. in Nic.p.81 P.; in various uses:
I juice of plants, χυλῶν στακτῶν εἴτε ἀνθῶν ἢ καρπῶν Pl.Criti.115a, cf. Arist.HA596b15, Col. 796a23, Aud.802a15, Thphr.HP6.4.6, LXX 4 Ma.6.25.
b decoction, Dsc.Eup.1.55; but distinguished from ἀφέψημα, Id.1.105.
2 of animal juices, Hp.Alim.11,14, Arist.Col.794a21.
3 juice produced by the digestion of food, chyle, Gal.UP4.3.
4 barley-water, gruel, having the barley or groats strained off, whereas πτισάνη was taken unstrained, πτισάνης χ. Hp.Acut.6, cf. Cratin.297 (lyr.), Ephipp.13.6 (anap.): pl., Anaxipp.1.46.
II = χυμός ΙΙ, flavour, taste, Gorg. ap.S.E.M.7.85, v.l. in Arist.EN1118a28; αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Epicur. Fr.67, cf. Ep.3.p.63U., Diocl.Fr.112, Phld.Mus.p.103K.; κατ' ὀσμὴν καὶ χρόαν καὶ χυλόν Id.Sign.27: metaph., χ. στωμυλμάτων, φιλίας, Ar.Ra.943, Pax997 (anap.). (Gal.11.450 distinguishes χυλός juice fr. χυμός flavour, attributing this usage to Aristotle and later writers, whereas earlier authors used χυμός in both senses: the Mss. vary.)

German (Pape)

[Seite 1384] ὁ, 1) Saft, bes. der durch Wasseraufguß u. Abkochen ausgezogene Saft; Cratin. bei Poll. 6, 61; στακτοί Plat. Critia. 115 a. – Dah. komisch φιλίας, Freundschaftssäftchen, Ar. Pax 962, στωμυλμάτων Ran. 941. – 2) der Geschmack einer Sache, weil er von den Säften herrührt, wie χυμός, αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναί Metrodor. bei Ath. VI, 280 b, öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
suc, jus.
Étymologie: χέω.

Russian (Dvoretsky)

χῡλός:
1 сок (ἀνθῶν ἢ καρπῶν Plut.): φυτῶν χυλοῖς ζῆν Arst. питаться соками растений;
2 вкус, смак (φιλίας Arph.): ἡ ἰδιότης τοῦ χυλοῦ Diod. своеобразный вкус.

Greek (Liddell-Scott)

χῡλός: -οῦ, ὁ, (χέω) ἐν χρήσει καθόλου ὡς τὸ χυμός, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ ὑπὸ τοῦ Γαληνοῦ, ὅστις νομίζει ὅτι ἡ πρώτη σημασία τοῦ χυλὸς εἶναι ὀπός, τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑπάρχον ὑγρόν, ἡ δὲ πρώτη σημασία τοῦ χυμὸς εἶναι γεῦσις· ἐν ᾧ ὁ Ὠρίων ἐν τῷ Ἐτυμ. σ. 163 διακρίνει ὧδε: χυλὸς ὁ δι’ ἐψήσεως δηλ. βρασμοῦ, χυμὸς δὲ τὸ ἐν τοῖς φυτοῖς ὑγρὸν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτοῦ καταστάσει· οἱ παλαιότεροι, οἷον ὁ Ἱππ., προκρίνουσι τὸ χυλός, ὁ δὲ Ἀριστ. τὸ χυμός· Ι. ὁ ὀπὸς ἢ χυμὸς τῶν φυτῶν, χυλῶν στακτῶν εἴτε ἀνθῶν ἢ καρπῶν Πλάτ. Κριτί. 115Α, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 11, 1, π. Χρωμ. 5, 27, περὶ Ἀκουστ. 30. 2) ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, ὁ αὐτ. περὶ Χρωμ. 4, 1. 3) τὸ ὑγρὸν τὸ ὁποῖον παρασκευάζεται ἐκ τῆς πέψεως τῶν τροφῶν, Γαλην.· ἴδε χυμὸς Ι. 3. 4) ἀφέψημα χονδροαλεσμένης κριθῆς, ἀπορριπτομένων διὰ διυλίσεως τῶν κριθῶν ἢ χόνδρων, ἐνῷ ἡ πτισάνη ἐλαμβάνετο ἄνευ διυλίσεως, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 384, κ. ἀλλ., ἴδε Foës Oecon.· οὕτω καὶ Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 111, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2, 6· καὶ ἐν τῷ πληθ., καὶ ποιῶ χυλοὺς ἐχομένους δριμύτητος Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 46. ΙΙ. ὡς τὸ χυμὸς ΙΙ, ἡ γεῦσις πράγματός τινος, ἐπειδὴ αὕτη προέρχεται ἐκ τοῦ χυμοῦ αὐτοῦ, αἱ διὰ χυλῶν ἡδοναῖ Μητρόδωρος παρ’ Ἀθην. 280Α, Ἐπίκουρος αὐτόθι· - μεταφορ., χ. στωμυλμάτων, φιλίας Ἀριστ. Βάτρ. 943, Εἰρ. 997.

Spanish

jugo

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια της τροφής
νεοελλ.
1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με βρασμό, κν. κουρκούτι
2. παραβρασμένο, πολτοποιημένο φαγητό («τα φασόλια γίνανε χυλός»)
3. (διαλ.) οι χυλοπίτες
4. παροιμ. «όποιος κάηκε στον χυλό φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έπαθε κάτι είναι, ύστερα, πολύ προσεκτικός
μσν.-αρχ.
ο οπός, ο χυμός τών φυτών (α. «χυλὸς βοτάνης», Γεωπ.
β. χυλὸς σταφυλῆς», Διοσκ.)
αρχ.
1. αφέψημα από χοντροαλεσμένο και στραγγισμένο κριθάρι, που χρησιμοποιούσαν ως τροφή ασθενών («οἱ νοσοῦν τες χυλὸν πτισάνης ῥοφοῦσι», Αριστοφ.)
2. η γεύση που προέρχεται από τον χυμό («οὐ δύναμαι νοῆσαι τἀγαθὸν ἀφαιρῶν... τὰς διὰ χυλῶν ἡδονάς», Επίκ.)
3. (ποιητ.) το σάλιο του Κερβέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. χῡ-λό-ς (πρβλ. ξύ-λο-ν) και χῡ-μός (πρβλ. θυμός, ψωμός) ανάγονται από τους περισσότερους μελετητές στη μηδενισμένη βαθμίδα χῠ- της ρίζας του ρ. χέω, παρά τα προβλήματα που γεννά η μακρότητα του -- στους τ. αυτούς και για την οποία έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Κατά μία άποψη, το -- οφείλεται σε έκταση για εκφραστικούς λόγους, αναμενόμενη σε τ. του καθημερινού λεξιλογίου, ενώ, κατ' άλλη άποψη, οι λ. χυλός, χυμός έχουν προέλθει από τ. ghus-lo- και ghusmo- __ανάγονται δηλαδή σε μία μορφή ghus- της ρίζας gheu- / ghu- του χέω, με παρέκταση -s- (πρβλ. τοχαρ. Β' kusam, γ' εν. ενεστώτα, βλ. και λ. χέω)— οπότε το -- είναι προϊόν της αντέκτασης μετά την απλοποίηση τών συμφωνικών συμπλεγμάτων sl-και -sm-. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, οι λ. χυλός, χυμός έχουν σχηματιστεί με επιθήματα slo-, -smo-, παρλλ. μορφές τών -lο- και -mo-, μέσω τ. χῠ-σλο- και χῠ-σμο-, με αντέκταση του --. Ωστόσο, ενώ η μορφή -smo- του επιθήματος είναι συνηθισμένη (πρβλ. δεσμός), η μορφή -slo- δεν απαντά, γεγονός που δυσχεραίνει την αποδοχή αυτής της ερμηνείας. Τέλος, ειδικότερα για τον τ. χυμός, έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι το μακρό -- έχει προέλθει από επίδραση του μακρού φωνήεντος τών λ. ζύ-μη, ζω-μός].

Greek Monotonic

χῡλός: -οῦ, ὁ (χέω), χυμός, ιδίως, χυμός, ζουμί που παράγεται από εκχύλισμα ή για αφέψημα· μεταφ., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων, σε Αριστοφ.· χυλὸς φιλίας, στον ίδ.

Middle Liddell

χῡλός, οῦ, ὁ, [χέω]
juice, esp. juice produced by decoction or digestion:—metaph., χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων administering a decoction of small talk, Ar.; χ. φιλίας Ar.

Frisk Etymology German

χυλός: {khūlós}
Grammar: m.
Meaning: ‘Saft (von Pflanzen), Gerstenschleim, Brühe’, auch Geschmack, Aroma (ion. att.).
Composita: Einige Kompp., z.B. χυλοποιέω in Saft verwandeln (Mediz.), γλυκύχυλος mit süßem Saft (Hp., Xenokr.).
Derivative: Davon 1. Dem. χυλάριον n. Säftchen, hypokor. (M. Ant.). 2. -ώδης saftartig, saftig (sp.). 3. -όομαι, -όω, auch m. ἀπο-, ἐκ-, ἐν- u.a., in Saft übergehen, verwandelt werden, verwandeln (Mediz.) mit -ωμα, (ἐγ-)χύλωσις. 4. -ίζω, auch m. ἐκ-, ἐν-, ἀπο-, den Saft ausziehen, in Saft verwandeln (Hp., Arist., Thphr. u.a.) mit -ισμα, -ισμός (wozu Chantraine Form. 145). 5. -ιάζω ib. (Aet.). — Daneben χυμός m. ‘Saft (von Pflanzen und Körpern), Flüssigkeit, Geschmack, Aroma’ (ion. att.; zur Bed. Capelle RhM 104, 55 ff). Als Hinterglied u. a. in ἔγχυμος mit Saft drin, saftig (Hp., Pl., Arist., Thphr.). Davon Demin. χυμίον n. (Kom.); -ώδης saftig (Sch.), -όομαι in Saft verwandelt werden (Gal.), -όω Geschmack geben (Suid.), ἐκ- ~ Saft auspressen, ausziehen mit -ωμα, -ωσις (Hp.); -ίζω schmackhaft machen (Ar.), ἐκ- ~ = ἐκχυμόω (Arist.).
Etymology: Sowohl χυλός wie χυμός werden seit alters (s. Curtius 204) mit χέω gießen, schütten verbunden, was unbedingt am nächsten liegt. Zur Begründung der auffälligen Vokallänge (gegenüber χυ-τός usw. ) hat man sich teils mit Ansetzung von *χῦσλος (Schulze bei WP. 1, 563) bzw. *χυ-σμος auszuhelfen versucht, teils eine volkstümlichexpressive Dehnung vermutet (Chantraine Form. 134 u. 240 mit Vendryes); eine bessere Erklärung würde willkommen sein. Vgl. indessen θυμός neben θυμέλη und θύμον (s. dd.).
Page 2,1123-1124

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

jugo de diversas plantas a) para hacer tinta μέλαν· ... καὶ ὠμῆς χ. ἀρτεμισίας καὶ ἀειζώου καὶ καλπάσου tinta: jugo de artemisa cruda, siempreviva y lino P IV 2143 P IV 2393 ἆρον τὸν χυλὸν καὶ μίξας μέλιτι καὶ ζμύρνῃ, γράψον ἐπὶ φύλλου toma el jugo (de la planta) y, mezclándolo con miel y mirra, escribe sobre una hoja P IV 781 λαβὼν βοτάνην χελκβει καὶ βούγλωσσον ὕλισον καὶ τὰ ἐκπιάσματα καῦσον καὶ μείξον τῷ χυλῷ toma chelkbei y buglosa, májalos, quema el líquido que resulte y mézclalo con jugo P V 72 Τυφωνίου μέλανος γραφή· ἀνεμώνης, φλωγίτιδος, χυλοῦ κινάρας escrito con tinta de Tifón: anémona, carbúnculo, jugo de alcachofa P XII 97 λαβὼν ... γάλα συκαμίνου καὶ χυλὸν ἀρτεμισίας μονοκλώνου ... καὶ πάντα λειώσας ... γράφε toma leche de moral y jugo de artemisa de un solo tronco, machácalo todo y escribe P VII 223 P VIII 72 γράψον τὰ ὑποκείμενα αἵματι σιλούρου μήτρας, συμμίξας χυλὸν Σαράπιδος βοτάνης escribe lo siguiente con sangre de la matriz de un siluro, mezclándole jugo de una planta sarapis P XXXVI 363 b) para modelar λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2360 λαβὼν ᾠὸν κορώνης καὶ κορωνοποδίου βοτάνης χυλὸν καὶ χολὴν νάρκας ποταμίας τρῖψον μετὰ μέλιτος toma un huevo de corneja, jugo de la planta «cuerno de ciervo» y la hiel de un torpedo de río y machácalo con miel P XXXVI 284 c) para ofrendas μίσγε δὲ τῷ θυμιατηρίῳ χυλὸν κατανάγκης καὶ ποταμογείτονος mezcla en el incensario jugo de arveja y de potamogeton P IV 1319 d) para ungir o untar ἔχε τῆς καλουμένης βοτάνης κεντρίτιδος χυλὸν περιχρίων τὴν ὄψιν, οὗ βούλει toma jugo de la planta llamada kentritis y unge el rostro de quien quieras P IV 774 θαψίας χυλῷ χρεῖε τὸ αἰδοῖον unta tus genitales con jugo de tapsia SM 76 5 ἴβεως πτερὸν χρίεται τὸ ἀκρομέλαν χαλασθὲν τῷ χυλῷ se unta el extremo negro de un ala de ibis con jugo P IV 803 χρῖσον αὐτὸ αἵματι Τυφῶνος καὶ χο<ι>ρίου καὶ χυλῷ κρομβύου úntalo con sangre de Tifón y de un lechón y con jugo de cebolla P IV 3259 e) oculto bajo nombres secretos δάκρυα κυνοκεφάλου· χ. ἀννήθου lágrimas de papión es jugo de eneldo P XII 413 χολὴ ἀνθρώπου· βύνεως χυλός hiel de hombre es jugo de nabo P XII 424