τεχνητός

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνητός Medium diacritics: τεχνητός Low diacritics: τεχνητός Capitals: ΤΕΧΝΗΤΟΣ
Transliteration A: technētós Transliteration B: technētos Transliteration C: technitos Beta Code: texnhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A artificial, opp. natural, αὐγῆς εἶδος Hp.Off.3; τ. σύμβολα, opp. θεῖα, Plu.Per.6; τὸ τεχνητόν the product of a craft, Plot.4.4.23; τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων artificial instruments (or perh. instruments belonging to a craft), as the builder's κανών, ibid.

German (Pape)

[Seite 1103] künstlich od. listig gemacht, Plut. Pericl. 6.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς τέχνης γινόμενος (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν φύσει ὑπάρχοντα), αὐγῆς μὲν οὖν δύο εἴδεα, τὸ μὲν κοινόν, τὸ δὲ τεχνητὸν Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· τ. σύμβολα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ θεῖα, Πλουτ. Περικλ. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait par l’art, artificiel.
Étymologie: τεχνάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τεχνητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τεχνῶμαι
αυτός που κατασκευάζεται με την τέχνη, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που υπάρχει εκ φύσεως (α. «τεχνητή οδοντοστοιχία» β. «τὰ τεχνητὰ τῶν ὀργάνων», Πλωτίν.)
νεοελλ.
1. μτφ. προσποιητός, υποκριτικός
2. φρ. α) «τεχνητή γονιμοποίηση»
i) (βιολ.-ζωοτεχν.) η γονιμοποίηση η οποία επιτελείται εκτὸς τών φυσικών συνθηκών και προκαλείται με τεχνητά μέσα
ii) ιατρ. η εισαγωγή, από τον γιατρό, σπέρματος στον κόλπο ή στην κοιλότητα της μήτρας σε περίπτωση ανικανότητας του συζύγου
β) «τεχνητές γλώσσες» — οι γλώσσες που δεν έχουν δημιουργηθεί με φυσιολογικό τρόπο στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης γλωσσικής κοινότητας αλλά έχουν εφευρεθεί από συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες ατόμων για να εξυπηρετήσουν ειδικούς επικοινωνιακούς στόχους και που διαθέτουν δομή η οποία μπορεί να αντιγράφει τη δομή μιας φυσικής γλώσσας και να διαφοροποιείται στο λεξιλόγιο, να αναμιγνύει δομές δύο ή περισσότερων φυσικών γλωσσών ή να είναι εντελώς πρωτότυπη, σε αντιδιαστολή προς τις φυσικές γλώσσες
γ) «τεχνητή αναπνοή» — η αναπνοή που προκαλείται με ορισμένη τεχνική χειρισμών, όταν η φυσική αναπνοή έχει διακοπεί ή κλονίζεται
δ) «τεχνητή βροχή» — βροχή που δημιουργείται σε περιοχές όπου επικρατεί ξηρασία, με την εισαγωγή στη μάζα ενός νέφους μικροσκοπικών παγοκρυστάλλων διοξειδίου του άνθρακα υπό στερεά μορφή, ιωδιούχου υδραργύρου ή υγροσκοπικών σωματιδίων χλωριούχου ασβεστίου
ε) «τεχνητή λίμνη» — τεχνητό κοίλωμα που δημιουργείται στη Γη για συγκέντρωση πόσιμου ύδατος ή για βιομηχανικούς σκοπούς
στ) «τεχνητός δορυφόρος»
αστροναυτ. διαστημικό όχημα που εκτοξεύεται από τη Γη με πύραυλο ή με άλλο σύστημα διαστημικής μεταφοράς και τοποθετείται σε τροχιά γύρω από ένα ουράνιο σώμα, κυρίως γύρω από την ίδια τη Γη, για επιστημονική έρευνα και για άλλους σκοπούς, όπως τηλεπικοινωνία, πρόγνωση καιρού, διαχείριση γήινων πόρων και στρατιωτική αναγνώριση
ζ) «τεχνητός νεφρός» — συσκευή για την εκτέλεση εξωσωματικής αιμοκάθαρσης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνητόν
επίτευγμα τέχνης.
επίρρ...
τεχνητώς / τεχνητῶς ΝΜΑ, και τεχνητά Ν
με τεχνητό τρόπο.

Greek Monotonic

τεχνητός: -ή, -όν (τεχνάομαι), αυτός που έχει γίνει με τέχνη, σε Πλούτ.