μούσα

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
η (ΑΜ μοῡσα, Α αιολ. τ. μοῑσα, δωρ. τ. μῶσα, λακων. τ. μῶα)
1. (συν. στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Μούσες
θυγατέρες της Μνημοσύνης και του Διός, θεότητες της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μουσικής και του χορού και αργότερα της αστρονομίας, της φιλοσοφίας και κάθε πνευματικής αναζήτησης, προστάτιδες κάθε πνευματικής και καλλιτεχνικής εκδήλωσης («ἄνδρα μοι ἐννεπε, Μοῡσα, πολύτροπον...»), Ομ. Οδ.)
2. μικρός πεπιεσμένος σπόγγος τετράγωνου, τριγωνικού ή στρογγυλού σχήματος που χρησιμοποιείται κατά τη Θεία Λειτουργία για τη «συστολή» τών Τιμίων Δώρων και για καθαρισμό του Δισκαρίου και του Αντιμηνσίου μετά τη μετάληψη τών ιερέων
νεοελλ.
1. φανταστική μορφή που πιστεύεται ότι εμπνέει τους ποιητές, η προσωποποίηση της έμπνευσης
2. η τεχνοτροπία, η ικανότητα και η ιδιοφυΐα κάθε ποιητή
3. το σύνολο τών ποιητικών έργων ενός λαού, ενός τόπου ή μιας χρονικής περιόδου
4. το φυτό μπανανιά
5. ως κύριο όν. Μούσα
αστρον. ονομασία αστεροειδούς
μσν.
ως επίθ. μουσικός, μελωδικός
αρχ.
1. μουσική, άσμα
2. ευπρέπεια
3. ευγλωττία
4. στον πληθ. αἱ μοῡσαι
προτερήματα εκπαίδευσης («ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μούσας νόμων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι ποικίλες χρήσεις της λ. μοῦσα, καθώς και το ότι η αρχική σημασία της δεν έχει απόλυτα εξακριβωθεί, έχουν οδηγήσει την ετυμολ. σε διάφορες κατευθύνσεις. Η ύπαρξη διαφορετικών τύπων ανά διάλεκτο (μοῦσα ιων-αττ., μῶσα δωρ., μοῖσα αιολ.) βεβαιώνει ότι το ου- του μοῦσα είναι προϊόν αντέκτασης ενός θηλ. ονόματος σχηματισμένου με επίθημα -ya, αλλά παραμένει ανεξακρίβωτο το θέμα της λ. Πιθανότερη, ωστόσο, θεωρείται η άποψη ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. μόνθ- (> μόντ- > μόνσσ-α > μόνσ-α > μοῦσα / μῶσα / μοῖσα) και συνδέεται με τα μενθήρη, μανθάνω. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. μόντ- και ανάγεται στη ρίζα men- τών μένος, μέμονα. Η άποψη αυτή όμως αφήνει ανερμήνευτη την παρουσία του -τ- στο θ. μεν-. Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται στη ρίζα men- του μένος, αλλά προέρχεται από αμάρτυρο τ. μόν-σα. Η άποψη αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, καθώς η παραγωγή θηλυκών με κατάληξη -σα είναι σπανιότατη και επειδή το σύμπλεγμα -νσ- κατά τις παλαιές αντεκτάσεις θα οδηγούσε σε σίγηση του -σ-και όχι του -ν-. Η άποψη, εξάλλου, ότι η λ. ανάγεται σε αμάρτυρο τ. μω-ντ- (πρβλ. μῶσθαι «επιθυμώ») προσκρούει και σε μορφολογικές και σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει, τέλος, προταθεί η σύνδεση της λ. μοῦσα (< μόντ-), σύμφωνα με τη σημ. «νύμφη τών βουνών», με το λατ. mōns, mōntis «βουνό», όμως και η άποψη αυτή προσκρούει στο γεγονός ότι η οικογένεια του λατ. mōns δεν μαρτυρείται σε άλλη λ. της Ελληνικής. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική: Μŭsa, musica, mūsaeum (πρβλ. γαλλ. Μuse, musique, mosaique)].
ΠΑΡ. μουσείον, μουσικός
αρχ.
μουσαίος, μουσάριον (Ι), μούσειος, μουσιάζω, μουσίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μουσόληπτος, μουσοτραφής, μουσουργός, μουσοφιλής
αρχ.
μουσαγέτας, μούσαρχος, μουσόδομος, μουσοδόνημα, μουσοεπής, μουσόθετος, μουσοκόλαξ, μουσομανής, μουσόμαντις, μουσομήτωρ, μουσολάτακτος, μουσόπλαστος, μουσόπνευστος, μουσόπνους, μουσοποιός, μουσοπόλος, μουσοπρόσωπος, μουσόρρυτος, μουσοτέχνης, μουσοτόκος, μουσόφθαρτος, μουσοφίλητος, μουσοχαρής, μουσωδός
μσν.
μουσόστολος, μουσότευκτος
νεοελλ.
μουσόφιλος. (Β' συνθετικό) άμουσος, φιλόμουσος
αρχ.
αγχίμουσος, απόμουσος, δύσμουσος, έμμουσος, εύμουσος, κακόμουσος, πάμμουσος, παράμουσος, ποικιλόμουσος, πολύμουσος, πτωχόμουσος, υποάμουσος
νεοελλ.
αφιλόμουσος].———————— (II)
μούσα και μούση, ἡ (Μ)
στόμιο δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muza].