κρήδεμνον

From LSJ
Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήδεμνον Medium diacritics: κρήδεμνον Low diacritics: κρήδεμνον Capitals: ΚΡΗΔΕΜΝΟΝ
Transliteration A: krḗdemnon Transliteration B: krēdemnon Transliteration C: kridemnon Beta Code: krh/demnon

English (LSJ)

Dor. κρᾱδ-, τό, (κράς, δέω)

   A woman's head-dress or veil, a kind of mantilla, κ. ὅ ῥά οἱ (sc. Ἀνδρομάχῃ) δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη Il.22.470; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων 14.184: pl., [Πηνελόπεια] ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κ. Od.1.334; δμῳαί τε καὶ αὐτή, . . ἀπὸ κ. βαλοῦσαι 6.100, cf. E.Ph.1490 (lyr.).    II metaph. in pl., battlements which crown a city's walls, Τροίης ἱερὰ κ. Il.16.100, cf. Od.13.388, h.Cer.151, B.Fr.16.7; πέτρινα κ. E.Tr.508: sg., Θήβης κρήδεμνον Hes.Sc.105.    2 cover, lid of a wine-jar, Od.3.392.

German (Pape)

[Seite 1506] τό, die Kopfbinde; bei Hom. ein weiblicher Kopfputz, der schleierartig an beiden Seiten herabhing, so daß man das ganze Gesicht damit ver hüllen konnte; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Il. 14, 184; ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα, von der Penelope, Od. 1, 334 u. öfter; auch die Dienerinnen der Nausikaa tragen sie, 6, 100. – Bei Eur. Phoen. 1490 ein Schmuck der Jungfrauen. – Ueberh. Bedeckung, Deckel, κρητῆρα κέρασσεν οἴνου, τὸν ὤϊξεν ταμίη καὶ ἀπὸ κρήδεμνον ἔλυσεν Od. 3, 390. – Uebertr. von Städten, Zinnender Stadtmauern, ὄφρ' οἶοι Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα λύοιμεν ll. 16, 100, vgl. Od. 13, 388; H. h. Cer. 151 ὃς Θήβης κρήδεμνον ἔχει ῥύεταί τε πόληα, Theben's Mauerzinnen, d. i. Theben selbst, Hes. Sc. 105; folgde Dichter; πόλεων κρήδεμνα λύειν Bacchyl. bei Ath. II, 39 f; πέτρινα Eur. Troad. 508.

Greek (Liddell-Scott)

κρήδεμνον: Δωρ. κρᾱδ-, τό, (κρὰς ἢ κάρα, δέω) κεφαλόδεσμος, γυναικεῖον κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, καλύπτον οὐ μόνον τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ κατερχόμενον ἑκατέρωθεν μέχρι τῶν ὤμων, ὥστε ἠδύνατο κατὰ βούλησιν νὰ συγκαλύψῃ καὶ ὅλον τὸ πρόσωπον· ἐπὶ τῆς Ἀνδρομάχης, Ἰλ. Χ. 470· ἐπὶ τῆς Ἥρας, κρηδέμνῳ δ’ ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων Ξ. 184· ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐν τῷ πληθ., ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα Ὀδ. Α. 334., ΙΙ. 416, κτλ. ὥστε ἐφόρουν αὐτὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ὑψηλῆς τάξεως γυναῖκες, ἀλλ. ἐν Ὀδ. Ζ. 100, καὶ αἱ δμωαὶ τῆς Ναυσικάας· ― ἐν Ὀδ. Ε. 346, ἡ θεὰ Ἰνὼ παρέχει τὸ ἑαυτῆς κρήδεμνον εἰς τὸν Ὀδυσσέα ὅπως τὸν σώσῃ ἀπὸ πνιγμοῦ. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐπάλξεις αἱ ἐπιστέφουσαι τὰ τείχη πόλεώς τινος, Τροίης ἱερὰ κρήδεμνα Ἰλ. Π. 100, Ὀδ. Ν. 388, πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 151· πολίων κράδεμνα λύει Βακχυλ. Ἀποσπ. 20 27, 6, Blass· πέτρινα κρ. Εὐρ. Τρῳ. 508· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑνικῷ, Θήβης κρήδεμνον Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 105. 2) ἀντὶ πῶμα, τὸ ἐπικάλυμμα οἰνηροῦ ἀγγείου, Ὀδ. Γ. 392.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. ornement de tête, particul. bandelette ou sorte de mantille;
II. p. anal. 1 couvercle de vase;
2 créneau de muraille.
Étymologie: κράς, δέω.

English (Autenrieth)

(κάρη, δέω): head-band; in women's attire, a short veil, as seen in the cut, Od. 1.334; also of the ‘battlements’ of cities, Od. 13.388; ‘lid’ of a wine-jar, Od. 3.392. (See cut No. 64.)

Greek Monolingual

κρήδεμνον, δωρ. τ. κράδεμνον, τὸ (Α)
1. κεφαλόδεσμος, γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού που κατέβαινε μέχρι τους ώμους
2. πώμα δοχείου με οίνο
3. στον πληθ. τα κρήδεμνα
οι επάλξεις τών τειχών πόλεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεμνον
το α' συνθετικό της λ. ανάγεται στη λ. κάρα και το β' στο ρ. δέω «δένω» (πρβλ. δέμνιον)
η μορφή κρη- εμφανίζει δυσκολίες ως προς την ερμηνεία της: προήλθε είτε από κρηνο- (παρεκτεταμένη μορφή της συνεσταλμένης βαθμίδας του τ. κάρα, βλ. και κρανίο) με συλλαβική ανομοίωση (κρη-νό-δεμ-νον > κρήδεμνον) είτε από θ. κρησ- με σίγηση του -σ- προ του ακολουθούντος -δ-, η οποία όμως, κατ' άλλους, δεν φαίνεται πολύ πιθανή].

Greek Monotonic

κρήδεμνον: Δωρ. κρᾱ-, τό (κάρα, δέω),
I. κεφαλόδεσμος, γυναικείο κάλυμμα κεφαλιού, που περνάει πάνω από το κεφάλι και κρεμιέται σε κάθε πλευρά, σε Όμηρ.
II. 1. μεταφ. στον πληθ., οι επάλξεις που επιστέφουν τα τείχη της πόλης, στον ίδ., Ευρ.
2. κάλυμμα, καπάκι κανάτας κρασιού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

κρήδεμνον: τό1) головная повязка (с покрывалом для лица) (κρηδέμνῳ καλύψασθαι Hom.; κρηδέμνῳ ὑποζῶσαι τὸ στερνον Plut.);
2) преимущ. pl. зубцы городских стен (Τροίης χρήδεμνα Hom.; Θήβης κ. Hes.);
3) крышка (sc. τοῦ κρητῆρος Hom.).