κέρχνος

From LSJ
Revision as of 02:02, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέρχνος Medium diacritics: κέρχνος Low diacritics: κέρχνος Capitals: ΚΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: kérchnos Transliteration B: kerchnos Transliteration C: kerchnos Beta Code: ke/rxnos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A = κέγχρος, Hsch.s.v.κατακερχνοῦται, cf. Anaxandr. 41.27, Gal.18(1).574.
κέρχν-ος (B), ὁ,

   A rough excrescence, τραχὺς χελώνης κ. S.Fr.279.    2 of the throat, roughness, hoarseness, Hp. Epid.7.27.    b of sound, harsh croaking, S.Ichn.128.    II silverdust, Poll.7.99.    III = κέρνος, IG12.313.17, 314.23 (Eleusis).
κέρχν-ος (C), ον,

   A rough, hoarse: τὸ κ. Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Trockenheit, Rauhigkeit, χελώνης Soph. frg. 278; bes. Rauhigkeit des Halses, Heiserkeit, Medic. – Durch Metathesis = κέγχρος, VLL., wie Poll. 7, 99, ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτὸς κέρχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κέρχνος: ὁ, παχύτης ἐπιφανείας, Σοφ. Ἀποσπ. 278· ἐπὶ τοῦ λάρυγγος, τραχύτης, «βραχνάδα», Ἱππ. 1217F. ΙΙ. κονιορτὸς τῶν ἀργυρίων, Πολυδ. Ζ΄, 99.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
1 rugosité d’une surface;
2 sécheresse de la voix, raucité, enrouement.
Étymologie: DELG étym. obsc.
2ου (ἡ) :
grain de mil, millet.
Étymologie: ion. c. κέγχρος.

Greek Monolingual

(I)
κέρχνος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. gher-ghro-, με ανομοίωση του δεύτερου -τ- σε -n- ( gher-ghno-), ενώ με ανομοίωση του πρώτου -τ- σε -η- ( ghen-ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κέρχνος είναι ο αρχικός (< κέρκσνος), οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hirso «κεχρί», ο δε τ. κέγχρος προέκυψε με μετάθεση].———————— (II)
κέρχνος, -ον (Α)
1. τραχύς, βραχνός
2. το αρσ. ως ουσ. κέρχνος
α) τραχύ εξόγκωμα («τραχὺς χελώνης κέρχνος», Σοφ.)
β) (για τον λαιμό) βραχνάδα
γ) διαπεραστική κραυγή, στριγγλιά
δ) ασημόσκονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ονοματοποιημένη λ. Συνδέεται πιθ. με το κρεξ, οπότε θα προέκυψε < κερκ-σνος και θα πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα ker-k- που είναι προϊόν ονοματοποιίας. Έχει επίσης προταθεί σύνδεση με το αρχ. ινδ. ghar-ghara- «τρίξιμο, θόρυβος», επίσης προϊόν ονοματοποιίας, οπότε θα προέκυψε < κέρ-χρ-ος με ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -ν-. Παράλληλα με τον κέρχνος μαρτυρείται και τ. καρχ-αλέος, ο οποίος θα πρέπει να προέκυψε κατά το σχήμα ισχνός: ισχαλέος.
ΠΑΡ. αρχ. κερχνασμός, κερχνηίς, κέρχνω, κερχνώ, κερχνώδης, κερχνωτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αιμόκερχνον, άκερχνος].———————— (III)
κέρχνος, ὁ (Α)
πήλινο πινάκιο για λατρευτική χρήση, κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κέρνος (II)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρχ(ν)ος -ον hees; subst. τὸ κέρχνον heesheid. Hp.

Russian (Dvoretsky)

κέρχνος: ὁ шероховатость, бугристость (χελώνης Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: raw voice, hoarseness (Hp., S. Ichn. 128), raw surface, rough excrescence (S. Fr. 279), auch = ὁ τῶν ἀργυρίων κονιορτός (Poll. 7, 99).
Compounds: Compp. ἄ-κερχνος without hoarseness (Aret.), αἱμό-κερχνον n. cough with blood spitting (Hp.; subst. bahuvrihi). From ἄκερχνος and κέρχνω arose the adj. κέρχνος (κερχνός?) raw of the voice, hoarse (Gal.) [??].
Derivatives: κερχνώδης raw, hoarse (Hp.), κερχνασμός rawness, hoarsness (Gal.; as if from *κερχνάζω). Denomin. verb κερχνόομαι, -όω be raw, uneven or make, engrave (H.) with κερχνώματα pl. unevennesses, elevated, embossed(?) work (H.; after this also E. Ph. 1386 to be read for κεγχρώμασι?, cf. on κέγχρος), κερχνωτός embossed, engraved (H.); also κέρχνω be or make hoarse (Hp.; on the formation Schwyzer 723 Zus.). - Beside it κερχαλεος raw hoarse (Hp.), also κερχναλέος (Hp. v. l., Gal.; cf. below). On κερχνηΐς s. v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Without certain connection; onomatopoetic? The form κρέξ (name of a bird) seems hardly comparable. One proposes κέρχνος < *κέρκ-σνος? Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 12 reminds of Skt. ghar-ghara- m. crackling, rattling (and independent Lat. hirriō grumble, OE. gierran crack, creak, girren etc. (Pok. 439); κέρχνος would continue *κερ-χρ-ο-ς. κερχαλέος would be analogical, as ἰσχνός : ἰσχαλέος. Fur. 340 compares κάρχαρος. If the word is Pre-Greek, it could simply be *KerK-no-, with aspiration before the n.