σιωπάω

From LSJ
Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐωπάω Medium diacritics: σιωπάω Low diacritics: σιωπάω Capitals: ΣΙΩΠΑΩ
Transliteration A: siōpáō Transliteration B: siōpaō Transliteration C: siopao Beta Code: siwpa/w

English (LSJ)

inf.

   A σιωπᾶν Il.2.280: fut. -ήσομαι in early writers, S.OT233, Ar.Pax309, Av.225, Lys.364, Pl.Phdr.234a, etc.; later -ήσω Aeschin.Ep.10.1, D.H.11.6, Plu.2.240e, etc. (cf. σιγάω): aor. (ἐ) σιώπησα Il.23.568, etc.: pf. σεσιώπηκα Ar.V.944, D.6.34:—Med. and Pass., v. infr.: Dor. σωπάω (q.v.):—keep silence, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Il.2.280, cf. 23.568, Od.17.513, Hdt.7.10, etc.; Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Plu.2.346f; φησὶν σιωπῶν his silence is an admission, E.Or.1592, cf. IA1245; πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι D.19.33; σ. τινί keep silence for or at the behest of . ., Ar.Ra.1134, Lys.530; σ. πρός τινα Pl.Phdr. 234a; πρὸς τοῦτο X.Cyr.5.5.20; ὑπέρ τινος E.Fr.796; imper. σιώπα hush! be still! S.Fr.81, Ar.Lys.529, etc.    2 of bees, to be still, opp. βομβέω, Arist.HA627a24.    II trans., keep secret, speak not of, τὰ δίκαια E.Fr.1037, cf. Ar.Th.27, X.Smp.6.10, etc.; σ. ὅτι . . PMasp.295.21 (v A.D.):—Pass., ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων D.Prooem.21, cf. Isoc.1.22, etc.; τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών; E. Ion432; σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶσαι Antipho 1.13; οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin.3.155; ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν D. 19.42; ἡ σιωπωμένη ἀλήθεια D.H.1.76.    III Med., silence, σιωπησάμενος τὰ πλήθη Plb.18.46.4.

German (Pape)

[Seite 887] fut. σιωπήσομαι, Soph. O. R. 233 u. Ar. Pax 309, Luc. Prom. 13, σιωπήσω, Plut. Phoc. 21, – schweigen, still sein, Gegensatz des Sprechens (vgl. σιγάω); σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, Il. 2, 280. 23, 568; Soph. u. A.; τινί, gegen Jem. Stillschweigen beobachten, Ar. Ran. 1134; Her. 7, 10; οἵτινες αἰσχυνόμενοι πρὸς ἅπαντας σιωπήσονται, Plat. Phaedr. 234 a; Folgde; σιωπῶ μὲν λαβών, βοῶ δ' ἀναλώσας, Dem. 18, 82; ἐρῶ καὶ οὐ σιωπήσομαι, 45, 83. – Trans., verschweigen, daher σεσιωπαμένον, Pind. (s. σωπάω); Eur. vrbdt καὶ τί σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών, Ion 432; ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων, Dem. prooem. 21; Isocr. 1, 22. – Med. stillschweigen heißen, beschwichtigen, σιωπήσασθαι τὰ πλήθη, Pol. 18, 29, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σιωπάω: ἀπαρ. σιωπᾶν (συνῃρ) Ἰλ. Β. 280· μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, οἷον Σοφ. Ο. Τ. 233, Ἀριστοφ. Εἰρ. 309, Ὄρν. 225, Λυσ. 364, Πλάτ., κλπ.· μεταγεν. -ήσω Διον. Ἁλ. 11. 6, Πλούτ., κλπ. (ἴδε σιγάω)· - ἀόρ. ἐσιώπησα Ὅμηρ., Ἀττ.· - πρκμ. σεσιώπηκα Ἀριστοφ. Σφ. 944, Δημ. 74. 2. - Μέσ. καὶ Παθ., ἴδε κατωτ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ Δωρ. τύπος σωπάω, ἴδε ἐν λέξ. Εἶμαι σιωπηλός, ἥσυχος, σιωπῶ, σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Ψ. 568, Ὀδ. Ρ. 513 (ἔνθα δύναται νὰ ληφθῇ ὡς μεταβ.)· ἀκολούθως παρ’ Ἡρόδ. 7. 10 ἐν ἀρχ., καὶ Ἀττ.· Σιμωνίδης τὴν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει Πλούτ. 2. 346F· φησὶν σιωπῶν, δηλ. ἡ σιωπή του σημαίνει συναίνεσιν, Εὐρ. Ὀρ. 1592, πρβλ. Ι. Α. 1245· πονηρῶν ἔργων δόξει κοινωνεῖν τῷ σιωπῆσαι Δημ. 351. 17· σ. τινι, τηρῶ σιγὴν πρός τινα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1134, Λυσ. 530· σ. πρός τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· πρός τι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20· ὑπέρ τινος Τραγικ. παρὰ Πλουτ. 2. 1108Β· περί τινος Ἰσοκρ. 218Α· - ὡσαύτως ὡς τὸ σιγάω, ἐν τῇ προστ. σιώπα, σιωπή! ἥσυχα! Σοφ. Ἀποσπ. 102, Ἀριστοφ. Λυσ. 530, κτλ. 2) ἐπὶ μελισσῶν, ἡσυχάζω, ἀντίθετον τῷ βομβέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 53. ΙΙ. μεταβ., φυλάττω σιωπὴν περί τινος, τηρῶ τι μυστικόν, δὲν λέγω τι, Εὐρ. Ἀποσπ. 1024, Ἀριστοφ. Θεσμ. 27, Ξεν. Συμπ. 6, 10, κτλ.· - Παθητ., τηρεῖταί τι μυστικόν, ἂν σιωπηθῇ τὰ παρὰ τῶν πολεμίων Ἰσοκρ. 6Ε, κτλ.· τί σιγῶσ’ ὦν σιωπᾶσθαι χρεών ; Εὐρ. Ἴων 432· σιωπώμενον καὶ ἀβασάνιστον ἐᾶν Ἀντιφῶν 112, ἐν τέλ.· οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπήσεται Αἰσχίν. 75. 37· ταῦτα σιωπᾶσθαι συνέφερεν Δημ. 354. 20· ἡ σεσιωπημένη ἀλήθεια Διον. Ἁλ. 1. 76. - Περὶ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸ σιγάω, ἴδε ἐν λέξ. σιγάω. ΙΙΙ. Μέσ., κάμνω τινὰ σιωπηλόν, ἐπιβάλλω σιγὴν εἴς τινα, τὰ πλήθη σιωπησάμενος Πολύβ. 18. 29, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐσιώπων, f. σιωπήσομαι, postér. σιωπήσω, ao. ἐσιώπησα, pf. σεσιώπηκα;
Pass. f. σιωπηθήσομαι, ao. ἐσιωπήθην, pf. σεσιώπημαι;
1 intr. garder le silence, se taire;
2 tr. taire, passer sous silence, acc. ; Pass. être tu, être passé sous silence, être gardé secret.
Étymologie: σιωπή.

English (Autenrieth)

inf. σιωπᾶν, aor. opt. σιωπήσειαν, inf. σιωπῆσαι: keep silence, Od. 17.513 and Il. 23.568.

English (Slater)

σιωπάω v. ad. σωπάω.

English (Strong)

from siope (silence, i.e. a hush; properly, muteness, i.e. involuntary stillness, or inability to speak; and thus differing from σιγή, which is rather a voluntary refusal or indisposition to speak, although the terms are often used synonymously); to be dumb (but not deaf also, like κωφός properly); figuratively, to be calm (as quiet water): dumb, (hold) peace.

English (Thayer)

σιώπω; imperfect, 3rd person singular ἐσιώπα, 3rd person plural ἐσιώπων; future σιωπήσω (L T Tr WH); 1st aorist ἐσιώπησα; (σιωπή silence); from Homer down; to be silent, hold one's peace: properly, R G; sileo in the Latin poets, used metaphorically of a calm, quiet sea (in rhetorical command)): ἡσυχάζω.)

Greek Monotonic

σῐωπάω: μέλ. -ήσομαι, μεταγεν. -ήσω, αόρ. αʹ ἐσιώπησα, παρακ. σεσιώπηκα — Παθ., μέλ. σιωπηθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιωπήθην (σιωπή
I. είμαι σιωπηλός ή ήσυχος, τηρώ σιγή, σωπαίνω, σε Ηρόδ., Αττ.· φησὶν σιωπῶν, δηλ. η σιωπή του υποδηλώνει συναίνεση, σε Ευρ.
II. μτβ., φυλάσσω σιγή για κάτι, κρατώ μυστικό, δεν μιλώ για κάτι, αποσιωπώ, σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., διατηρούμαι στη σιωπή ή κρατούμαι μυστικός· σιγῶσ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών, κρατώντας μυστικά όσα πρέπει να παραμείνουν μυστικά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σιωπάω: дор. σωπάω (fut. σιωπήσομαι - поздн. σιωπήσω; дор. part. pf. pass. σεσωπαμένος)
1) молчать (σιωπῆσαι κελεύειν τινά Hom.): σ. πρός τινα Plat. и σ. τινι Arph. молчать перед кем-л.; σ. πρός τι Xen., περί τινος Isocr. и ὑπέρ τινος Eur. молчать насчет чего-л.; ποίησις σιωπῶσα Plut. (о живописи) безмолвная поэзия;
2) умалчивать, обходить молчанием (τι Eur., Arph., Xen.): οὐ τὸ αἰσχρὸν σιωπηθήσεται Aeschin. невозможно будет умолчать об (этом) позоре; σιγᾶν τι ὧν σιωπᾶσθαι χρεών Eur. молчать о том, о чем нужно хранить молчание;
3) med. заставлять (за)молчать (σιωπήσασθαι τὰ πλήθη Polyb.).