ἔθος

English (LSJ)

εος, τό, (ἔθω) custom, habit, ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων (but prob. f.l. for ἦθος) A.Ag.728 (lyr.); τὸ σύνηθες ἔθος S.Ph.894; εἰ τὸ ἔθος συνθήκη Pl.Cra.435a; πάτρια ἔθη Id.Plt.295a: prov., ἔθος, φασί, δευτέρη φύσις = habit, they say, is second nature Jul.Mis.353a; ἐν ἔθει τῇ πόλει εἶναι to be the habit, Th.2.64; ἔθος ἐστίν τινι, c. inf., Cratin.Jun.7.1, Alex.253; ἔθος ἔχειν, c. inf., Plu. Them.4; ἔθει = by habit, habitually, opp. φύσει, Arist.EN1179b21; ἐν ἔθει Id.Fr.122; δι' ἔθος, opp. ἐκ γενετῆς, Id.EN1154a33; ἐξ ἔθους ib. 1103a17; κατὰ τὰ Ῥωμαίων ἔθη PSI3.182 (iii A. D.), etc. (σϝέθ-, cf. Lat. suesco; v. βεσόν.)

Spanish (DGE)

-εος, τό
I 1práctica, costumbre, hábito
a) μηδέ σ' ἔ. πολύπειρον ὁδὸν κατὰ τήνδε βιάσθω y no te fuerce la costumbre por este camino Parm.B 7.3, cf. Arr.Epict.3.12.6, τό τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' ἔ. S.Ph.894, τὸ γὰρ ἔ. τῇσι χερσὶ κάλλιστον διδασκαλεῖον Hp.Flat.1, cf. D.9.57, κατὰ τὸ ἔ. según lo acostumbrado Th.4.32, Luc.Alex.54, Eu.Luc.22.39, Aesop.226.1, παρὰ τὸ ἔ. fuera de hábito, en contra de lo acostumbrado ref. al régimen de vida, Hp.Acut.31, rel. c. la salud ἔ. δὲ ἐξ ὧν ὑγιαίνομεν Hp.Epid.6.8.23, πόρνη καὶ βαλανεὺς τωὐτὸν ἔχουσ' ... ἔ. Carm.Conu.22, τἀργύριον ... μικρόν, τὸ δὲ ἔ. μέγα, ὃ γίγνεται μετὰ τούτου el pago es pequeño, pero es grande la costumbre que se deriva de ello D.13.2, τὸ νῦν ἔ. Men.Fr.401, ὡς ἔ. como es costumbre, AP 6.209 (Antip.Thess.), cf. Hierocl.Facet.44b
c. dat. en or. nom. e inf. ἔ. ἐστὶν αὐτοῖς ... ταράττειν Cratin.Iun.7.1, ταῖς ἡμέραις ταύταις δὲ κωμάζειν ἔ. Alex.255, ὅσσα παρ' ἀνθρώποις τρώγειν ἔ. Batr.(a) 34, ὡς ἔ. ἐστὶν δίδοσθαι τοῖς συγγενέσιν τῶν βασιλέων LXX 1Ma.10.89, (Κελτοί) οἷς ἔ. ἦν ... διὰ τῶν ῥοωδεστάτων διανήχεσθαι D.C.60.20.2, ἔνθα μοι καθεύδειν ἔ. ἦν Ach.Tat.1.6.2, ὡς ἔ. αὐτοῖς λέγειν Mart.Pol.9.2, ὡς ἔ. ἐστί σοι PFay.125.5 (II d.C.)
c. ἔχω: ἔ. δ' ἔχω δειπνεῖν σὺν τῷ βασιλεῖ καθήμενος I.AI 6.226, οὐχ ἔ. ἐχούσης ἐρημεῖν (τῆς ψυχῆς) POxy.3057.27 (I/II d.C.), cf. Longus 1.8.3, Vit.Aesop.G 102.1
op. φύσις: εἰς ἔθη τε καὶ φύσιν Pl.R.395d, cf. Lg.655e, ὅμοιον γάρ τι τὸ ἔ. τῇ φύσει· ... ἡ μὲν φύσις τοῦ ἀεὶ, τὸ δὲ ἔ. τοῦ πολλάκις Arist.Rh.1370a7, δι' ἔ. op. ἐκ γενετῆς Arist.EN 1154a33, cf. Anon.in EN 122.12, 17, ἔ., φασί, δευτέρη φύσις Iul.Mis.353a;
b) como base de la conducta, la moral ἔθη ... οὐκ ἐθισθέντες καλά E.Fr.282.8, διδάξαι τὴν ψυχὴν ἔθεσι Pl.Lg.942c, ἔθεσι καὶ ἀσκήσεσιν Pl.R.518e, τὴν δημοτικὴν καὶ πολιτικὴν ἀρετὴν ... ἐξ ἔθους ... γεγονυῖαν ἄνευ φιλοσοφίας τε καὶ νοῦ Pl.Phd.82b, αἴσχιον ἔ. Lys.15.3, μετὰ ἔθους φαύλου ζῆν Str.3.4.16, ἀπεφέρετο εἰς τὸ καθ' ἡμέραν ἔ. Aeschin.1.95, cf. A.Al.7A.77, incluido en la παιδεία Arist.Pol.1332a40
frec. en juego de palabras c. ἦθος: ἐμφύεται πᾶσι τότε τὸ πᾶν ἦθος διὰ ἔ. Pl.Lg.792e, cf. 968d, Arist.EN 1103a17.
2 lingüíst. uso ἔ. καὶ συνθήκη Pl.Cra.435a, οὐ φύσει ... ἀλλὰ νόμῳ καὶ ἔθει τῶν ἐθισάντων Pl.Cra.384d, esp. ref. al uso dialectal y poético ἐθνικὸν ἔ. A.D.Synt.46.1, Ὁμηρικόν A.D.Synt.164.1, Δωρικόν A.D.Adu.169.25, κοινόν A.D.Adu.132.27.
II en un sent. institucional
1 uso establecido, norma consuetudinaria, tradición característica de pueblos o ciudades ἔ. τόδ' εἰς Ἕλληνας ἐξεδειξάμην, ἀεὶ κολαστὴς τῶν κακῶν καθεστάναι E.Supp.340, τόδ' ἔ. ἐν Σπάρτῃ ... κείμενον ἐστί Critias B 6.1, περὶ βαρβαρικῶν ἐθῶν Dionys.Stoic.1.93 tít., τὴν Λαυρεωτικὴν πρόσοδον ... ἔ. ... διανέμεσθαι la costumbre establecida de repartirse los ingresos (de las minas) de Laurión Plu.Them.4, Περσικὸν ἔ. Ph.2.301, ἐγχώρια Ep.Diog.5.4
sancionada por el tiempo y los antepasados ταῦτα γὰρ ἐν ἔθει τῇδε τῇ πόλει πρότερόν τε ἦν Th.2.64, μὴ μεταβάλλειν τὸ ἔ. Th.1.123, cf. 2.16, τὸ τοιοῦτον ἔ. ἡμῖν παρέδοσαν Isoc.4.43, cf. Lys.31.11, κατὰ τὸ τῶν προγόνων ἔ. IG 12(2).35b.25 (Mitilene I a.C.), πάτρια ἔθη Pl.Plt.295a, cf. LXX 4Ma.18.5, Act.Ap.28.17, I.BI 7.424, SIG 1073.20 (Olimpia II d.C.), ἀρχαῖον ἔ. D.C.29.1, 55.6.5, cf. SIG 821C.3 (Delfos I d.C.), τὸ παλαιὸν ἔ. Paus.1.44.1, IEphesos 26.8 (II d.C.)
en la constr. ἐξ ἔθους = según la costumbre establecida, consuetudinariamente τὸ στεφανοῦν ἐξ ἔθους, οὐκ ἐκ προνοίας ποιεῖσθε Aeschin.3.178, cf. Babr.135.3, 141.5
en sent. econ. τὸ ἐξ ἔθους διδόμενον OGI 708.14 (II d.C.), cf. SEG 31.122.19 (Ática II d.C.), ἡ ἐξ ἔθους τιμή PGrenf.1.48.15 (II d.C.), τὸ ἐξ ἔθους ὀφειλόμενον δεῖπνον IWKil.Mitford 9a.7 (imper.), cf. IG 12(5).667.9 (Siro III d.C.), ὁ μισθός PFlor.180.8 (III d.C.), ἕδνα PCair.Preis.2.7 (IV d.C.), cf. Vett.Val.31.7, Cod.Iust.1.46.5
tb. κατὰ τὸ ἔ. POxy.370 (I d.C.), PRyl.78.17 (II d.C.), PHamb.23.35 (VI d.C.), cf. Iust.Nou.17.8, οἱ ἐν Ῥώμῃ στατιωνάριοι ἔ. εἶχον ἀεί ποτε ... παρέχειν ... (δηναρίους) σνʹ IG 14.830.32 (Campania II d.C.)
en or. nominal e inf. ἐν τοῖς ἱεροῖς ἐν οἷς ἔ. ἐστὶν ἀναγράφειν τὰς εὐεργεσίας IG 11(4).1039b.13 (III a.C.)
en paralelo u op. c. νόμος: παλαιὸν ἔ. καὶ πάτριος νόμος Isoc.4.55, 12.169, νόμοι τε καὶ ἔθη X.Mem.3.9.1, cf. Pl.Lg.951b, κατὰ <τοὺς> νόμους, ἢ ταῖς ἀνάγκαις, ἢ <τὸ> τρίτον ἔθει τινί Men.Fr.120, cf. SEG 22.507.15 (Quíos I d.C.), IGBulg.12.317 (Mesambria III d.C.), LXX Sap.14.16, τὸ πάρ' ἡμῖν ἔ. ... νόμου δύναμιν ἔχον Basil.Ep.160.2; c. νόμιμα Arist.Rh.1365b24 (var.), ἔθη καὶ νόμιμα Ph.2.46, cf. πονηρὸν ἔ. ... καὶ ὡς δηλατορίαν ἣν μισοῦσιν οἱ νόμοι SB 10989.52 (IV d.C.)
esp. c. la ley no escrita derecho consuetudinario νόμιμον ἔθει καὶ ἀγράφῳ νομισθὲν νόμῳ Pl.Lg.841b, cf. Plt.301e, κατὰ γράμματα νόμοι op. κατὰ τὰ ἔθη Arist.Pol.1287a6, cf. Anaximen.Rh.1421b36
en rom. el uso, la ley o derecho romano οὐκ ἔστιν ἔ. Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος ... Act.Ap.25.16, παρὰ τὸ κοινὸν ἔ. τῶν ἐπαρχειῶν contra la ley común de las provincias, ITemple of Hibis 4.11 (I d.C.).
2 rel. la relig. tradición, uso, incluso rito ὥσπερ ἔ. ἐστίν en la procesión de Eleusis, And.Myst.111, cf. Call.Lau.Pall.36, θύειν αὐτοῖς ἔ. ἔχουσι Theopomp.Hist.347b, ὡς ἦν ἔ. como era tradicional ref. costumbres funerarias, D.C.67.3.41, cf. Paus.10.21.7, Eu.Io.19.40, μυστήρια ... ἐπιτελοῦνται ... μετὰ ... νομίμων ἐθῶν IEphesos 213.7 (I d.C.), LXX 2Ma.11.25, 13.4, τὸ ἔ. τῆς ἱερατείας Eu.Luc.1.9, cf. Act.Ap.6.14, I.AI 2.313, Nonn.Par.Eu.Io.19.40, περιτμηθῆναι κατὰ τὸ ἔ. ser circuncidado según el rito, BGU 82.12 (II d.C.), τὰ ἔθη καὶ νομοθετήματα Gr.Naz.M.35.649A, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.58, CNic.(325) Can.6.
• Etimología: Quizá de *sedhos, cf. ai. sádhiṣ, lat. sēdēs, etc. ¿O de *su̯edhos, cf. c. otro suf. ai. svadhā́- ‘carácter’, deriv. del tema pron. *su̯e-?

German (Pape)

[Seite 720] τό, die Gewohnheit, Sitte, der Brauch; ἀπέδειξεν ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων, die von den Eltern angestammte Sitte, Sinnesart, Aesch. Ag. 710; τό τοι σύνηθες ὀρθώσει μ' ἔθος Soph. Phil. 882; vgl. Plat. Phaed. 82 b πολιτικὴ ἀρετὴ ἐξ ἔθους τε καὶ μελέτης γεγονυῖα ἄνευ φιλοσοφίας, die sich durch Gewohnheit von selbst bildet; καὶ ἀσκήσεις Rep. VII, 518 e; καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα Phaedr. 253 a; ἐν ἔθει τῇ πόλει ἦν, die Stadt war gewohnt, Thuc. 2, 64; ἔθος ἔχειν, c. inf., die Gewohnheit haben zu, Plut. Them. 4; ἔθος ἐστί, Luc. Tim. 13; ἐν ἔθει γενέσθαι τινός, sich gewöhnen an, Hdn. 5, 5; τὰ μὴ ἐν ἔθει, das Ungewohnte, D. Hal. 6, 53; ἐξ ἔθους, gewöhnlich, Plut. Alex. 57.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
coutume, usage : ἐν ἔθει τῇ πόλει ἦν THC c'était la coutume de la cité ; ἔθος ἔχειν, avec l'inf. PLUT avoir l'habitude ; ἔθει, d'habitude, habituellement ; κατὰ τὸ ἔθος, ἐξ ἔθους, d'après la coutume;
NT: rite.
Étymologie: cf. ἔθω.

Russian (Dvoretsky)

ἔθος: εος τό привычка, обыкновение, обычай: ἐξ ἔθους Plat., Plut., δι᾽ ἔ. или ἔθει Arst. и κατὰ τὸ ἔ. Plut. согласно обычаю, по обыкновению; νόμοι κατὰ τὰ ἔθη Arst. обычное право; ἔ. (sc. ἐστίν) Batr., Arst., Luc. или ἐν ἔθει ἐστίν τινι Thuc. у кого-л. в обычае, кто-л. привык.

Greek (Liddell-Scott)

ἔθος: -εος, τὸ (ἔθω) συνήθεια, ἔθιμον, ἔθος τὸ πρόσθε τοκήων (ἔνθα εἶναι σχεδὸν ταυτόσημον τῇ λέξει ἦθος), Αἰσχύλ. Ἀγ. 728· τὸ σύνηθες ἔ. Σοφ. Φ. 894· ἀκολούθως συνηθέστατον παρὰ Πλάτ., Ἀριστ., κλ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· ἐν ἔθει εἶναι, ἔχειν τὴν συνήθειαν, Θουκ. 2. 64· ἔθος ἐστίν τινι, μετ’ ἀπαρ., Κρατῖν. ὁ Νεώτερος ἐν «Ταραντίνοις» 1, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 1· ἔθος ἔχειν μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Θεμ. 4· ἔθει, κατ’ ἔθος, κατὰ συνήθειαν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φύσει, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 6· δι’ ἔθος 7. 14, 4· ἐξ ἔθους 2. 1, 1· ἐν ἔθει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 119.

English (Strong)

from ἔθω; a usage (prescribed by habit or law): custom, manner, be wont.

English (Thayer)

ἐθεος (ἦθος), τό, from Aeschylus (Agam. 728 (?); better from Sophocles) down, custom: ἔθος ἐστι τίνι followed by an infinitive, usage prescribed by law, institute, prescription, rite: περιτέμνεσθαι τῷ ἔθει Μωϋσέως, ἀλλάξει τά ἔθη ἅ παρέδωκε Μωϋσῆς, Acts 6:14.

Greek Monolingual

το (AM ἔθος)
συνήθεια, έξη, έθιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IEswedhos < ΙΕ ρ. swedh-, της οποίας η εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod-ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου συνδέεται με αρχ. ινδ. suadhā «κλίση, συνήθεια» και με γοτθ. sidus «συνήθεια».
ΠΑΡ. αρχ. εθήμων, εθικός
(αρχ.- μσν.) εθάς, εθίζω, έθιμος].

Greek Monotonic

ἔθος: -εος, τό (ἔθω), έθιμο, συνήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐν ἔθει εἶναι, έχει τη συνήθεια, σε Θουκ.· ἔθει, καθ' έξιν, συνήθως σε Αριστ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: custom, usage (Ion.-Att.).
Derivatives: Old only ἐθάς m. f. usual (Hp., Th.); late ἔθιμος usual (Amorgos Ia, D. S. etc.; after νόμιμος, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99), ἐθικός usual (Plu.), ἐθήμων id. (Musae.) with ἐθημο-λογέω collect as usual (AP), ἐθημοσύνη (H., Suid.). Denomin. verb ἐθίζω (not with Schwyzer 716 from *ἔθω, s. ἔθων and εἴωθα) with ἔθισμα usage (Pl.), ἐθισμός custom (Arist.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [883] *su̯edʰ- own character?
Etymology: If one assumes *Ϝέθος from IE *su̯édhos (with dissimilation) one can compare Skt. svadhā,́ use, own character. Further there is the Germ. word for custom, Goth. sidus m. etc., which will go back on IE *sedhu-. Also Lat. sodālis comrade as *su̯edhālis (su̯odh-) has been compared. The basis of su̯edh-, sedh- can be the reflexive *s(u̯)e (s. , ); "das erweiternde dh wird gewöhnlich, aber ganz willkürlich, mit dem Wort für setzen, tun (s. τίθημι) identifiziert" (Frisk). - See εἴωθα, ἦθος, aslo ἔτης and ἕταρος.

Middle Liddell

ἔθος, εος, [ἔθω]
custom, habit, Aesch., etc.; ἐν ἔθει εἶναι to be in the habit, Thuc.; ἔθει habitually, Arist.

Frisk Etymology German

ἔθος: {éthos}
Grammar: n.
Meaning: Gewohnheit, Sitte, Brauch (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: alt nur ἐθάς m. f. gewohnt (Hp., Th. u. a.); spät ἔθιμος gewöhnlich, gebräuchlich (Amorgos Ia, D. S. usw.; nach νόμιμος, Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99), ἐθικός gewohnheitsmäßig (Plu.), ἐθήμων gewohnt, gewöhnlich (Musae., Nonn.) mit ἐθημολογέω gewohnheitsmäßig sammeln (AP), ἐθημοσύνη (H., Suid.). Denominatives Verb ἐθίζω (nicht mit Schwyzer 716 aus angeblichem *ἔθω erweitert, s. ἔθων und εἴωθα), auch mit Präfix (z. B. συν-, ἀπ-), gewöhnen (Hp., att.; zur Bedeutung Brunel Aspect verbal 109) mit ἔθισμα Gewohnheit (Pl.), ἐθισμός Gewöhnung, Herkommen (Arist., hell. und sp.).
Etymology: Bei Ansetzung einer Grundform *ϝέθος aus idg. *su̯édhos (mit Hauchdissimilation) ist es möglich, an das vielerörterte aind. svadhā́ etwa Eigenart, Neigung, Gewohnheit anzuknüpfen, das sich dann zu ἔθος verhält wie γονή zu γένος. Hinzu kommt noch das germanische Wort für Sitte, got. sidus m. usw., das auf idg. *sedhu- zurückgehen kann. Auch lat. sodālis Genosse, Kamerad, Gefährte wird als *su̯edhālis (su̯odh-) hiehergestellt. Als gemeinsame Grundlage von su̯edh-, sedh- kommt das Reflexivum *s()e (s. ἕ, ἑ) in Betracht; das erweiternde dh wird gewöhnlich, aber ganz willkürlich, mit dem Wort für setzen, tun (s. τίθημι) identifiziert. — S. noch εἴωθα, ἦθος, auch ἔτης und ἕταρος.
Page 1,449

Chinese

原文音譯:œqoj 誒拖士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:習常
字義溯源:習慣,習性,規條,條例,條規,慣例,規矩,常;源自(ἔθω / εἴωθα)*=通常)。這字有兩個基本的意念:
1)通俗的:習慣,習性;就如主耶穌慣常往橄欖山去( 路22:39)
2)正式的:規條,條例;如祭司照規矩製籤( 路1:9)。這編號十二次出現,十次用在路加的福音書和行傳中。
同義字:1) (ἔθος)習慣 2) (νόμος)律法 3) (συνήθεια)共有的習俗
出現次數:總共(12);路(3);約(1);徒(7);來(1)
譯字彙編
1) 規矩(5) 路1:9; 路2:42; 約19:40; 徒16:21; 徒26:3;
2) 規條(3) 徒6:14; 徒15:1; 徒28:17;
3) 習慣的人(1) 來10:25;
4) 條例(1) 徒25:16;
5) 條規(1) 徒21:21;
6) 常(1) 路22:39

Mantoulidis Etymological

(=συνήθεια). Ἀπό ρίζα σϝεθ- τοῦ ἔθω (=συνηθίζω). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα καί οἱ λέξεις: ἐθίζω, ἐθάς (=συνηθισμένος), ἦθος, ἠθεῖος.

Lexicon Thucydideum

mos, consuetudo, custom, habit, 1.123.1, 2.16.1, 2.64.2, 4.32.1.

Translations

habit

Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة‎; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל‎, מִנְהָג‎; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت‎; Persian: عادت‎; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت‎; Uyghur: ئادەت‎; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט‎