ἀνατρέπω
English (LSJ)
poet. ἀντρέπω, Aeol. aor.
A ὀνέτροπε Alc.Supp.25.7: pf. -τέτροφα S.Tr.1009, And.1.131, later -τέτρᾰφα Din.1.30 codd., v.l. in D.18.296, Aeschin.1.190, 3.158: aor. 2 Med. ἀνετράπετο in pass. sense, Il.6.64, 14.447 (only here in Hom.), Pl.Cra.395d, Theoc. 8.90: aor. 2 Pass., Alex.76.3, etc.:—overturn, upset, Act., Archil.56.3, Alc.l.c.; τράπεζαν D.19.198, cf. Sch.ad eund.24.136; in Hom. ἀνετράπετο, = ὕπτιος ἔπεσεν, Il.6.64; ἀνατετραμμένος Ar.Ra.543; freq. of ships, Pl.Lg.906e, Arist.Rh.1398b7, etc.; ἂν ἀνατραπῆ γὰρ πλοῖον Alex.l.c.; τὴν σωφροσύνην, τὸν βίον ἅπαντα And.1.131, cf. Plu. Pomp.46.
b Medic., upset, στόμαχον Gal.12.911: so abs., create nausea, Aristaenet.1.12.
2 overthrow, ruin, πρόρριζον ἀνατρέψαι τινά Hdt.1.32, cf. 8.62; μὴ.. δαίμων.. ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον A.Pers. 163; λακπάτητον ἀ. χαράν S.Ant.1275; πλοῦτον And.1.131; πόλιν Ar.V.671; πολιτείαν, οἰκίαν, Pl.Lg.709a, R.471b; τὰ τῶν Ἑλλήνων D.18.143:—Pass., ἤρυξε πόλιν μἀνατραπῆναι A.Th.1082; ὁ βίος ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Pl.Grg. 481c, etc.
3 upset in argument, refute, Ar.Nu.901; ἀ. πρόβλημα Alex.Aphr.in Top.514.28.
II Pass., to be upset, be disheartened, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Theoc.8.90; ταῖς ψυχαῖς ἀ. Plb.21.25.8.
2 c. acc., to be checked in, be diverted from, ὁρμήν J.BJ 2.15.6; τὴν φιλαργυρίαν 2.14.6.
3 to be turned back, εἰς χώραν Herm. ap. Stob.1.49.68.
4 to be made null and void, Just. Nov.2.2Intr.
III stir up, arouse, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ S.Tr. 1009:—Pass., of the sea in a storm, Arist.HA600a4, etc.
IV intr. in Act., slip, trip up, Plu.2.631c; of a ship, capsize, D.Chr.34.32.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. eol. ὀνέτροπε Alc.72.8, aor. ind. med. ἀνετράπετο Il.6.64, 14.447, Pl.Cra.395d, Theoc.8.90, subj. act. ἀντρέψῃ A.Pers.163, subj. pas. ἀνατραπῇ Alex.76.3, inf. pas. ἀνατραπῆναι A.Th.1076; perf. ind. act. ἀνατέτροφα S.Tr.1009, And.Myst.131, part. med. ἀνατετραμμένος Ar.Ra.543]
A tr.
I c. mov. hacia arriba
1 dar la vuelta, volcar de barcos hacer zozobrar ναῦς τε καὶ ναύτας Pl.Lg.906e, cf. 640e, Aeschin.3.158, Arist.Rh.1398b7
•de otras cosas volcar, derribar τράπεζαν D.19.198, cf. Sch.D.24.743
•fig. derribar, destruir (θεοί) ἄνδρας Archil.207.3, cf. Alc.72.8, Hdt.1.32, 8.62, Plu.Pomp.46, πόλιν A.Th.1076, E.Ph.888, Ar.V.671, Aeschin.1.190, οἰκίας Pl.R.471b, cf. Arist.HA 571b34, μὴ μέγας πλοῦτος ... ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον A.Pers.163, χαράν S.Ant.1275, πᾶσαν ... πρᾶξιν Pl.Plt.300b, cf. UPZ 144.37 (II a.C.), τὸν πλοῦτον, τὴν σωφροσύνην, τὸν ἄλλον βίον ἅπαντα And.Myst.131, πολιτείας Pl.Lg.709a, τὰ τῶν Ἑλλήνων D.18.143, cf. Din.1.30
•en v. pas. trastocado, desquiciado ὁ βίος ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Pl.Grg.481c, πατρίς Pl.Cra.395d, πάντα πράγματα Men.Sam.548.
2 de opiniones, argumentos demoler, refutar ἀνατρέψω ταῦτ' ἀντιλέγων Ar.Nu.901, τὸν κρείττονα Ar.Nu.884, διὰ τὴν τῶν ὀνομάτων διαφοράν Pl.Euthd.278b, πρόβλημα Alex.Aphr.in Top.514.28, op. ἀποτρέπω Hermog.Prog.11, cf. Phld.Sign.10.23.
3 de abstr. eliminar, suprimir ὁρμήν I.BI 2.331, τὴν φιλαργυρίαν I.BI 2.295, πᾶν πονηρόν PMasp.9.ue.3 (VI d.C.)
•en v. pas. ser anulado Iust.Nou.2.2.
4 excitar, despertar un dolor ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ has excitado lo que ya estaba calmado S.l.c.
•revolver στόμαχον Gal.12.911
•abs. producir náuseas Aristaenet.1.12.
5 medic. repeler τὴν ἁφήν Gal.8.638.
II c. mov. hacia atrás hacer volver en v. pas. εἰς τὴν οἰκείαν χώραν ὑπὸ τοῦ ἔνδον κριτηρίου ἀνατρεπομένου Corp.Herm.Fr.25.7.
B intr.
1 en v. med.-pas. caer hacia atrás, caer boca arriba, Il.6.64, 14.447, Ar.Ra.543, ὕπτιον ἀνατετραμμένον Pl.Euthd.278c.
2 zozobrar, volcar de un barco, Alex.76.3, D.Chr.34.32
•caer de pers. Plu.2.631c
•fig. en v. med.-pas. llegar al desastre μὴ τέλεον ἀνατραπῶμεν POxy.120.25 (IV d.C.).
3 revolverse τηνικαῦτα (δοκεῖ) ἀνατρέπεσθαι τὴν θάλατταν en esa época del año (suele) revolverse el mar Arist.HA 600a4.
German (Pape)
[Seite 211] (perf. ἀνατέτραφα, Din. 3, 4; Dem. 1, 30; Aesch. 1, 190; ältere Form ἀνατέτροφα, Soph. Tr. 1005; Andoc. 1, 131), umkehren, umstürzen; ἀνετράπετο, aor. med. in passiver Bdtg, er stürzte köpflings nieder, Il. 6, 64. 14, 447; vgl. Plat. Euth. 278 d, wo nachher ὕπτιον ἀνατετραμμένον steht; ἂν ἀνατραπῇ πλοῖον Alex. Ath. VI, 226 f. wie ἐάν τις ἄκων πλοῖον ἀνατρέψῃ Aesch. 3, 158. Daher zerstören, zu Grunde richten, vernichten, πόλιν, ὄλβον, Aesch. Spt. 1068 Pers. 159; χαράν Soph. Ant. 1261; πρόῤῥιζον ἀνατρέψαι τινά, von Grund aus vernichten, Her. 1, 32; vgl. πόλιν ἄρδην ἀνατετραφώς Aesch. 3, 158; οἰκίας, πολιτείας, πᾶσαν πρᾶξιν, Plat. Rep. V, 471 b Legg. IV, 709 a Polit. 300 b; Luc. Tox. 14 u. a. Sp.; so pass., πάντα ἀνατετράφθαι, Plat. Soph. 234 d; aor. II. med. in passiv. Bdtg, ἡ πατρὶς ὅλη ἀνετράπετο Crat. 395 d; – τράπεζαν, den Wechslertisch umstoßen, Bankerott machen. Andocid. 1, 130. Auch durch Gründe widerlegen, Ar. Nubb. 897, eigtl. ἀντιλέγων, zu Boden schlagen. – Pass., niedergeschlagen sein, ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς, den Muth verlieren, Pol. 22, 8; D. Sic. 11, 31; ähnlich mitaor. med., ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Theocr. 8, 90.
French (Bailly abrégé)
f. ἀνατρέψω, ao. ἀνέτρεψα, pf. ἀνατέτροφα, ao.2 Pass. ἀνετράπην;
1 tourner sens dessus dessous : ἀνατρέπειν πλοῖον, ναῦς faire chavirer une embarcation, des navires ; ἀν. τράπεζαν DÉM faire banqueroute ; fig. renverser : ἀν. ποδὶ ὄλβον ESCHL bouleverser du pied de bonheur de qqn ; ἀν. πόλιν, οἰκίαν bouleverser, ruiner une ville, une maison ; τὴν τύχην ἀν. XÉN bouleverser la fortune (des puissants) ; τὰ τῶν Ἑλλήνων DÉM bouleverser la puissance des Grecs;
2 exciter, ranimer;
Moy. ἀνατρέπομαι (ao.2 ἀνετραπόμην au sens Pass.) être retourné sens dessus dessous : ἀνετράπετο IL il tomba à la renverse.
Étymologie: ἀνά, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατρέπω: поэт. ἀντρέπω (pf. ἀνατέτροφα и ἀνατέτραφα; aor. 2 pass. ἀνετράπην)
1 переворачивать, опрокидывать (πλοῖον Aesch.; τὰς ναῦς Plat., Dem., Arst.): ὕπτιος ἀνατετραμμένος Plat. опрокинутый навзничь; τὴν τράπεζαν ἀ. Dem. (о менялах) потерпеть крах, обанкротиться; ἀνατραπεὶς περὶ τὸν πορθμόν Plut. потерпевший кораблекрушение в проливе;
2 ниспровергать, разрушать, разорять, уничтожать (πόλιν Aesch., Eur.; τύχην Xen.; πολιτείας Plat.; τὴν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν Plut.): ἀνατραπῆναι ταῖς ψυχαῖς Polyb. или φρένα Theocr. пасть духом;
3 опровергать (τι Arph.);
4 будить, пробуждать, перен. будоражить, растравлять (ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ Soph.);
5 волновать (ἡ θάλαττα ἀνατρέπεται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατρέπω: ποιητ. ἀντρέπω: μέλλ. -τρέψω: πρκμ. -τέτροφα, Σοφ. ἔνθα κατωτέρ., Ἀνδοκ. 17. 13, μεταγεν. ἴσως καὶ τέτρᾰφα: μέσ. ἀόρ. β΄ ἀνετράπετο μετὰ παθ. σημασ., Ἰλ. Ζ. 64, Πλάτ. Κρατ. 305 D, Θεόκρ. 8. 90: (ἴδε τρέπω). Ἀνατρέπω, «ἀναποδογυρίζω», ὡς τὸ ἀναστρέφω, τὸ ἐνεργ. πρῶτον παρ’ Ἀρχιλ. 51. 3· ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., ἀνετράπετο, ἔπεσεν ὕπτιος, Ἰλ. Ζ. 64· ἀνατετραμμένος Ἀριστοφ. Βάτρ. 543· συχνάκις ἐπὶ πλοίων, Πλάτ. Νόμ. 906E, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11, κτλ. ἂν ἀνατραπῇ γὰρ πλοῖον Ἄλεξ. ἐν «Ἑλληνίδι» 1. 3. 2) καταστρέφω, ἀφανίζω Λατ. evertere, ὡς τὸ ἀπόλλυμι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σώζω· πρόρριζον ἀνατρέψαι τινὰ Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. 8. 62· μέγας πλοῦτος ... ἀνατρέψῃ ποδὶ ὄλβον Αἰσχύλ. Πέρσ. 164· λακπάτητον ἀντρέπων χαρὰν Σοφ. Ἀντ. 1275· πλοῦτον Ἀνδοκ. 17. 13· πόλιν Ἀριστοφ. Σφ. 671· πολιτείαν, οἰκίαν, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 709A, Πολ. 471Β· τὰ τῶν Ἑλλήνων Δημ. 275. 15. - Παθ., ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ἀνατραπῆναι Αἰσχύλ. Θ. 1076· ὁ βίος ἀνατετραμμένος ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 481C, κτλ. 3) καὶ τὴν τράπεζαν ἀνατρέπει, «ἀναποδογυρίζει», Δημ. 403. 7, πρβλ. 743.1, καὶ ἴδε τράπεζα ΙΙ: - μεταφ., καταστρέφω, ἀφανίζω τινά, Ἀνδοκ. 17.10, Πλούτ., κτλ. 4) ἐν συζητήσει ἀνατρέπω, ἀναιρῶ τοὺς λόγους τοῦ ἄλλου, ἀλλ’ ἀνατρέψω ’γαὔτ’ ἀντιλέγων Ἀριστοφ. Νεο. 901. 5) Παθ., ἀνατρέπομαι, «ἀναποδογυρίζομαι», ἀθυμῶ, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ Θεόκρ. 8. 90· ὡσαύτως, αὖθις ἀνετράπησαν ταῖς ψυχαῖς Πολύβ. 22. 8, 88. ΙΙ. διεγείρω, ἐξεγείρω, ἀνακινῶ, ἀνατέτροφας ὅ τι καὶ μύσῃ, «ὅ,τι ἂν ἡσυχάσῃ τοῦ κακοῦ τούτου, πάλιν κινήσας ἀνέτρεψας» (Σχολ.), Σοφ. Τρ. 1008· ἐν τῷ παθητ. ἐπὶ ἀναταρασσομένης θαλάσσης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ, 8. 15. 9, κτλ.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from ἀνά and the base of τροπή; to overturn (figuratively): overthrow, subvert.
English (Thayer)
to overthrow, overturn, destroy; ethically, to subvert: οἴκους families, τήν τινων πίστιν, 2 Timothy 2:18. (Common in Greek writings, and in the same sense.)
Greek Monolingual
(AM ἀνατρέπω)
1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω
2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω
3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα
νεοελλ.
ματαιώνω, ακυρώνω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. εξεγείρω, διεγείρω
II. (μέσ. -ομαι) λυπούμαι, ταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τρέπω.
ΠΑΡ. ανατρεπτικός, ανατροπέας (-εύς), ανατροπή
νεοελλ.
ανατρέψιμος].
Greek Monotonic
ἀνατρέπω: ποιητ. ἀν-τρέπω, μέλ. -τρέψω, παρακ. -τέτροφα, αόρ. βʹ μεσ. ἀνετράπετο, με Παθ. σημασία·
I. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναταράσσω, ανακατεύω, συγχύζω, σε Αρχίλ. κ.λπ. —
2. Παθ., ἀνετράπετο = ὕπτιος ἔπεσεν, σε Ηρόδ., Αττ.
3. αναιρώ, ανατρέπω επιχείρημα, σε Αριστοφ. — Παθ., ανατρέπομαι, δυσθυμώ, ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ, σε Θεόκρ.
II. ερεθίζω, «ξυπνώ», σε Σοφ.
Middle Liddell
[Note that aor2 middle is used in a passive sense.]
I. to turn up or over, overturn, upset, Archil., etc.:—Pass., ἀνετράπετο = ὕπτιος ἔπεσεν, Il.; of ships, Plat., etc.
2. to overthrow, Lat. evertere, Hdt., Attic
3. to upset in argument, refute, Ar.:—Pass. to be upset, disheartened, ἀνετράπετο φρένα λύπαι Theocr.
II. to stir up, awaken, Soph.
Chinese
原文音譯:¢natršpw 安那-特雷坡
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向上-歸回 相當於: (הָדַף) (שָׁבוּר / שָׁבַר)
字義溯源:顛覆,推翻,毀壞,滅亡,敗壞;由(ἀνά)*=上,回復)與(τροπή)=轉動)組成;其中 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(2);提後(1);多(1)
譯字彙編:
1) 敗壞(2) 提後2:18; 多1:11