ὁμοῦ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
(Aeol. ὔμοι Sapph.Supp.23.13), Adv., I prop. of Place, at the same place, together, μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ', Ἀχιλλεῦ, ἀλλ' ὁ. Il.23.84 ; ὁ. εἶναι, opp. χωρὶς εἶναι, X.Cyr.6.1.7, etc.; ὁ. πάντες ἀναμεμιγμένοι S.El.715, etc. 2 generally, together, at once, ὁ. δ' ἔχον ὠκέας ἵππους Il.11.127 ; ἄμφω ὁ. Od.12.424 ; παρῆν ὁ. κλύειν πολλὴν βοήν A.Pers.401 ; χρόνος καθαιρεῖ πάντα . . ὁ. Id.Eu.286 ; δυοῖν ὁ. S.OC329 ; εἰ γὰρ Αἰγίσθῳ θ' ὁ. likewise, Id.El.1416 : freq. accompanying two Substs. already connected by καί or τε, like Engl. both, εἰ δὴ ὁ. πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς Il.1.61 ; ὁ. γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα 4.122 ; χίλι' ὑπέστη, αἶγας ὁ. καὶ ὄϊς a thousand smaller cattle, both goats and sheep, 11.245 ; θυμὸς τείρεθ' ὁ. καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ 17.745, etc.; ἐπήγαγε λιμὸν ὁ. καὶ λοιμόν Hes. Op.243 ; ἐφόνευον ἄνδρας ὁ. καὶ ἵππους X.Cyr.3.3.64 ; οἴκτειρε θῆλυν ἄρσενός θ' ὁ. γόον A.Ch.502 ; πόλιν τε κἀμὲ καί σ' ὁ. στένει S.OT64, cf. El.667, Aj.1079 ; ὁ. ταράττων τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν Ar.Eq. 431 ; ἱππέας τε καὶ ὁπλίτας ὁ. Th.7.30, etc.: repeated, ὁ. μὲν... ὁ. δέ . . S.OT4 ; cf. ὁμῶς. 3 c. dat., together with, along with, ὁ. νεφέεσσιν ἰών Il.5.867; κεῖσθαι ὁ. νεκύεσσι 15.118 ; ὁ. τῇ λίμνῃ Hdt.2.101 ; οἰμωγὴ . . ὁ. κωκύμασιν A.Pers.426 : also with ὁμοῦ following the dat., ὅσσαι μοι ὁ. τράφεν Od.4.723 ; θεοῖς ὁ., = ξὺν θεοῖς, S.Aj.767 ; οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁ. will never meet them, Id.OT1007 ; τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν ὁ. Id.Tr.1237, cf. OT337, OC949, E.Hel. 104. II close at hand, ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁ. S.Ant.1180, cf. Ar.Eq.245, Pax513, Th.572, X.Cyr.3.1.2 : also c. dat., close to, τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁ. κλιθεῖσαν S.Tr.1225, cf. X.HG3.2.5, Pl.Thg.129d ; ὁ. τι τῷ (v.l. τοῦ) τίκτειν παρεγένεθ' ἡ κόρη Men.851, cf. ὁ. τι τῷ τίκτειν D.H.1.78 ; ὁ. τῷ θανάτῳ ὄντας at death's door, Ael.NA4.36 ; ὁ. ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως it was much the same thing, Him.Or.2.16. 2 rarely c. gen., νεὼς ὁ. στείχειν S.Ph.1218 ; εἶναι ὁ. ἀλλήλων (v.l. -οις) X.An.4.6.24 ; τόπου CPR4.34 (i A.D.); κυμάτω [ν ὁ] μοῦ dub. in Archil.Supp.2.11. 3 of amount, in all, in round numbers, ἀπὸ Σόλωνος ὁ. διακόσι' ἐστὶν ἔτη D.19.251 ; εἰσὶν ὁ. δισμύριοι Id.25.51, cf. 36.36, Men.140 ; γίνονται ὁ πυροῦ ἀρτάβαι λ' CPR35.12(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 341] an demselben Orte (von ὁμός, dem ποῦ entsprechend); μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέα, ἀλλ' ὁμοῦ, Il. 23, 84; ὁμοῦ δ' ἔχον ὠκέας ἵππους, 11, 127; oft werden dadurch zwei schon durch καί verbundene Substantiva noch enger verknüpft, zusammt, zugleich, εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς 1, 61, ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα 4, 122, αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς 11, 245, vergleiche 17, 362. 745, öfter, ἐπήγαγε λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμόν Hes. O. 243, wo überall sich ein Verbum auf mehrere Substantiva bezieht; ἄμφω ὁμοῦ, Od. 12, 424. So auch Tragg.: οἴκτειρε θῆλυν ἄρσενός θ' ὁμοῦ γόνον, Aesch. Ch. 495; Ag. 1124; ἔν τ' ὀδύναις ὁμοῦ λιμῷ τ' οἰκτρός, Soph. Phil. 185; auch ὁμοῦ μὲν – ὁμοῦ δέ, O. R. 4; in Prosa, ἄνδρας ὁμοῦ καὶ ἵππους, Xen. Cyr. 3, 3, 64. – C. dat., zusammen, zugleichmit; κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι, zusammt, zwischen den Todten, Il. 15, 118, od. gleich wie die Todten; ὁμοῦ νεφέεσσι, 5, 867; ὅσσαι μοι ὁμοῦ τράφεν, Od. 4, 723, vgl. 15, 365; οἰμωγὴ δ' ὁμοῦ κωκ ύμασιν κατεῖχε ἅλα, Aesch. Pers. 426; u. eigtl. vom Orte, τῇδ' ὁμοῦ ναίειν πόλει, Soph. O. C. 949; ὁμ οῦ δὲ πάντες ἀναμεμιγμένοι, El. 705; τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁμοῦ κλιθεῖσαν, Trach. 1225; Phil. 1218; ὁμοῦ μιγέντος σιδήρου ἀργύρῳ, Plat. Rep. VIII, 547 a; – zugleich, auf einmal; παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν, Aesch. Pers. 393; χρόνος καθαιρεῖ πάντα γηράσκων ὁμοῦ, Eum. 276. – Dah. nach Erkl. der Alten = ἐγγύς, καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ, Soph. Ant. 1165; vgl. Ar. Equ. 245 Pax 505; εἶναι πάνυ ὁμοῦ, Xen. Cyr. 6, 3, 7, vgl. 3, 1, 2; Plat. Theag. 129 d; ὁμοῦ δὲ τῷ τίκτειν παρεγένεθ' ἡ κόρη, Men. beim Schol. Ap. Rh. 2, 121; ὁμοῦ τῷ θανάτῳ ἰόντας, Ael. H. A. 4, 36. – Selten bei Verbis der Bewegung, = ὁμόσε, nach der bei den Griechen nicht seltenen Verwechslung dieser Ortsbezeichnungen, οὔπ οτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ, Soph. O. R. 1007; ὁμοῦ γίγνεσθαι, Ar. Thesm. 572; πάντων ὁμ οῦ ὄντων, als sie sich vereinigt hatten, zusammen waren, Xen. An. 7, 1, 28; auch vom feindlichen Zusammentreffen, πρὶν δὲ ὁμοῦ εἶναι τοὺς πολλοὺς ἀλλήλοις, συμμιγνύουσιν οἱ κατὰ τὰ ἄκρα, 4, 6, 24. – Ὁμοῦ τι, beinahe, fast, u. bei einem Zahlenbegriff ungefähr, beinahe, gegen, Plut. Them. 7 Alc. 13 Cic. 16 u. a. Sp., wie Ael. H. A. 5, 10. 16, 11; vgl. Dem. 25, 51. – Ὁμοῦ καί; ἄνδρας ὁμοῦ καὶ ἵππους ἐφόνε υον, Xen. Cyr. 3, 3, 64; dah. bei Sp. = aeque ac.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοῦ: Ἐπίρρ. κυρίως γεν. οὐδ. τοῦ ὁμός, 1) κυρίως ἐπὶ τόπου, ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, «μαζί», Λατ. una, ὁμοῦ δ’ ἔχον ὠκέας ἵππους Ἰλ. Λ. 127· μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ’, Ἀχιλλεῦ, ἀλλ’ ὁμοῦ Ἰλ. Ψ. 84· ὁμοῦ εἶναι, ἀντίθετ. τῷ χωρὶς εἶναι, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 7, κτλ.· ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 715, κτλ.· - παρὰ μεταγενεστ. μετὰ ῥημάτων κινήσεως σημαντικῶν, ἀντὶ τοῦ ὁμόσε ἢ ὁμόθεν, ἴδε Cobet V. LL. σ. 85. 2) ἄνευ διακεκριμένης τινὸς ἐννοίας τόπου, ὡς τὸ Λατ. simul, «μαζί», ἐν ταὐτῷ, ἄμφω ὁμοῦ Ὀδ. Μ. 424· παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 401· χρόνος καθαιρεῖ πάντα.. ὁμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 286· δυοῖν ὁμοῦ Σοφ. Ο. Κ. 330· εἰ γὰρ Αἰγίσθῳ θ’ ὁμοῦ, ἐπ’ ἴσης, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1416· - παρ’ Ὁμ. συχνάκις χρησιμεύει πρὸς σύνδεσιν δύο οὐσιαστ. ἤδη συνδεδεμένων διὰ τοῦ καὶ ἢ τε, ἵνα δείξῃ ὅτι ἑκάτερον ἔχει τὴν αὐτὴν σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα, εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιοὺς Ἰλ. Α. 61· ὁμοῦ γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα Δ. 122· χίλι’ ὑπέστη, αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς Λ. 245· θυμὸς τείρεθ’ ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Ρ. 745· κτλ.· ἐπήγαγε λιμὸν ὁμοῦ καὶ λοιμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., οἴκτιρε θῆλυν ἄρσενός θ’ ὁμοῦ γόον Αἰσχύλ. Χο. 502· πόλιν τε κἀμὲ καί σ’ ὁμοῦ στένει Σοφ. Ο. Τ. 64, πρβλ. Αἴ. 667, 1079· ἱππέας τε καὶ ὁπλίτας ὁμοῦ Θουκ. 7. 30, κτλ.· - ἐπαναλαμβάνεται: ὁμοῦ μέν..., ὁμοῦ δέ..., Σοφ. Ο. Τ. 4· πρβλ. ὁμῶς. 3) μετὰ δοτ., ὁμοῦ μετά τινος, Λατ. una cum, ὁμοῦ νεφέεσσιν ἰὼν Ἰλ. Ε. 867· κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι Ο. 118· ὁμοῦ τῇ λίμνῃ Ἡρόδ. 2. 101· οἰμωγῇ.. ὁμοῦ κωκύμασιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 426· - ὡσαύτως καὶ ἑπομένου τοῦ ὁμοῦ μετὰ τὴν δοτικήν, ὅσσαι μοι ὁμοῦ τράφεν Ὀδ. Δ. 723· θεοῖς ὁμοῦ = ξὺν θεοῖς, Σοφ. Αἴ. 767, πρβλ. προστάτις· οὔ ποτ’ εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ’ ὁμοῦ, οὐδέποτε θὰ ὑπάγω πλησίον τῶν γονέων μου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1007· τοῖσιν ἐχθίστοισιν συνναίειν ὁμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1237, πρβλ. Ο. Κ. 949. Εὐρ. Ἑλ. 104. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττ. ὡσαύτως ὡς τὸ ἐγγύς, πλησίον, ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ Σοφ. Ἀντ. 1180, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, Εἰρ. 513, Θεσμ. 572, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· - ὡσαύτως μετὰ δοτ., πλησιέστατα πρός..., τοῖς ἐμοῖς πλευροῖς ὁμοῦ κλιθεῖσαν Σοφ. Τρ. 1225, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 5, Πλάτ. Θεάγ. 129D· ὁμοῦ τι τῷ τίκτειν παρεγένεθ’ ἡ κόρη Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 204, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 78. 2) λίαν σπανίως μετὰ γεν., νεὼς ὁμοῦ στείχειν Σοφ. Φιλ. 1218· εἶναι ὁμοῦ ἀλλήλων (διάφ. γραφὴ -οις) Ξεν. Ἀν. 4. 6, 24. 3) ἐπὶ ποσοῦ ἐν ὅλῳ, ἐν συνόλῳ, ἀπὸ Σόλωνος ὁμοῦ διακόσιά ἐστιν ἔτη Δημ. 420. 14· εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι Δημ. 785. 24, πρβλ. 956. 1. Μένανδρ. ἐν τῷ «Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ» 1. ΙΙΙ. ὁμοῦ καί, ἀκριβῶς ὡς, Λατ. aeque ac, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64· πρβλ. ὅμοιος Β. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 156, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en un même lieu, ensemble : ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι SOPH tous pêle-mêle;
2 ensemble, à la fois : ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς IL la guerre et la peste à la fois domptent les Grecs ; ὁμοῦ ἱππέας καὶ ὁπλίτας THC tout ensemble des cavaliers et des hoplites ; ὁμοῦ μὲν…, ὁμοῦ δέ SOPH à la fois…, à la fois ; avec le dat. de compagnie avec, en même temps que : ὁμοῦ νεφέεσσιν IL en même temps que les nuages ; οἰμωγὴ ὁμοῦ κωκύμασιν ESCHL des gémissements avec des lamentations ; θεοῖς ὁμοῦ SOPH avec les dieux, avec l’aide des dieux;
3 p. ext. auprès, proche : ὁπλίταις ὁμοῦ γίγνεσθαι XÉN arriver près des hoplites ; avec idée de temps ὁμοῦ ἰέναι τῷ θανάτῳ ÉL être sur le point de mourir ; rar. avec le gén. νεὼς ὁμοῦ στείχειν SOPH s’approcher du navire ; avec idée de nombre environ.
Étymologie: ὁμός.
English (Autenrieth)
in the same place with, together, at once, alike.
English (Strong)
genitive case of homos (the same; akin to ἅμα) as adverb; at the same place or time: together.
English (Thayer)
(ὁμός) (from Homer down), adverb, together: εἶναι ὁμοῦ, of persons assembled together, L T Tr WH; ἅμα, at the end.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμοῡ, Α αιολ. τ. ὔμοι)
επίρρ.
1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῡ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)
2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῡ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῡ», Σοφ.)
2. (με δοτ.) α) μαζί με... («ὁμοῡ νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)
β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῡ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)
3. (για ποσό) εν όλω, στο σύνολο, με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῡ δισμύριοι πάντες Ἀθηναῑοι», Δημοσθ.)
4. φρ. «ὁμοῡ καί» — ακριβώς όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμ-ού)].
Greek Monotonic
ὁμοῦ: επίρρ., κυρίως γεν. ουδ. του ὁμός·
1. λέγεται για τόπο, στο ίδιο μέρος, μαζί, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. μαζί, μεμιάς, ἄμφω ὁμοῦ, σε Ομήρ. Οδ.· δυοῖν ὁμοῦ, σε Σοφ.· αἶγας ὁμοῦ καὶ ὀΐς, μαζί κατσίκες και πρόβατα, σε Ομήρ. Ιλ.· λιμὸνὁμοῦ καὶ λοιμόν, σε Ησίοδ. κ.λπ.
3. με δοτ., μαζί με, από κοινού με, κεῖσθαι ὁμοῦ νεκύεσσι, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰμωγῇ ὁμοῦ κωκύμασιν, σε Αισχύλ.
II. 1. δίπλα, κοντά, σε Σοφ., Αριστοφ.· με δοτ., πολύ κοντά σε, σε Σοφ., Ξεν.
2. σπανίως με γεν. νεὼς ὁμοῦ στείχειν, πηγαίνω να συναντήσω το πλοίο μου, σε Σοφ.
3. λέγεται για ποσό, συνολικά, στο σύνολο, εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι, σε Δημ. κ.λπ.
III. ὁμοῦ καί, ακριβώς όπως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοῦ: I adv. [gen. n к ὁμός
1) в том же месте, вместе (μὴ ἀπάνεοθε, ἀλλ᾽ ὁμοῦ Hom.; ἕτρεχον οἱ δύο ὁμοῦ NT): ὁ. ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τούτων πάντων ὁ. ὄντων Xen. принимая во внимание все это;
2) вместе с тем, в одно и то же время, заодно (ὁ. πόλεμός τε καὶ λοιμός Hom.; ὁ. μὲν θυμιάματα, ὁ. δὲ παιᾶνες Soph.);
3) рядом, тут же (ὁρῶ Εὐρυδίκην ὁ. Soph.);
4) приблизительно, около (ὁ. διακόσια ἔτη Dem.).
II в знач. praep. cum dat. (редко - gen.)
1) вместе с: ὁ. νεφέεσσιν Hom. вместе с облаками;
2) рядом с, близ (ὁ. τοῖς Ἓλλησι στρατοπεδευσάμενοι Xen.): νεὼς ὁ. στείχειν Soph. идти к кораблю; ὁ. τινι τίγνεσθαι Xen. близко подходить к кому-л.