οὖς

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὖς Medium diacritics: οὖς Low diacritics: ους Capitals: ΟΥΣ
Transliteration A: oûs Transliteration B: ous Transliteration C: ous Beta Code: ou)=s

English (LSJ)

(nom. sg. freq. in IGIl(2).161 B126, al. (Delos, iii B. C.), v. sub fin.), τό, gen. ὠτός, dat. ὠτί: pl. nom. ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί (ὤτοις condemned by Phryn.186):—Hom. has only acc. sg. and dat. pl. (v. infr.); the other cases he forms as if from οὖας (which is found in Simon.37.14), gen. οὔατος, pl. nom. and acc. οὔατα (also in Epich.21, Hp.Cord.8,al., SIG1025.62 (Cos, iv/iii B. C.)), dat.

   A οὔασι Il.12.442 (ὠσίν Od.12.200): Hellenistic nom. sg. ὦς PPetr.3p.33 (iii B. C.), PGrenf.1.12.29, 2.15 ii I (ii B. C.), IG7.3498.19 (Oropus, ii B. C.), Roussel Cultes Egyptiens 217 (Delos, ii B. C.), PStrassb.87.14 (ii B. C.): also Dor. ὦς Theoc.11.32; pl.ὤϝαθ' cj. for ὦτά θ' in Alcm.41:—ear, Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει Il.11.109; [κηρὸν] ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' Od. l.c.; αἲ γὰρ δή μοι ἀπ' οὔατος ὧδε γένοιτο oh may I never hear of such a thing! Il.18.272; αἲ γὰρ ἀπ' οὔατος εἴη 22.454; ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει 10.535; ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, of horses, Hdt.4.129, cf. S.El.27, etc.; ἐν τοῖσι ὠσὶ . . οἰκέει ὁ θυμός Hdt.7.39, cf.1.8; βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος rings in the ear, A.Pers.605; φθόγγος βάλλει δι' ὤτων S.Ant.1188, cf. A.Ch.56 (lyr.); δι' ὠτὸς παῦρα ἐννέπειν πρός τινα S.El. 1437 (lyr.); ὀξὺν δι' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας ib.737, cf. OT1387; δι' ὤτων ἦν λόγος E.Med.1139, cf. Rh.294, 566; so ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theoc.14.27; λόγους ψιθύρους εἰς ὦτα φέρει S.Aj.149 (anap.); εἰς οὖς ἑκάστῳ . . ηὔδα λόγους E.Andr.1091, cf. Hipp.932; προσκύψας μοι μικρὸν πρὸς τὸ οὖς Pl.Euthd. 275e; ἐπ' (ἐς cj. Dawes) οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap.105; reversely, παρέχειν τὰ ὦτα to lend the ears, i. e. to attend, Pl.Cra.396d, etc.; so ἐπισχέσθαι τὰ ὦτα Id.Smp.216a; παραβάλλειν Id.R.531a, cf. Call.Fr. anon.375; τὰ ὦτα ἐξεπετάννυτο Ar.Eq.1347; ὦτα χορηγεῖν Plu.2.232f; ἀποκλείειν τὰ ὦτα ib.143f; οἱ ὦτα ἔχοντες those who have ears to hear, ib. 1113c: metaph., of spies in Persia, X.Cyr.8.2.10sq., Luc.Ind.23, cf. Arist.Pol.1287b30; τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προσαγωγέων γένος Plu.2.522f; τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, of persons who slink away ashamed (hanging their ears like dogs), Pl.R.613c: prov., v. λύκος; τεθλασμένος οὔατα πυγμαῖς, of a boxer, Theoc.22.45 (cf. ὠτοκάταξις) ; ἐπ' ἀμφότερα τὰ ὦτα καθεύδειν sleep soundly, Aeschin. Socr.54 D.    II from resemblance to an ear,    1 handle, esp. of pitchers, cups, etc., οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν Il.11.633, cf. 18.378, Bion ap. Plu.2.536a, IG11(2).161 B126 (Delos, iii B. C.), Hero Spir.2.23, Dsc.5.87; [ποτήριον] ὦτα συντεθλασμένον Alex.270.3.    2 in Archit., = παρωτίς 4, IG12.372.201, cf. 319.6.    3 οὖς Ἀφροδίτης, a kind of shell-fish, Antig.Car. ap. Ath.3.88a; οὖς θαλάττιον, = ἀγρία λεπάς, Arist.HA529b16.    4 τὰ ὦτα (οὔατα Hp.) τῆς καρδίας the auricles of the heart, Hp.Cord.8, Gal.UP6.15, cf. 2.615K.    5 name of part of a bandage, Heraclas ap. Orib.48.15 tit. [Written ὀ̄ς in IG12. Il.cc.] (Cogn. with Lat. auris, Lith. ausìs, OE. éar, etc.; details obscure; nom. sg. οὖς perh. from *ο(ϝ)ος (contained in ἀμφώης).)

German (Pape)

[Seite 420] τό, aus οὖας zsgz. u. dah. im gen. ὠτός, ὦτα, ὤτων, dat. plur. statt ὠσίν bei Sp. auch ὤτοις, vgl. Lob. Phryn. 211, – das Ohr, auris, bei den Lacedämoniern u. Kretern αὖς, αὐτός, lautend; Hom. hat von dieser Form nur den acc. sing. οὖς, Il. 11, 109. 20, 473, u. den dat. plur. ὠσίν, Od. 12, 200; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, Aesch. Spt. 25, wie δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον Ch. 54; βοᾷ δ' ἐν ώσὶ κέλαδος, Pers. 597; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ' ἅπερ τε βέλος, Ch. 374; ὀρθὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27, vom Pferde, die Ohren spitzen (vgl. Luc. Tim. 23 u. a. Sp., ἑστῶσιν ὠσίν τι ἀκοῦσαι, Aristid.); τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ, O. R. 371; καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ βάλλει δι' ὤτων, Ant. 1173, öfter, wie Eur. u. sp. D., χ' ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theocr. 14, 27; Her. gew. im plur., 1, 8. 4, 29. 7, 39; προσκύψας μοι σμικρὸν πρὸς τὸ οὖς, Plat. Euthvd. 275 a; παρεῖχον τὰ ὦτα, Crat. 396 d, u. öfter in ähnl. Vrbdgn, sein Ohr leihen; ἐπισχόμενος τὰ ὦτα, Conv. 216 a u. öfter, u. Folgende; λόγους ψιθοροὺς πλάσσων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς, Soph. Aj. 149, wie auch wir sagen »ins Ohr flüstern«, heimlich; so Sp., wie Plut. – Uebertr. wie ὀφθαλμός, ὦτα καὶ ὀφθαλμοὶ πολλοὶ βασιλέως, Luc. adv. ind. 23, von den Dienern des Königs; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Plut. de curiosit. 16 τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προσαγω γέων γένος. – An Gefäßen, wie Bechern und Krügen, der Henkel, Handgriff, Ath. XI, 474 d, Plut. u. a. Sp.; – οὖς Ἀφροδίτης hieß eine Muschelart, Ath. III, 88 d.

French (Bailly abrégé)

ὠτός (τό) :
gén. pl. ὤτων;
1 oreille : παρέχειν τὰ ὦτα LUC prêter l’oreille ; ὦτα ἔχειν PLUT avoir l’oreille attentive, écouter ; τὰ ὦτα ἀναπεταννύειν LUC ouvrir l’oreille ; δι’ ὠτός, à l’oreille, d’où pacifiquement, amicalement SOPH ; fig. ὦτα βασιλέως XÉN les oreilles du grand roi, càd ses espions;
2 p. anal. anse, poignée.
Étymologie: R. ἈϜ, entendre, > ἀΐω, αἰσθάνομαι ; cf. lat. auris, audio.

English (Autenrieth)

gen. οὔατος, pl. dat. ὠσίν: ear; ἀπ' οὔατος, ‘far from the ear,’ i. e. unheard, Il. 18.272, Il. 22.445; of the handles of a tankard, Il. 11.633.

English (Strong)

apparently a primary word; the ear (physically or mentally): ear.

English (Thayer)

genitive ὠτός, plural ὦτα, dative ὦσιν, τό (cf. Latin auris, ausculto, audio, etc.; akin to ἀΐω, αἰσθάνομαι; cf. Curtius, § 619; Vanicek, p. 67); from Homer down; Hebrew אֹזֶן; the ear;
1. properly: ὦτα τίνος εἰς δέησιν, to hear supplication, ἡ γραφή πληροῦται ἐν τοῖς ὠσί τίνος, while present and hearing, συνέχειν (which see 2a.) τά ὦτα, to stop their ears, ἠκούσθη τί εἰς τά ὦτα τίνος, something was heard by, came to the knowledge of (A. V. came to the ears of) one, ἐισέρχεσθαι, γίνεσθαι, to come unto the ears of one, ἀκούειν εἰς τό οὖς, to hear (A. V. in the ear i. e.) in familiar converse, privately, εἰς οὖς often so in classical Greek; cf. Passow (Liddell and Scott), under the word, 1); also πρός τό οὖς λαλεῖν, the faculty of perceiving with the mind, the faculty of understanding and knowing: ὁ ἔχων (or εἰ τίς ἔχει) ὦτα (or οὖς, in Rev.) (sometimes (especially in Mark and Luke) with ἀκούειν added; cf. Buttmann, § 140,3) ἀκουέτω, whoever has the faculty of attending and understanding, let him use it, T WH omit; Tr brackets the verse); τοῖς ὠσί βαρέως ἀκούειν, to be slow to understand or obey (A. V. their ears are dull of hearing), ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε, ὦτα τοῦ μή ἀκούειν, (ears that they should not hear; cf. Buttmann, 267 (230)), θέσθε τούς λόγους τούτους εἰς τά ὦτα (A. V. let these words sink into your ears i. e.) take them into your memory and hold them there, ἀπερίτμητος τοῖς ὦσιν (see ἀπερίτμητος), Acts 7:51.

Greek Monotonic

οὖς: τό, γεν. ὠτός, δοτ. ὠτί· ονομ. και αιτ. πληθ. ὦτα, γεν. ὤτων, δοτ. ὠσί· Επικ. γεν. οὔατος, ονομ. και αιτ. πληθ. οὔατα, δοτ. οὔασι· Λατ. auris
I. αυτί, σε Όμηρ.· ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα, λέγεται για άλογα, σε Ηρόδ.· βοᾷ ἐν ὠσὶ κέλαδος, ηχεί, κουδουνίζει μέσα στο αυτί, σε Αισχύλ.· φθόγγος βάλλει δι'ὤτων, σε Σοφ.· δι' ὤτων ἦν λόγος, ακούω σε γενικές γραμμές, σε Ευρ.· εἰς οὖς, στο αυτί, μυστικά, στον ίδ.· ομοίως, εἰς ὦτα φέρειν, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για κατασκόπους, σε Ξεν.· τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες, λέγεται για πρόσωπα που απομακρύνονται ντροπιασμένα (κρεμώντας τα αυτιά τους ως σκυλιά), σε Πλάτ.· λέγεται για αθλητές που έχουν τα αυτιά τους μελανιασμένα και πρησμένα, από τις γροθιές, τεθλαγμένος οὔατα πυγμαῖς, σε Θεόκρ.
II. χερούλι σε σχήμα αυτιού, λέγεται για κανάτια, κύπελα κ.λπ.· οὔατα δ' αὐτοῦ τέσσαρ' ἔσαν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

οὖς: ὠτός, эп.-ион. οὖας, οὔατος, дор. ὦς τό (gen. dual. ὤτοιν; pl.: ὦτα, gen. ὤτων, dat. ὠσί - эп. οὔασι)
1) ухо Hom.: ὀρθὰ ἱστάναι τὰ ὦτα Her. насторожить уши; φθόγγος βάλλει δι᾽ ὤτων Soph. слух доходит до ушей; δι᾽ ὠτὸς ἐννέπειν πρός τινα Soph. сказать кому-л. на ухо; ὦτα ἔχειν Plut. (внимательно) слушать; εἰς τὸ οὖς ἀκούειν NT лично слышать; ὦτα βασιλέως Xen., Plut. царевы уши, т. е. подслушиватели, шпионы;
2) ушко, ручка (οὔατα, sc. τῶν τριπόδων Hom.; τὰ ὦτα τοῦ ἀμφορέως Plut.);
3) οὖς Ἀφροδίτης Arst. Венерино ушко (Sigaretus haliotoides, моллюск из класса брюхоногих).