γαλήνη

From LSJ
Revision as of 20:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλήνη Medium diacritics: γαλήνη Low diacritics: γαλήνη Capitals: ΓΑΛΗΝΗ
Transliteration A: galḗnē Transliteration B: galēnē Transliteration C: galini Beta Code: galh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A stillness of the sea, calm (γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ' ἐν ἀέρι Arist.Top.108b25, but cf. Od.5.452, 12.168), Hom. only in Od., λευκ ὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10.94; οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, 7.319; stillness of deep waters, Coluth.360; νηνεμίας τε καὶ γ. Pl.Tht.153c; ἐν ταῖς γ. καὶ εὐδίαις Arist.HA533b30: metaph. of the mind, calmness, serenity, φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.Ag.740 (lyr.); ἐν γαλήνῃ in calm, quiet, S.El.899; γ. ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a.    II lead sulphide, galena, Plin.HN33.95, 34.159.    III name of an antidote, Androm. ap. Gal.14.32. (Aeol.γελήνη (sic) acc. to Jo.Gramm.Comp. 3.1; perh. akin to γελάω.)

German (Pape)

[Seite 471] ἡ (eigentl. »die Glänzende«, »die heiter Strahlende«, γαλερός, ἀγλαός = ἀγαλόσ, γάλα u. s. w.; man beachte λευκὴ γαλήνη Odyss. 10, 94); 1) Wind-, Meeresstille, von Hom. an überall; Odyss. 5, 391. 12, 168 ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο ἠδὲ γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη; 10, 94 οὐ μὲν γάρ ποτ' ἀέξετο κῦμά γ' ἐν αὐτῷ, οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γαλήνη; 5, 452 vom Flußgotte in Scheria ὁ δ' αὐτίκα παῦσεν ἑὸν ῥόον, ἔσχε δὲ κῦμα, πρόσθε δέ οἱ ποίησε γαλήνην, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς; 7, 319 οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην, werden bei Windstille, auf ruhigem Meere fahren; neben νηνεμία Plat. Theaet. 153 c; übertr., Ruhe, Heiterkeit, Soph. El. 887; γαλήνην ἡσυχίαν τε ἐν τῇ ψυχῇ ἀπεργάσασθαι Plat. Legg. VII, 791 a; βίου Luc. Al. 61; öfter bei Sp., z. B. Plut. Num. 20. – 2) Bleierz, ἱBleiglanz, Plin. H. N. 33, 6. – 3) ein Gegengift, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλήνη: ἡ, ἡσυχία τῆς θαλάσσης (ταὐτὸν γ. μὲν ἐν θαλάσσῃ νηνεμία δ᾽ ἐν ἀέρι Ἀριστ. Τοπ. 1. 17, 1), Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. ·λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη 10. 94, πρβλ. 12. 168 (ἐν Ε. 452 σημαίνει μόνον τὴν νηνεμίαν ἢ ἔλλειψιν ἀνέμου, ὡς δεικνύουσι τὰ ἑπόμενα) οἱ δ᾽ ἐλόωσι γαλήνην, θὰ πλεύσωσι διὰ τῆς γαληνιαίας θαλάσσης. Ὀδ. Η. 319· νηνεμίας τε καὶ γ. Πλάτ. Θεαίτ. 153C· ἐν. γ. καὶ εὐδίαις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 15·―μεταφ. ἐπὶ ψυχῆς, ἡσυχία, ἀταραξία, πρᾳότης, φρόνημα νηνέμου γαλάνας, μεγάλης ἀταραξίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740· ἐν γαλήνῃ, ἐν ἀταραξίᾳ, ἡσύχως, Σοφ. Ἠλ. 899. ΙΙ. εἶδος ἀρχυρόχρου μολυβδούχου γῆς, «ἀσημόχωμα», Πλίν. 33. 6. ΙΙΙ. ἀντίδοτον κατὰ δηλητηρίου, Γαλην. (ὁ Κούρτ. προτείνει σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ γάλα· ἴσως μᾶλλον πρὸς τὸ γελάω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
calme de la mer ; γαλήνην ἑλαύνειν OD sillonner une mer calme ; fig. calme, sérénité.
Étymologie: DELG cf. γελάω, γλήνη, d’un th. exprimant l’éclat.

English (Autenrieth)

ης: calm surface of the sea; ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο, ἡ δὲ γαλήνη | ἔπλετο νηνεμίη, κοίμησε δὲ κύματα δαίμων, Od. 12.168.

Spanish (DGE)

(γᾰλήνη) -ης, ἡ

• Alolema(s): dór. γαλάνα A.A.740; beoc. γαλάνη Corinn.39.1.2; eol. γελάννα Alc.286a.5; γελήνη Phlp.Comp.3.1
I 1calma de la mar λευκὴ δ' ἦν ἀμφὶ γ. Od.10.94, cf. S.Fr.730e.18, οἱ δ' ἐλόωσι γαλήνην remarán con bonanza, Od.7.319, ὅσοι δὲ γαλήνῃ κινδυνεύσειαν, ἡλίσκοντο Th.4.26, ὁπόταν γαλήνη ᾖ ἐμβιβῶ X.An.5.7.8, γ. μεγάλη Eu.Matt.8.26, cf. Artem.2.23, Aesop.80, D.P.Au.2.8, X.Eph.1.12.3, Longus 3.21.1, Hierocl.Facet.120
tranquilidad de las profundidades marinas, Colluth.360, op. νηνεμία Pl.Tht.153c, hex. en Pl.Smp.197c, Arist.Top.108b25
ref. a otros fenómenos naturales y atmosféricos calma (ὁ κόσμος) τῶν σεισμῶν γαλήνης ἐπιλαβόμενος Pl.Plt.273a, cf. Lg.919a, Ti.44b, εὐκήλῳ δὲ κατείχετο πάντα γαλήνῃ A.R.4.1249, πᾶσα [δὲ γαῖα γ] έλασσε, πάλ[ιν] μείδησε γ. Pamprepius 3.79.
2 fig. calma, serenidad de la mente φρόνημα νηνέμου γαλάνας A.l.c., ἐν γαλήνῃ S.El.899, γ. ἐν τῷ σώματι Hp.Flat.14, ἐν εὐδίᾳ σαρκὸς καὶ γαλήνῃ Plu.2.126c, γ. ... ἐν τῇ ψυχῇ Pl.Lg.791a, βιότου Anacreont.50.16, τῆς τύχης Ach.Tat.4.1.3, de la situación política PMasp.89re.b.2 (VI d.C.).
3 paz de Justiniano AP 4.3.98 (Agath.).
II mineral.
1 galena Plin.HN 33.94, CIL 15.7916, 7917, 7918 (todas Roma).
2 ganga Hsch.
III medic., un antídoto Androm.3.

• Etimología: De *γαλασνᾱ tema en -s que aparece c. otro vocalismo en γέλως, γελαστός de *gelH3-/ *gl̥H3- ‘brillar’.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

of uncertain derivation; tranquillity: calm.

English (Thayer)

γαληνης, ἡ (adjective ὁ, ἡ, γαληνός calm, cheerful), calmness, stillness of the sea, a calm: Homer down.)

Greek Monolingual

η (AM γαλήνη)
1. η ησυχία της τελείως ακύμαντης θάλασσας, νηνεμία
2. ησυχία, αταραξία, πραότητα (α. «ψυχική γαλήνη»
β) «γαλήνη ἐν τῇ ψυχῇ», Πλάτ.)
αρχ.
1. ασημόχωμα, είδος μολυβδούχας γης
2. φάρμακο που χορηγείται ως αντίδοτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σιγμόληκτο θ. που απαντά στα γέλως, γελαστός εμφανίζεται και στη λ. γαλήνη < γαλάσνᾱ με συνεσταλμένη βαθμίδα (πρβλ. αρμ. cα r «γελώ»). Ανάλογο σχηματισμό βρίσκουμε στα σελήνη - σέλας.

Greek Monotonic

γᾰλήνη: ἡ, ηρεμία της θάλασσας, ησυχία, γαλήνη, σε Ομήρ. Οδ.· λευκὴ γαλήνη, στο ίδ.· ἐλόωσι γαλήνην, θα πλεύσουν στην ήρεμη θάλασσα, δηλ. πάνω σ' αυτή, στο ίδ.· μεταφ., φρόνημα νηνέμου γαλάνας, πνεύμα μεγάλης αταραξίας, σε Αισχύλ.· ἐνγαλήνῃ, σε ηρεμία, σε αταραξία, σε Σοφ. (αμφίβ. προέλ.· πιθ. συγγενές προς το γελάω).

Russian (Dvoretsky)

γᾰλήνη: дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἡ
1) безветрие, штиль (λευκὴ γ. Hom.; νηνεμία τε καὶ γ. Plat.; γαλῆναι καὶ εὐδίαι Arst.);
2) спокойное море, морская гладь (γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.): ἐλάαν γαλήνην Hom. плыть по спокойному морю;
3) спокойствие, безмятежность, ясность (φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὶ γ. Plut.);
4) гален, сернистый свинец Plin.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: stillness of the seaStille (Od.); also lead sulphite (Plin.; s. Chantr. RPh. 1965, 203-5).
Other forms: Dor. γαλάνα
Derivatives: γαλήνεια (γαλάνεια) = γαλήνη (Eur.), after σαφήνεια?; not from γαληνής (only Arist. Phgn. 811b 38); γαληναίη (A. R.; cf. ἀναγκαίη beside ἀνάγκη), γαληναῖος (AP ). - γαληνός still (E.). After the numerous ρο-adjectives (not old r\/n-stem) γαληρός H.; after the adj. in -ερος, γαλερός H.
Origin: IE [Indo-European] [366] *glh₂-es- aughter
Etymology: γαλήνη, γαλάνα, like σελήνη, from *γαλασ-να from an σ-stem, seen also in γέλως, γελασ-τός etc. and in Aeol. γελήνη (Jo. Gramm. Comp. 3, 1) for *γελάννα like σελάννα?). Orig. Heiterkeit, cf. γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. For the ablaut, *glh₂-es-, cf Arm. caɫr laughter; s. γελάω. Cf. γλήνη, γλῆνος.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]: perh. akin to γελάω.]
stillness of the sea, calm, Od.; λευκὴ γ. Od.; ἐλόωσι γαλήνην will sail the calm sea, i. e. over it, Od.:—metaph., φρόνημα νηνέμου γαλάνας spirit of serenest calm, Aesch.; ἐν γαλήνηι in calm, Soph.