τεχνίτης

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνῑτης Medium diacritics: τεχνίτης Low diacritics: τεχνίτης Capitals: ΤΕΧΝΙΤΗΣ
Transliteration A: technítēs Transliteration B: technitēs Transliteration C: technitis Beta Code: texni/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A artificer, craftsman, opp. γεωργός, X.Oec.6.6, Arist.Pol.1262b26, al.; opp. ῥήτωρ, Emp. ap. Thphr.Sens.11; of a potter, PCair.Zen.500.2,3 (iii B.C.); τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, opp. οἱ ἐλευθερίως πεπαιδευμένοι, X.Mem.2.7.4,5, cf. Act.Ap.19.24: metaph., πόλις ἧς τ. καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10, cf. LXX Wi.13.1.    II one who does or handles a thing by the rules of art, skilled workman, opp. ἄτεχνος, Pl.Sph.219a, cf. Hp.VM4, Arist.Rh.1397b23, Gal.6.155, 18(2).245; opp. ἰδιώτης, Id.6.204; opp. ὁ ἔμπειρος, Arist.Metaph.981b31; c. gen. rei, τ. τῶν πολεμικῶν skilled in... X.Lac.13.5; also οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ. persons versed in religious practices, Id.Cyr.8.3.11; ἄνθρωπος τ. λόγων, as a sneer, Aeschin.1.170; οἱ Διονυσιακοὶ τ. or οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., theatrical artists, musicians as well as actors, D. 19.192 (where τ. alone), Arist.Rh.1405a24, Pr.956b11, SIG399.12 (Amphict. Delph., iii B.C.), CIG2619, al. (Cyprus), OGI50 (Egypt, iii B.C.), Plb.16.21.8, Posidon.36 J., etc.; so perh. in οἷος τ. παραπόλλυμαι, = Lat.qualis artifex pereo (Nero's last words), D.C.63.29.    III trickster, intriguer, Luc.DMort.13.5.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνίτης: [ῑ], -ου, ὡς καὶ νῦν, ὁ μετερχόμενος τέχνην τινά, χειρῶναξ, ἐπιτηδευματίας, «μάστορης», γεωργὸς Ξεν. Οἰκ. 6. 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 9, κ. ἀλλ.· τεχνῖται οἱ χρήσιμόν τι ποιεῖν ἐπιστάμενοι, ᾧ ἀντίκειται ὁ ἐλευθερίως πεπαιδευμένος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 4 καὶ 5. ΙΙ. ὁ ἐκτελῶν ἢ χειριζόμενός τι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, δεξιὸς ἐργάτης, ἀντίθετον τῷ ἄτεχνος, Πλάτ. Σοφ. 219Α, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 3, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9· τῷ ὁ ἔμπειρος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 10· ― μετὰ γεν. πράγμ., τ. τῶν πολεμικῶν, πεπειραμένος εἰς..., Ξεν. Λακ. 13, 5· ὡσαύτως, οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τ., ἄνθρωποι ἀσχολούμενοι περὶ τὰς θρησκευτικὰς τελετὰς καὶ συνηθείας, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 11· τ. λόγων, ὡς σκῶμμα, Αἰσχίν. 24. 19· ― οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖται ἢ οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τ., θεατρικοὶ τεχνῖται, μουσικοί τε καὶ ὑποκριταί, Δημ., 401. 14, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, Προβλ. 30. 10, Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 212D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2619, -20, κ. ἀλλ., Πολύβ. 16. 21, 8. ΙΙΙ. δολοπλόκος, ῥᾳδιουργός, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. artisan;
II. artiste, particul.
1 habile artiste ; p. ext. qui s’entend à, habile en : τῶν πολεμικῶν XÉN qui s’entend aux choses de la guerre ; οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῖται XÉN les personnes versées dans les pratiques religieuses;
2 comédien ; en mauv. part fourbe, charlatan.
Étymologie: τέχνη.

English (Strong)

from τέχνη; an artisan; figuratively, a founder (Creator): builder, craftsman.

English (Thayer)

τεχνίτου, ὁ (τέχνη), from Sophocles (?), Plato), Xenophon down, the Sept. several times for חָרָשׁ, an artificer, craftsman: Trench, Synonyms, § cv.; Piper, Monumentale Theol. § 26)).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης
2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα της τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας της είναι τεχνίτης στα ηλεκτρολογικά» β. «πότερον ὡς τεχνίτην αὐτὸν ἤ τινα ἄτεχνον... θήσομεν;», Πλάτ.)
3. έμπειρος σε κάτι (α. «είναι τεχνίτης στη διπλωματία» β. «Λακεδαιμονίους δὲ μόνους τῷ ὄντι τεχνίτας τῶν πολεμικῶν», Ξεν.)
4. πανούργος, ραδιούργος (α. «είναι τεχνήτρα στα ψέματα» β. «γόης, ὦ Διόγενες ἄνθρωπος καὶ τεχνίτης», Λουκιαν.)
5. το θηλ. α) γυναίκα που γνωρίζει καλά μία τέχνη
β) γυναίκα που μεταχειρίζεται τεχνάσματα για να προκαλέσει το ενδιαφέρον τών ανδρών
αρχ.
φρ. α) «οἱ περὶ τοὺς θεοὺς τεχνῑται» — άνθρωποι που ασχολούνται με τις θρησκευτικές τελετές και συνήθειες
β) «Διονυσιακοὶ τεχνῑται» ή «οἱ περὶ τὸν Διόνυσον τεχνῑται» — οργάνωση ηθοποιών και εκτελεστών μουσικών και δραματικών έργων η οποία υπήρχε σε διάφορες πόλεις της αρχαιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κατάλ -ίτης].

Greek Monotonic

τεχνίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τέχνη
I. αυτός που εξασκεί κάποια τέχνη, χειρωνάκτης, επιτηδευματίας, δεξιοτέχνης μάστορας, σε Πλάτ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ειδικευμένος σ' ένα πράγμα, σε Ξεν.· επίσης, τι ή περί τι, στον ίδ.
II. δολοπλόκος, ραδιουργός, σε Λουκ.