παρήορος

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρήορος Medium diacritics: παρήορος Low diacritics: παρήορος Capitals: ΠΑΡΗΟΡΟΣ
Transliteration A: parḗoros Transliteration B: parēoros Transliteration C: parioros Beta Code: parh/oros

English (LSJ)

so in Ep. and Ion., but Dor. and Att. παράορος [ρᾱ], ον (as always in Trag.), also Dor. πάρᾱρος Theoc.15.8 : (παραείρω, cf. συνήορος) : -

   A joined or hung beside : hence παρήορος (sc. ἵππος), horse which draws by the side of the regular pair (ξυνωρίς), outrunner, = σειραφόρος, Il.16.471,474, D.H.7.73.    II lying along, outstretched, sprawling, ἔκειτο π. ἔνθα καὶ ἔνθα 11.7.156 ; ἀχρεῖον καὶ π. δέμας κεῖται A.Pr.365.    III metaph., reckless, senseless, οὔ τι π. οὐδ' ἀεσίφρων Il.23.603, cf. Theoc. l.c. ; π. ὄμμα τιταίνειν Tryph.371 ; νόου παρήορος distraught, Archil.56.5.

Greek (Liddell-Scott)

παρήορος: (οὐχὶ παρῄορος), Δωρ. παράορος, ον, ὁ δεύτερος οὗτος τύπος ἀείποτε παρὰ Τραγ., παρὰ δὲ μεταγεν. ποιηταῖς ὡσαύτως παρηόριος, ον. (παραείρω, πρβλ. συνήορος, μετήορος = μετέωρος)˙ -συνημμένος ἢ συνηρτημένος ὅθεν παρήορος (ἐξυπακ. ἵππος), ὁ δεδεμένος παρὰ τὸ σύνηθες ζεῦγος, (τὴν ξυνωρίδα), ἀλλαχοῦ παράσειρος, σειραφόρος, Ἰλ. Π. 471, 474˙ πρβλ. παρηορία. ΙΙ. εἰς μῆκος ἐκτεταμένος, ἐξηπλωμένος, ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα Ἰλ. Η. 156˙ ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας κεῖται Αἰσχύλ. 363˙ - οὕτως ἐπὶ πλοίου, τὴν δὲ (δηλ. τὴν Ἀργὼ) παρηορίην κόπτειν ῥόος, μετέωρον ὤθει πρὸς τὰ ἐμπρὸς ὁ ῥοῦς τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 943. ΙΙΙ. μεταφορ., (ἐκ τοῦ ὅτι ὁ παρήορος ἵππος συνήθως ἐγαυρία καὶ ἀνεπήδα), ἀπερίσκεπτος, ἄφρων, ἀνόητος, ἐπεὶ οὔ τι παρήορος οὐδ’ ἀεσίφρων ἦσθα πάρος Ἰλ. Ψ. 603˙ πεπλανημένος, ἥ τε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 371˙ οὕτω, παρηόριον νόημα Ἀνθολ. Π. 9. 603˙ - ἐν Ἀρχιλ. 51, νόου παρήορος, ἔξω φρενῶν, παράφρων, - ὁ Θεόκρ. 15. 8 ἔχει τὸν Δωρ. τύπον πάραρος ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει : «παρηρία˙ μωρία» καὶ «παραρεῖν˙ φληναφεῖν». - Πρβλ. παραείρω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propr. suspendu en dehors, d’où
1παρήορος (ἵππος) cheval de volée ou de main;
2 étendu à côté, hors du chemin;
3 fig. qui a l’esprit égaré.
Étymologie: παραείρω.

English (Autenrieth)

(ἀείρω): hanging or floating beside; stretched out, sprawling, Il. 7.156; met., flighty, foolish, Il. 23.603; esp. παρήορος (ἵππος), a third or extra horse, harnessed by the side of the pair drawing the chariot, but not attached to the yoke, and serving to take the place of either of the others in case of need, Il. 16.471, 474. (Plate I. represents the παρήορος in the background as he is led to his place. See also the adj. cut, the first horse.)

Greek Monolingual

και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, -ον, Α
1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος
2. το αρσ. ως ουσ. παρήορος
το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα
2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος
3. (μτφ. α) απερίσκεπτος, ανόητος
β) παράφρονας, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -άορ-ος (< ετεροιωμένη βαθμίδα ἀορ- του θ. ἀερ- του ἀείρω «σηκώνω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. επ-ήορος, κατ-ήορος)].