ἀθροίζω

English (LSJ)

Att. ἁθροίζω; aor.
A ἤθροισα E.Ph.495, etc.: pf. ἤθροικα Plu. Caes.20:—Pass., aor. ἠθροίσθην: pf. ἤθροισμαι: plpf. ἤθροιστο A.Pers. 414:—quadrisyll. ἀθροΐζω Archil.60,104, APl.4.308 (Eugen.); prob. in E.IA267 (lyr.), Ar.Av.253: (ἀθρόος):—gather together, collect, muster, ἀθροίζω λαόν, etc., S.OT144, etc.; τὸ βαρβαρικὸν καὶ τὸ Ἑλληνικόν X. An.1.2.1; Τροίαν ἀθροίζω gather the Trojans together, E Hec.1139; πνεῦμ' ἄθροισον collect breath, Id.Ph.851, cf. Arist.GA738b7; περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας = having strung together weavings of words, marshalling deceitful rhetoric, E.Ph.495: abs., hoard treasure, Arist.Pol.1314b10:—Med., gather for oneself, collect round one, E. Heracl.122, X.Cyr.3.1.19:—Pass., to be gathered or be crowded together, εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο Archil.104, cf. 60; ἐς τὴν ἀγορὴν ἀ. Hdt.5.101; ἁθροισθέντες having rallied, Th.1.50; τὸ δὲ.. ξύμπαν ἡθροίσθη δισχίλιοι but the whole amounted collectively to... Id.5.6; ἐνταῦθα ἡθροίζοντο they mustered in force there, Id.6.44, etc.; form a society, Pl.Prt. 322b; ἀθροισθέντες = having formed a party, Arist.Pol.1304b33: of things, περὶ πολλῶν ἁθροισθέντων = taken in the aggregate, Pl.Tht. 157b.
2 in Pass. of the mind, ἁθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν collect oneself, Pl.Phd. 83a, cf.67c; φόβος ἥθροισται fear has gathered strength, X.Cyr.5.2.34.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sobre el espír. v. ἁθρόος; cuadrisílabo ἀθροΐζω Archil.152, 60.1]
I c. colect. o plu.
1 reunir, congregar λαόν S.OT 144, Τροίαν E.Hec.1139, ποίμνας E.Cyc.83, πλῆθος I.AI 3.300, ὁ στρατηγὸς ... βουλὴν ἀθροισάτω IG 22.1100.51 (II d.C.), ἑαυτούς Ael.NA 9.43, cf. 10.48, esp. del ejército τὴν στρατιάν Th.7.33, τὸ βαρβαρικόν X.An.1.2.1, τοὺς συμμάχους Plb.18.36.5
de otras cosas οὐρανὸς ἀθροίζων ἄστρ' ἐν αἰθέρος κύκλῳ E.Io 1147, χρήματα PPar.40.42 (II a.C.)
fig. περιπλοκὰς λόγων ἀ. E.Ph.495, ἐν ὀλίγῳ πολλὴν διάνοιαν ἠθροῖσθαι condensarse mucha inteligencia en poco espacio Demetr.Eloc.9
compilar νῦν ... κατὰ τὴν σύνταξιν ἤθροισται ταύτην πολὺς νόμων ... ἀριθμὸς ἐκ βιβλίων σπανίων Iust.Const.δέδωκεν 17, cf. 20, 21
abs. καταλιπεῖν ἀθροίσαντας dejar dinero después de haberlo atesorado Arist.Pol.1314b10
en v. med. algunas veces c. el mismo sent. τίς ὄχλον τόνδ' ἀθροίζεται τύχη; E.Heracl.122, cf. X.Cyr.3.1.19.
2 en v. med.-pas. reunirse, juntarse, congregarse δῆμος ἠθροΐζετο Archil.60.1, esp. del ejército ἀθροίζεται στρατός Archil.152, cf. Th.3.97
c. prep. ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.5.101, ἐς τὴν ὁδόν Th.6.70, παρ' ἀλλήλους Aen.Tact.2.4, ἅμα τούτοις Plb.3.14.3
c. numerales τὸ δὲ ... ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι el total sumaba dos mil Th.5.6, ἔπεμπε ναυβάτας ἑκατὸν ἠθροϊσμένους E.IA 267, ἀθροισθέντων τούτων εἰς τὴν φυλακὴν εἰς τοὺς πεντακοσίους de éstos había en la cárcel unos quinientos Plb.1.83.7, cf. ἀθροισθέντων τῶν σμικρῶν sumados los pequeños (errores), Pl.R.487b.
3 en v. med.-pas., abs. formar una sociedad Pl.Prt.322b, ἀθροισθέντες formando un partido Arist.Pol.1304b33.
II c. sg.
1 de funciones vitales o anímicas concentrar, contener πνεῦμα E.Ph.851, πνεῦμ' ἠθροισμένον aliento contenido Arist.GA 737b35, (ψυχήν) ἀθροίζεσθαι εἰς αὑτήν que (el alma) se concentra en sí misma Pl.Phd.83a, cf. 67c, (οἱ κριοί) ὅταν δὲ εὐσαρκίαν καὶ δύναμιν ἀθροίσωσι Gp.18.3.1.
2 en v. med. formarse, aglomerarse, concentrarse (ἡ γονὴ) ἀθροίζεται (el semen) se condensa Hp.Nat.Puer.12.1, (φόβος) ἐκ πολλῶν ... ἤθροισται (el pánico) se forma a partir de los muchos (rostros despavoridos), X.Cyr.5.2.34, de fenómenos físicos ἐν δὲ τοῖς νοτίοις ἐᾶται ἀθροίζεσθαι ἡ ἀναθυμίασις Arist.Mete.347b11, ἡ σύγκρισις (que forma la cola de los cometas), Arist.Mete.346a22, cf. 345a9
de los elementos ἠθροισμένος ὄγκος καὶ ἀρχὴ διὰ τὸ πλῆθος (es propio de cada uno de los elementos el tener) una masa concentrada que es también elemento primario a causa de su gran cantidad Arist.Mete.354b6
en plu. εἶναι ἑκάτερον αὐτῶν ἐξ ἀοράτων ὁμοιομερῶν πάντων ἠθροισμένων (según Anaxágoras) cada uno de estos (elementos) es formado de todas las invisibles homeoméricas condensadas Arist.Cael.302b3.

German (Pape)

[Seite 47] (ἀθρόος), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. στράτευμα Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων περιπλοκάς, künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. φόβος ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)].

French (Bailly abrégé)

ἁθροίζω: f. ἁθροίσω, ao. ἥθροισα, pf. ἥθροικα;
Pass. ao. ἡθροίσθην, pf. ἥθροισμαι;
1 assembler en grand nombre, en bloc;
2 ramasser, condenser : ἐνταῦθα ἡθροίζοντο THC ils étaient là en force ; Τροίαν ἁθρ. EUR rassembler Troie, càd rassembler les débris de Troie, les Troyens survivants;
Moy. ἁθροίζομαι;
I. intr. 1 se rassembler en grand nombre;
2 se ramasser : εἰς ἑαυτόν en soi-même, càd se recueillir;
II. tr. 1 rassembler;
2 amasser pour soi;
NT: se rassembler avec les autres (avec idée de solidarité).
Étymologie: ἁθρόος.

Russian (Dvoretsky)

ἀθροίζω: атт. ἁθροίζω собирать (λαόν Soph.): ἀ. τὸ στράτευμα и ἀθροίσασθαι τὴν δύναμιν Xen. стягивать войска; ἐς τὴν ἀγορὴν ἀθροίζεσθαι Her. собираться на площадь; ἐζήτουν ἀθροίζεσθαι, κτίζοντες πόλεις Plat. (первобытные люди) пытались объединяться, основывая городища; τὸ ὁπλιτικὸν ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι μάλιστα Thuc. число гоплитов составило в общей сложности около 2000 (человек); κατὰ πολλὰ ἀθροισθέντα Plat. совокупность многих предметов; χρήματα ἀ. Arst. копить деньги; περιπλοκὰς λόγων ἀ. Eur. сплетать сложные речи, искусно говорить; πνεῦμα ἄθροισον Eur. соберись с духом; εἰς ἑαυτὸν ἀθροίζεσθαι Plat. сосредоточиться, собраться с мыслями; φόβος ἤθροισται Xen. страх возрос.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθροίζω: ἢ ἁθροίζω, (Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 122.): μέλλ. -σω: ἀόρ. ἤθροισα, Εὐρ., κτλ.: ― Παθ. ἀόρ. ἠθροίσθην: πρκμ. ἤθροισμαι: ὑπερσ. ἤθροιστο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 414· ὁ τετρασύλλαβος τύπος ἀθροΐζω, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρχιλ. 104, Ἀνθ. Πλαν. 308, διωρθώθη δὲ καὶ ὑπὸ Δινδ. ἐν τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 267, Ἀριστοφ. Ὀρ. 253: (ἀθρόος ἢ ἁθρόος). Ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἰδίως συνάγω στρατόν: ― ἀθρ. λαόν, στράτευμα, δύναμιν, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 144, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 1, κτλ.· Τροίαν ἀθρ. = ἀθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοὺς Τρῶας, Εὐρ. Ἑκ. 1139· πνεῦμα ἄθροισον, συνάγαγε πνοήν, ἀναπνοήν, ὁ αὐτ. Φοίν. 851· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Γεν. Ζῴων 2. 4, 5· περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας, συνείρας, ἀραδιάσας, Εὐρ. Φοίν. 495· ― ἀπολ. θησαυρίζω, ἀποτίθεμαι, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 20· ― Μέσ. συλλέγω δι’ ἐμαυτὸν ἢ περὶ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19: ― Παθ. συναθροίζομαι, συμπυκνοῦμαι ἐπὶ τὸ αὐτό, εὖτε πρὸς ἄεθλα δῆμος ἠθροΐζετο, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. 60· ἐς τὴν ἀγορὰν ἀθρ., Ἡρόδ. 5. 101· ἀθροισθέντες = συναγερθέντες, συνελθόντες, συνῆλθον, Θουκ. 1. 50· τὸ δὲ… ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι, ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνήρχετο εἰς 2,000, ὁ αὐτ. 5. 6· ἐνταῦθα ἠθροίζοντο = ἐνταῦθα συνήρχοντο ἐν πλήθει, ὁ αὐτ. 6. 44, κτλ.· = σχηματίζω ἑταιρείαν, κοινωνίαν, Πλάτ. Πρωτ. 322Β· ἀθροισθέντες = ἀφοῦ ἐσχημάτισαν μερίδα, Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, περὶ πολλῶν ἀθροισθέντων, ληφθέντων ἐν συνόλῳ, (πρβλ. ἄθροισμα 2.). Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. 2) κατὰ παθ. ὡσαύτως περὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς διανοίας, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτὸν = συνέρχεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 83Α, πρβλ. 67C· φόβος ἤθροισται = φόβος ἔχει αὐξηθῆ ἢ ἐγερθῆ, ἔγεινεν ἰσχυρός, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34.

English (Abbott-Smith)

ἀθροίζω (< ἀθρόος, assembled in crowds, MM, VGT, s.v.; < θρόος, a noise, tumult), [in LXX chiefly for קבץ;]
to gather, assemble: Lk 24:33. †

Greek Monotonic

ἀθροίζω: ή Αττ. ἁθροίζω· μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ ἤθροισα — Παθ., αόρ. αʹ ἠθροίσθην, παρακ. ἤθροισμαι (ἀθρόος ή ἁθρόος
1. συγκεντρώνω, στρατολογώ, σε Σοφ., Ξεν.· Τροίαν ἀθροίζειν, συγκεντρώνω τους Τρώες, σε Ευρ.· πνεῦμα ἄθροισον, συνάγαγε, ανάκτησε την ανάσα σου, στον ίδ. — Μέσ., συλλέγω για τον εαυτό μου, μαζεύω, συγκεντρώνω γύρω μου, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., συναθροίζομαι, συμπυκνώνομαι, συγκεντρώνομαι· ἐς τὴν ἀγοράν, σε Ηρόδ.· ἀθροισθέντες, συνάχθηκαν, συγκεντρώθηκαν, συνήλθαν, σε Θουκ.· τὸ ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι, το όλο ανερχόνταν συγκεντρωτικά σε δύο χιλιάδες, στον ίδ.
2. σε Παθ. επίσης λέγεται για το μυαλό, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν, συνέρχομαι, έρχομαι στα συγκαλά μου, σε Πλάτ.· φόβος ἤθροισται, ο φόβος έγινε ισχυρός, αυξήθηκε, σηκώθηκε, έκανε την εμφάνισή του, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀθρόος
1. to gather together, to muster forces, Soph., Xen.; Τροίαν ἀθρ. to gather the Trojans together, Eur.; πνεῦμα ἄθροισον collect breath, Eur.:—Mid. to gather for oneself, collect round one, Eur., Xen.:—Pass. to be gathered together, ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.; ἀθροισθέντες having rallied, Thuc.; τὸ ξύμπαν ἠθροίσθη δισχίλιοι the whole amounted collectively to 2000, Thuc.
2. in Pass. also of the mind, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν to collect oneself, Plat.; φόβος ἤθροισται fear has gathered strength, arisen, Xen.

Chinese

原文音譯:sunaqro⋯zw 尋-阿特睞索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:共同-集會 相當於: (קָבַץ‎) (קָהַל‎)
字義溯源:集會,一同聚集,一同聚會,聚集;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἄθλησις)Y*=聚集)組成。參讀 (ἀθροίζω)同義字
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 他聚集(1) 徒19:25;
2) 聚集(1) 徒12:12

Mantoulidis Etymological

(=συγκεντρώνω). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀθρόος (α ἀθροιστ. + θρόος – οῡς = θόρυβος). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἄθροισμα, ἀθροισμός, ἀθροιστήριον, ἀθροιστικός, ἀθροιστέον, ἀθροίσιμος ἡμέρα (=ἡμέρα συνάθροισης).

Lexicon Thucydideum

in unum congregare, to gather together into one, 7.33.6,
PASS. 1.50.4, 3.97.1. 5.6.5, 5.64.3. 6.44.3, 6.70.4, 7.85.3.

Translations

gather

Afrikaans: versamel; Albanian: mbledh; Aleut: aalax; Arabic: جَمَعَ; Armenian: միանալ, հավաքել; Aromanian: culeg, adun; Asturian: recoyer; Azerbaijani: toplamaq, yığmaq; Basque: bateratu, bildu; Belarusian: збіраць, сабраць; Bulgarian: събирам, събера; Catalan: recollir; Central Sierra Miwok: mutá·-j-; Chinese Mandarin: 收集; Czech: sbírat, sebrat, shromažďovat, shromáždit; Dalmatian: recolgro; Danish: samle; Dutch: verzamelen, bijeenkomen; Esperanto: kolekti, amasigi; Estonian: kogunema, koguma; Faroese: savna; Finnish: kerätä, koota; French: rassembler, ramasser, recueillir; Friulian: racuei, čhapâ; Galician: recoller, recadar; Georgian: შეკრება, თავის მოყრა, მოგროვება; German: sammeln, versammeln; Gothic: 𐌻𐌹𐍃𐌰𐌽; Greek: μαζεύω, συγκεντρώνω; Ancient Greek: συνάγω, ἀθροίζω; Hebrew: אסף; Hindi: इकट्ठा करना; Hungarian: gyűjt, összegyűjt, összeszed; Icelandic: safna; Indonesian: mengumpulkan; Irish: togh, cruinnigh; Old Irish: do·inóla, do·ecmalla; Italian: cogliere, collezionare, radunarsi; Japanese: 集める, 収集する; Kabuverdianu: djunta; Kazakh: жинау; Khmer: ប្រមូល; Korean: 모으다, 수집하다; Kurdish Central Kurdish: کۆکردن; Kyrgyz: жыйноо, чогултуу; Latin: colligo, lego; Latvian: savākt; Lithuanian: surinkti; Macedonian: собира, собере; Mansaka: tipon; Maori: kāpui, whakapeti, whakapeti, kohikohi, whakapeti, kohikohi; Mongolian: цуглуулах; Norman: ramâsser; Norwegian Bokmål: samle; Nynorsk: samle; Occitan: reculhir; Old Church Slavonic: бьрати; Persian: جمع کردن; Polish: zbierać, zebrać, gromadzić, zgromadzić; Portuguese: coletar, juntar, amontoar, coligir; Quechua: huñuy; Romanian: aduna, culege, colecta; Russian: собирать, собрать; Scottish Gaelic: trus; Serbo-Croatian Cyrillic: окупљати, окупити, прибрати; Roman: okupljati, okupiti, pribrati; Shor: сағарға; Slovak: zbierať, zebrať; Slovene: zbirati, zbrati; Sorbian Lower Sorbian: zběraś, zezběraś, gromaźiś, zgromaźiś; Upper Sorbian: hromadźić, zhromadźić; Spanish: juntar, recoger; Swedish: samla; Tajik: ҷамъ кардан; Tamil: அள்ளு; Thai: รวบรวม; Tibetan: འདུ; Tocharian B: kraup-; Tok Pisin: bungim; Turkish: toplamak, derlemek, almak; Turkmen: ýygnamak, çöplemek, toplanmak, ýygmak; Tày: bít; Ukrainian: збирати, зібрати, збиратися; Uzbek: toʻplanmoq, yigʻmoq; Vietnamese: gom, gom góp; Walloon: rashonner; White Hmong: koom, sau

congregate

Basque: batzar egin; Bulgarian: събирам; Catalan: reunir, arreplegar, aplegar; Cherokee: ᎠᎾᏓᏟᏏᎭ; Chinese Mandarin: 聚集; Esperanto: kunveni, amasiĝi; Finnish: kerääntyä, kokoontua; French: s'assembler, se rassembler; Georgian: შეკრება; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐍃𐌰𐌽; Latin: convenio, se congregare; Maori: kauopeope; Portuguese: reunir, congregar; Quechua: huñuchiy, huñuy; Spanish: reunir, congregar; Swahili: kukutanika; Tok Pisin: bung; Turkish: toplanmak, buluşmak; Walloon: si rashonner, raploure