ἐφεξῆς
English (LSJ)
Ion. ἐπεξῆς, poet. ἐφεξείης Orph.A.327, 357:—Adv.
A in order, in a row, one after another, ἵζεσθαι Hdt.5.18; χωρεῖν E.Hel. 1390; ἑστάναι Ar.Ec.842, etc.; ἵστασθ' ἐφεξῆς πάντες all in a row, Id.Fr. 66; ἐφεξῆς ἐπὶ κέρως τεταγμέναι Eub.67.4, Xenarch.4.6; φάλαγγα βάθος ἐφεξῆς X.HG7.5.23; τὰ ἐφεξῆς λεγόμενα Pl.Sph.261d; ἵν' ἐφεξῆς ἡμῖν ὁ λόγος ἴῃ Id.Plt.281d; τὰς πράξεις ἐφεξῆς διελθεῖν Isoc.4.26; ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι in a connected manner, Ruf.Interrog.2: c. Art., ᾖα τὰς ἐφεξῆς [πολιτείας] ἐρῶν Pl. R.449a, cf. Lg.696e; ἡ ἐφεξῆς γωνία the adjacent angle, Euc.1.14; αἱ ἐφεξῆς τομαί adjacent sections, of branches of a hyperbola and its conjugate, Apollon. Perg.Con.2.19; γραμμαὶ ἐφεξῆς κείμεναι a series of straight lines, Archim.Spir.10; ἡ ἐφεξῆς [οἰκία] next door, Men.Inc.2.31; τὸ ἐφεξῆς ῥητέον Pl.Phdr.239d, cf. Arist.Cael.281a28, etc.
2 c. dat., next to, Pl. Prm. 149a, al.; τὸ ἐφεξῆς τούτοις Id.Phlb.34d; ἐφεξῆς τοῖς εἰρημένοις Arist.Pol.1294a32: rarely c. gen., (γωνίας) Pl. Ti.55a.
II successively, continuously, esp. with πᾶς, ἐφεξῆς πάντας X. Oec.12.10; δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐφεξῆς Id.HG4.6.4; τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφεξῆς ἁρπάζειν D.8.55; μὴ τοῖς αἰτίοις, ἀλλὰ πᾶσιν ἐφεξῆς ὀργίζεσθαι Id.Prooemia 38.2.
2 less freq. of time, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Hdt.2.77, cf. Lys.19.52; ἐφεξῆς τέτταρες Ar. Ra.915; δὶς ἐφεξῆς Call. Epigr.37.
3 thereupon, immediately afterwards, εὐθὺς ἐφεξῆς D.18.31; εἰσελθὼν οἴκαδε καὶ ἐφεξῆς οὑτωσὶ καθεζόμενος Id.21.119.
German (Pape)
[Seite 1114] p. ἐφεξείης, Orph. Arg. 325, ion. ἐπεξῆς, Her., der Reihenach, der Ordnung nach hinter einander; Ar. Ran. 915 Eccl. 842; χωρεῖτ' ἐφεξῆς ὡς ἔταξεν ὁ ξένος Eur. Hel. 1390; ἐπ. ἵζοντο Her. 5, 18; ἕκαστον ἐφ. δίειμι Plat. Phaedr. 228; ἐφ. διελθεῖν Isocr. 4, 26; πάντες ἐφ., alle ohne Ausnahme, Xen. oec. 12, 10; ἐφ. καθιζόμενος, sich gleich nebenan setzend, Dem. 21, 119; τὰ ἐφ. λεγόμενα Plat. Soph. 261 d; τὸ ἐφ., das darauf Folgende, Phaedr. 239 d; die Ordnung, Arist. H. A. 1, 6; ἡ ἐφ. γωνία, Nebenwinkel, Euclid.; – c. gen., τῆς ἀμβλυτάτης ἐφ. γεγονυῖα Plat. Tim. 55 a, öfter; –c. dat., ἐφ. κεῖσθαι ἐκείνῳ Plat. Parm. 148 e; τὸ δ' ἐφ. τούτοις πειρώμεθα λέγειν Phil. 34 d, öfter. – Auch von der Zeit, hinter einander, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Her. 2, 77.
French (Bailly abrégé)
adv.
de suite :
I. avec idée de lieu;
1 avec suite, en ordre : ἵζεσθαι HDT être assis en ordre les uns à côté des autres;
2 d'une façon continue ; successivement, l'un après l'autre : δὶς ἐφεξῆς XÉN deux fois de suite ; ἐφεξῆς πάντες XÉN tous successivement ; δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐφεξῆς XÉN ravager tout le pays d'un bout à l'autre;
II. avec idée de temps de suite : τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς (ion.) HDT trois jours de suite ; aussitôt : εὐθὺς ἐφεξῆς DÉM tout de suite.
Étymologie: ἐπί, ἑξῆς.
Russian (Dvoretsky)
ἐφεξῆς:
I ион. ἐπεξῆς adv.
1 по порядку, в ряд, рядом (ἵζεσθαι Her.; ἑστάναι Arph.);
2 друг за другом (χωρεῖν Eur.);
3 подряд, последовательно (τρεῖς ἡμέρας ἐφεξῆς Her.; τὰς πράξεις τῆς πόλεως ἐφεξῆς διελθεῖν Isocr.; δὶς ἐφεξῆς Xen.; τὰ ἐφεξῆς λεγόμενα Plat.): πάντες ἐφεξῆς Xen. все по очереди, т. е. без исключения; πᾶσα ἡ γῆ ἐφεξῆς Xen. вся страна сплошь; τὸ ἐφεξῆς ῥητέον Plat. вслед за этим следует сказать; εὐθὺς ἐφεξῆς Dem. тотчас же; ὁ ἐφεξῆς сплошной, непрерывный (αἱ στιγμαὶ οὐκ εἰοὶν ἐφεξῆς Arst.) или последовательный, (по)следующий (ἐν τοῖς ἐφεξῆς χρόνοις Arst.), мат. тж. смежный (γωνία); τὸ κατὰ τὸν χρόνον ἐφεξῆς Arst. последовательность во времени.
II в знач. praep. cum dat., реже cum gen. вслед за, (непосредственно) после или рядом с (ἐφεξῆς κεῖσθαί τινι Plat.; ἐφεξῆς τῶν εἰρημένων и τοῖς εἰρημένοις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεξῆς: Ἰων. ἐπεξῆς, ποιητ. ἐφεξείης, Ὀρφ. Ἀργ. 325, 355. Ἐπίρρ.: ― κατὰ σειράν, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἵζεσθαι Ἡρόδ. 5. 18· χωρεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1390· ἑστάναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 842, κτλ.: πάντες ἐφ., πάντες κατὰ σειράν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 47· ἐφ. ἐπὶ κέρως τεταγμέναι Εὔβουλος ἐν «Ναννίῳ» 4, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 6· ὥσπερ ὁπλιτῶν φάλαγγα βάθος ἐφεξῆς Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23· τὰ ἐφ. λεγόμενα Πλάτ. Σοφιστ. 261D: ― ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, ἵν’ ἐφ. ὁ λόγος ἴῃ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 281D: ― μετ’ ἄρθρου, τὰς ἐφ. πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 449Α, πρβλ. Νόμ. 696Ε· ἡ ἐφ. γωνία, ἡ παρακειμένη, ἡ πλησίον γωνία, Εὐκλ.· τοῦτο μὲν ὡς δῆλον ἐατέον, τὸ δ’ ἐφεξῆς ῥητέον, τὸ μετὰ τοῦτο, Πλάτ. Φαῖδρ. 239D. 2) μετὰ δοτ., ἐγγύτατα, εὐθὺς μετά τι, ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 148Ε, 149Α, κ. ἀλλ.· τὸ ἐφ. τούτοις ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 34D· ἐφ. τοῖς εἰρημένοις Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 9, 1· σπανίως μετὰ γεν., Πλάτ. Τίμ. 55Α. ΙΙ. κατὰ διαδοχήν, συνεχῶς, ἄνευ ἐξαιρέσεως, ἰδίως μετὰ τοῦ πᾶς, ὡς ἐφ. πάντας Ξεν. Οἰκ. 12. 10· δῃοῦν πᾶσαν τὴν γῆν ἐφ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 6, 4· τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφ. ἁρπάζειν Δημ. 103. 15· μὴ τοῖς αἰτίοις ἀλλὰ πᾶσαν ἐφ. ὀργίζεσθαι ὁ αὐτ. 1447. 5. 2) σπανιώτερον ἐπὶ χρόνου, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Ἡρόδ. 2. 77, πρβλ. Λυσ. 156. 31· τέσσαρες ἐφ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 915· δὶς ἐφ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37. 2) μετὰ ταῦτα, ἀμέσως ἔπειτα, εὐθὺς ἐφ. Δημ. 236. 17· εἰσελθὼν… καὶ ἐφεξῆς… καθεζόμενος ὁ αὐτ. 553. 14.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφεξῆς, Α ιων. τ. ἐπεξῆς, ποιητ. τ. ἐφεξείης)
επίρρ.
1. κατά σειρά, ο ένας μετά τον άλλο ή ο ένας δίπλα στον άλλο («ἵστασθαι ἐφεξῆς», Αριστοφ.)
2. συνεχώς ή το ένα μετά το άλλο, κατά τρόπο συνδεδεμένο, συνεχή («ἐφεξῆς ἀποκρίνεσθαι», Ρούφ.)
3. φρ. «εφεξής γωνίες» — οι γωνίες που έχουν την κορυφή και μια πλευρά κοινή και τις υπόλοιπες πλευρές εκατέρωθεν της κοινής
4. στο εξής, από δω και πέρα, κατόπιν, μετέπειτα, αμέσως μετά από κάτι («εὐθὺς ἐφεξῆς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «εφεξής αριθμοί» — οι αριθμοί που διαφέρουν μεταξύ τους κατά μία μονάδα
μσν.
(με άρθρο)
1. ως επίθ. υπόλοιπος («χωρὶς ὀδύνης ζήσωμεν τὸν ἐφεξῆς μας χρόνον», Καλλίμ.)
2. το μέλλον («εἰς τὸ ἐφεξῆς»)
μσν.-αρχ.
(με άρθρο) ο αμέσως προηγούμενος ή ο ακόλουθος, ο διπλανός (α. «ἡ ἐφεξῆς (οἰκία)», Μέν.
β. «τὸ ἐφεξῆς» — το ακόλουθο, Πλάτ.)
αρχ.
1. (με άρθρο) κατά σειρά («ᾖα τὰς ἐφεξῆς [πολιτείας] ἐρῶν», Πλάτ.
2. πολύ κοντά, αμέσως μετά από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑξῆς].
Greek Monotonic
ἐφεξῆς: Ιων. ἐπ-εξῆς, επίρρ.:
I. 1. σε σειρά, σε διαδοχή, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.
2. με δοτ., πολύ κοντά σε, αμέσως μετά από, σε Πλάτ.
II. 1. διαδοχικά, συνεχώς, χωρίς διακοπή, χωρίς εξαίρεση, πᾶσαν τὴν γῆν ἐφ., σε Ξεν.· τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφ., σε Δημ.
2. λέγεται για χρόνο, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς, σε Ηρόδ.· τέσσαρες ἐφ., σε Αριστοφ.
3. αμέσως έπειτα, εὐθὺς ἐφ., σε Δημ.
Middle Liddell
I. in order, in a row, one after another, Hdt., Eur., Xen.
2. c. dat. next to, Plat.
II. in succession, without exception, πᾶσαν τὴν γῆν ἐφ. Xen.; τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἐφ. Dem.
2. of time, τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς Hdt.; τέσσαρες ἐφ. Ar.
3. thereupon, after, εὐθὺς ἐφ. Dem.
English (Woodhouse)
consecutively, in a line, in a row, in a scale, in gradation, in order, in rotation, in sequence, in succession, in tiers, next in order
Mantoulidis Etymological
(=στή σειρά). Ἀπό τό ἐπί + ἑξῆς τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.