περιστερά

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστερά Medium diacritics: περιστερά Low diacritics: περιστερά Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ
Transliteration A: peristerá Transliteration B: peristera Transliteration C: peristera Beta Code: peristera/

English (LSJ)

ἡ,

   A common pigeon or dove, Hdt.1.138, S.Fr.866, Democr.164, etc.; specifically, Columba livia domestica, and so distd. from φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Arist.HA562b5, 593a16 ; ἐλάττων μὲν ἡ πελειάς, τιθασὸν δὲ γίνεται μᾶλλον ἡ π. ib.544b3 : περιστερός, ὁ, cock-pigeon, Pherecr.33 (of a carrier-pigeon), Alex.214 ; censured by Luc.Sol.7.

German (Pape)

[Seite 594] ἡ, die Taube (das Männchen περιστερός); Ar. Lys. 755; Her. 1, 138; Plat. Theaet. 198 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιστερά: ἡ, ἡ κοινὴ περιστερά, κοινῶς «περιστέρι», Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ., κλ.· διακρίνονται ταύτης ἡ φάψ, φάττα, οἰνάς, τρυγών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 9· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ὡς ὄνομα γένους, αὐτόθι 6. 4, 1· ὁ αὐτὸς λέγει, αὐτόθι 5. 13, 4, ὅτι αὕτη εὐκολώτερον ἐξημεροῦται ἢ ἡ πελειάς, ὥστε πρέπει νὰ ἦτο γνωστὴ εἰς αὐτὸν ἡ περιστερὰ ἐν τῇ ἀγρίᾳ αὐτῆς καταστάσει: ― περιστερός, ὁ, ἡ ἄρρην περιστερά, «γοῦτος», Φερεκράτης ἐν «Γραυσὶ» 2, Ἄλεξις ἐν «Συντρέχουσιν» 2· ― τὸν τύπον τοῦτον ἀποδοκιμάζει ὁ Λουκιαν. ἐν τῷ Σολοικ. 7. ― Πρβλ. πέλεια, πελειάς, οἰνάς, τρυγών, φάσσα, φάψ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
colombe, pigeon, oiseau.
Étymologie: περιστερός.

Spanish

paloma

English (Strong)

of uncertain derivation; a pigeon: dove, pigeon.

English (Thayer)

περιστεράς, ἡ, Hebrew יונָה, a dove: Herodotus down.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιστέρα ΝΜ
1. το θηλυκό του πτηνού περιστέρι
2. εκκλ. (μόνο στον τ. περιστερά) i) το περιστέρι που, σύμφωνα με τη Βίβλο, έστειλε ο Νώε μετά τον Κατακλυσμό και το οποίο επέστρεψε φέρνοντας ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο του τέλους της κοσμικής καταστροφής
ii) αρχαιοχριστιανική συμβολική παράσταση του Αγίου Πνεύματος, η οποία βασίζεται στις ευαγγελικές διηγήσεις της βάπτισης του Χριστού, σύμφωνα με τις οποίες την στιγμή εκείνη η παρουσία του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας δηλώθηκε με την μορφή περιστεριού
νεοελλ.
1. αστρον. μικρός νότιος αστερισμός, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών του Οκρίβαντος, της Πρώρας, του Μεγάλου Κυνός, του Λαγού και του Γλυφειού και ο οποίος αποτελείται κυρίως από αμυδρούς αστέρες
2. φρ. «υποκρίνεται την αθώα [ή τη λευκή] περιστερά» — παριστάνει τον αθώο
νεοελλ.-μσν.
κολακευτική και θωπευτική προσφώνηση ωραίας ή αγαπημένης γυναίκας ή μικρού κοριτσιού (α. «έχεις και κόρην όμορφη, σαν περιστέρα πλουμιστή» — κάλαντα
β. «περιστέραπεριστερά] μου!»)
μσν.
στον πληθ. αἱ περιστεραί
εκκλ. κάλυμμα του κεφαλιού τών έγγαμων πρεσβυτέρων κατά την τουρκοκρατία, το οποίο απαρτιζόταν από τέσσερα τριγωνικά ισοσκελή κομμάτια υφάσματος που ενώνονταν στην κορυφή και πίσω στον αυχένα και τα οποία στο πίσω μέρος κατέληγαν σε σχήμα ουράς περιστεριού
αρχ.
(γενικά) το πουλί περιστέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ορθός είναι ο αμάρτυρος τ. πελιστερά, ο οποίος εσφαλμένα διορθώθηκε σε περιστερά λόγω του ότι το -λ- θεωρήθηκε προϊόν ανομοίωσης. Κατά την άποψη αυτή, ο τ. πελιστερά έχει σχηματιστεί από το θ. τών λ. πελιός «μαυροκίτρινος, πελιδνός», πέλεια «άγριο περιστέρι» με κατάλ. -τερο-ς και μπορεί να συνδεθεί με το περσ. kabōtar «μπλε (περιστέρι»), που εμφανίζει την ίδια κατάλ. Έχουν διατυπωθεί, επίσης, και άλλες απόψεις, όπως η σύνδεση της λ. με την πρόθεση περί ή με τη λ. φορκός «λευκός, πολιός», οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνται πιθανές. Ο τ. περιστέρα, τέλος, < περιστέρι(ον) + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α)].

Greek Monotonic

περιστερά: ἡ, περιστερά ή περιστέρι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. (άγν. προέλ.).